Σελίδες

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

ΑΖΩΤΟ, ΟΞΥΓΌΝΟ ΚΑΙ ΕΥΔΩΡΟΝ

Ένα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο Ε.Φ., το οποίο πιθανολογώ ότι θα εκδοθεί σύντομα!


Στενοχωρήθηκε αφάνταστα από την κατινίστικη συμπεριφορά τους. Ένιωσε τη ζωηρή επιθυμία να τις χαστουκίσει, κατάφερε όμως να συγκρατηθεί. Τις προσπέρασε, παριστάνοντας την αδιάφορη και αγνόησε επιδεικτικά τα λεγόμενά τους. Απογοητεύτηκε γιατί, όσο κι αν είχε ελπίσει ότι η κοινωνία που θα έφτιαχναν στον Ιανό θα ήταν καλύτερη, κατάλαβε ότι αυτό ήταν μια ακόμα  ουτοπία. Οι άνθρωποι ήταν ίδιοι, είτε ζούσαν στη Γη, είτε ζούσαν στην άλλη άκρη του Γαλαξία. Το συμπέρασμα ήταν πως παντού υπήρχαν καλοί και κακοί, ευγνώμονες και αχάριστοι, ηθικοί και ανήθικοι, καιροσκόποι και αλτρουιστές, απλοί και ξιπασμένοι, υποκριτές και ντόμπροι, κι αυτό δυστυχώς δεν γινόταν να αλλάξει. Τα ίδια φρούτα  θα ευδοκιμούσαν κι εκεί. Μπορεί κατά καιρούς να είχαν χυθεί τόνοι μελάνης από μερικούς ρομαντικούς ανθρώπους του πνεύματος, που είχαν την πρόθεση να διορθώσουν τα κακώς κείμενα, ήταν όμως φανερό ότι ο ιδρώτας τους είχε χυθεί άδικα. Το κακορίζικο ον που λεγόταν άνθρωπος, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται άσκεφτα, κακότροπα, εγωιστικά και απολίτιστα, ακόμα και μέσα σε ένα  μεταλλικό μεγαθήριο που περιφερόταν ανάμεσα στα αστέρια.
   

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ

Διήγημα Ε.Φ.

    Ο Κλέοπας ένιωσε ένα κύμα ενθουσιασμού, συνδυασμένο με έναν αέρα χαράς, να πλημμυρίζει όλο του το είναι! Οι κόποι και οι προσπάθειες ενός ολόκληρου χρόνου είχαν, επιτέλους ευοδωθεί! Κλεισμένος, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, στο υπόγειο εργαστήριό του, ήταν αποφασισμένος να ολοκληρώσει τη νέα του εφεύρεση, και να μην ασχοληθεί με τίποτα άλλο. Τρεφόταν με ξηρά τροφή, κι έπινε μόνον νερό, κάτι που τον είχε αναγκάσει να χάσει κάπου δέκα κιλά, αυτό όμως δεν τον είχε στενοχωρήσει ιδιαίτερα, αφού έτσι κι αλλιώς, ήταν υπέρβαρος.
    Ανέβηκε ευχαριστημένος επάνω, έκανε ένα μπάνιο, έφτιαξε έναν καφέ, κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού και πήρε τηλέφωνο την κόρη του: «Σαμάνθα», φώναξε με ενθουσιασμό, μόλις εκείνη απάντησε στην κλήση, «επιτέλους την έφτιαξα!»
    «Σοβαρά, μπαμπά; Και έχει αποτελέσματα;»
    «Πιστεύω πως ναι, αλλά θα το διαπιστώσουμε, όταν φέρεις τον μικρό εδώ».
    «Θα είναι ασφαλές;» εξέφρασε κάποια αμφιβολία εκείνη. «Μήπως θα έπρεπε πρώτα να το δοκιμάσεις σε κάποιον ξένο;»  
    «Μη φοβάσαι» την καθησύχασε ο Κλέοπας. «Τα έχω όλα υπό έλεγχον. Είμαι βέβαιος ότι ο ανιχνευτής μου είναι απόλυτα ασφαλής. Τον έχω τεστάρει επανειλημμένα».
    «Εντάξει τότε. Θα έρθουμε εκεί σε καμιά ωρίτσα».
    Μια ώρα αργότερα, η Σαμάνθα και ο επτάχρονος γιος της, βρίσκονταν στο σπίτι του παππού. Κάθισαν για λίγο στο σαλόνι και μετά κατέβηκαν στο υπόγειο, για να δοκιμάσουν τη νέα εφεύρεση του Κλέοπα. Ο ανιχνευτής ήταν ένα μηχάνημα σαν μικρός τηλεφωνικός θάλαμος και διέθετε κι ένα μικρό κάθισμα. Έβαλε τον μικρό να καθίσει στο καθισματάκι, και του φόρεσε ακουστικά.
    «Τι μουσική θα μου βάλεις, παππού;» τον ρώτησε με αφέλεια ο μικρός.
    «Κάνε υπομονή, αγοράκι μου», του είπε ο Κλέοπας. «Μετά θα ακούσεις και μουσική».
    Έκλεισε την πόρτα του θαλάμου-ανιχνευτή και κάθισε μπροστά στην οθόνη που βρισκόταν στο πλάι. Έβαλε σε λειτουργία το μηχάνημα, έκανε κάποιες ρυθμίσεις και περίμενε τα αποτελέσματα. Μερικά λεπτά αργότερα, στην οθόνη του υπολογιστή άρχισαν να εμφανίζονται κάποιες απροσδιόριστες εικόνες.
    «Τι είναι αυτά, μπαμπά;» τον ρώτησε η Σαμάνθα, που παρακολουθούσε από δίπλα.
    «Θα σου εξηγήσω μετά», της απάντησε εκείνος. Πληκτρολόγησε κάτι λέξεις και κάποιους αριθμούς και στο τέλος σηκώθηκε όρθιος και ύψωσε τα χέρια του.
    «Λειτουργεί», φώναξε με ενθουσιασμό, «Έλα να δεις κι εσύ».
    Η Σαμάνθα έσκυψε στον υπολογιστή και είδε να έχει εμφανιστεί στην οθόνη ένα διάγραμμα. Διάβασε προσεκτικά και είδε να γράφει:
1.     Δείκτης ευφυίας 159.
2.     Ενδιαφέροντα: Μουσική και χορός.
3.     Προσδόκιμο επιβίωσης 35 έτη.
4.     Σεξουαλικός προσανατολισμός: ομοφυλοφιλία.
5.     Εξέλιξη υγείας: χαμηλή ανθεκτικότητα στις μεταδιδόμενες ασθένειες.
6.     Ψυχισμός! Διαταραχή, λόγω κληρονομικότητας.

Η Σαμάνθα λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό. Δεν γνώριζε αν, όλα αυτά που είχε ανιχνεύσει η μηχανή, ίσχυαν πραγματικά, δεν υπήρχε όμως τρόπος να τα αμφισβητήσει. Αν όντως όλα αυτά επρόκειτο να συμβούν στον μονάκριβο γιο της, τότε καλύτερα να πέθαινε εκείνη τη στιγμή.
«Τ γίνεται εδώ, καλέ μπαμπά:» κατάφερε μετά από λίγη ώρα να ψελλίσει. «Πιστεύεις ότι η μηχανή αυτή λειτουργεί σωστά;»
Ο Κλέοπας την κοίταξε με συμπόνοια και έκλεισε αμέσως το μηχάνημα.
«Ελπίζω πως όχι», ήταν το μόνο που βρήκε να πει. «Μάλλον εκφράζει ανοησίες, γι΄αυτό ας μην τα λάβουμε σοβαρά υπόψη μας αυτά που εγραψε».
 Άνοιξε την πόρτα του θαλάμου, έβγαλε έξω το εγγονάκι του και του ήρθε να κλάψει. Εκείνος δεν αμφέβαλλε για την ορθότητα της διάγνωσης του ανιχνευτή του, κι ένιωσε μια μεγάλη, μια απέραντη θλίψη για την τύχη του μονάκριβου γιου της κόρης του. Ευχόταν να μην είχε κάνει ποτέ αυτήν την εξέταση, τώρα όμως ήταν πολύ αργά, για να αναθεωρήσει.
Οδήγησε τους αγαπημένους του ανθρώπους στην έξοδο και τους είπε να μη στενοχωριούνται κι ότι όλα θα πάνε καλά, κάτι για το οποίο δεν ήταν καθόλου βέβαιος. Όταν έφυγαν εκείνοι, κατέβηκε πάλι στο υπόγειο, πήρε μια βαριά και άρχισε να χτυπά με μένος τον ανιχνευτή. Σε λίγη ώρα τον είχε διαλύσει. Δεν υπήρχε λόγος ύπαρξης μιας μηχανής που, κατά τα φαινόμενα, αντί για διερεύνηση χαρισμάτων και προδιαθέσεων, μόνον δυστυχία και πόνο θα προκαλούσε!

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

ΣΑΛΕ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Με ρώτησε πρόσφατα κάποια γνωστή μας: ''Μα καλά, δεν θέλεις να πας στον παράδεισο;''
''Να κάνω τι εκεί;'' της αντιγύρισα την ερώτηση.
''Ε, μα για να ζήσεις για πάντα ανάμεσα στους αγγέλους''
''Κάνοντας τι ακριβώς;'', συνέχισα να τη ρωτώ εγώ. ''Τι προσφέρει εκεί το σαλέ;''
''Ε, να, ηρεμία, ψαλμωδίες και έλλειψη ανθρωπίνων αναγκών, υποθέτω'', μου απάντησε διστακτικά.
''Προφανώς αγνοείς τι είδους ζωή είναι αυτή εκεί πάνω'', βρήκα την ευκαιρία να της επιτεθώ! ''Εγώ, κοπέλα μου, αν δεν υπάρχει ικανοποίηση ανθρωπίνων αναγκών και απολαύσεων, δεν έχω διάθεση να επισκεφτώ αυτόν τον τόπο. Πώς μπορείς να ζήσεις, και μάλιστα για πάντα, σε ένα μέρος που δεν υπάρχει, μουσική, χορός, μεζέδες, ποτά, βιβλία, ταξίδια, σεξ και κάποιες άλλες ακόμα ανθρώπινες συνήθειες; Μου λες να ζήσω αιώνια σε ένα μέρος που βασιλεύει η ανία και η έλλειψη κάθε είδους δραστηριοτήτων; Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω!''
Δεν σχολίασε αυτά που της είπα. Την είδα μόνο να κάθεται και να με κοιτά με σουφρωμένο στόμα και με σκοτεινιασμένο βλέμμα, οπότε της έριξα και τη χαριστική βολή: ''Μετά από όλα αυτά που άκουσες, εσύ θα ήθελες να πας εκεί; Για ξανασκέψου το λιγάκι. Τελικά, μήπως όλη αυτή η ιστορία περί παραδείσου και  αιώνιας ζωής, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα αφελές παραμυθάκι;''

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΕΥΑ

Μαμά και κόρη, βγαίνοντας από ένα κατάστημα ρούχων, με τις τσάντες γεμάτες.
''Μαμά, γιατί οι πρωτόπλαστοι κυκλοφορούσαν γυμνοί;' Ρωτά ξαφνικά, το δεκάχρονο κορίτσι.
''Ε, μμ, μάλλον γιατί ο ΖΑΡΑΣ δεν είχε ανοίξει ακόμα κατάστημα στον παράδεισο''.
''Άσε μας, καλέ μαμά. Και γιατί δεν τους έφτιαχνε ο θεός ρούχα; Εδώ έφτιαξε ολόκληρο σύμπαν, στα ρούχα κόλλαγε;''
''Ουφ, τώρα κι εσύ, κάτι πράγματα που σκέφτεσαι. και ρωτάς. Ίσως ήταν απασχολημένος''.
''Ναι, καλά. Εγώ λέω ότι μάλλον ήταν, ή ανώμαλος, ή ανύπαρκτος!''
ΣΗΜ: Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια!

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Ο ΡΙΚΟ, Ο ΛΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΤΙΚΟ

Ένα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο μου Ε.Φ., που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα!


    Η ευδαιμονία, από το άκουσμα της ευχάριστης εκείνης είδησης, που τους έλυνε με τον καλύτερο τρόπο ένα σημαντικό πρόβλημα, δεν κράτησε πολύ. Η είδηση που ανακοινώθηκε από την τηλεόραση, τους επανέφερε στην τραγική πραγματικότητα.
    «Η αεροπορία της χριστιανικής συμμαχίας», άκουσαν την τηλεπαρουσιάστρια να λέει, «βομβάρδισε μια μικρή πόλη στο Ιράν, με αποτέλεσμα την ισοπέδωσή της. Σύμφωνα με πρόχειρες εκτιμήσεις των ειδικών, δέκα χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων δυο χιλιάδες παιδιά, έχασαν τη ζωή τους από αυτήν την αιφνίδια πολεμική ενέργεια»
    «Όχι, ρε, πούστη μου», αναφώνησε με αγανάκτηση ο Μπόμπι. «Τι σόι ράτσα είναι αυτή, που σκοτώνει εν ψυχρώ άμαχους και παιδιά; Τα πιο απάνθρωπα, τα πιο αιμοβόρα όντα του πλανήτη. Δεν νομίζω να υπάρχει χειρότερο είδος ευφυούς ζωής σε ολόκληρο το Σύμπαν».
    

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΕΥΖΩΙΑΣ, ΜΑΚΡΟΖΩΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

1) Δεν τρώμε κρέας, εκτός αν είναι κεμπάπ.
2} Δεν τρώμε γλυκό ή παγωτό, εκτός αν είναι σοκολάτα.
3} Δεν πίνουμε μπύρα, εκτός αν είναι ελληνική.
4} Δεν πίνουμε κρασί, εκτός αν είναι αγιωργίτικο.
5} Δεν κολυμπάμε στα βαθιά, εκτός αν έχουν φύγει οι καρχαρίες.
6} Δεν περνάμε με κόκκινο, εκτός αν είμαστε ολυμπιακοί ή κομμουνιστές.
7} Δεν συνουσιαζόμαστε δυο φορές με μια γυναίκα, εκτός αν έχει φέρει και τη φίλη της
8} Δεν πάμε στην εκκλησία, εκτός αν είμαστε απόγονοι των γιδοβοσκών της ερήμου.
9} Δεν ακούμε μουσική δυνατά. εκτός αν είναι ροκ.
10} Δεν βρίζουμε τον συνάνθρωπό μας, εκτός αν είναι πολιτικός.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ή ΕΠΙΣΤΗΜΗ;

"Η θρησκεία εικάζει, η επιστήμη αποδεικνύει. Ο παραλογισμός μάχεται τη λογική, αλλά δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα. Δεν θα αργήσει η μέρα που οι άνθρωποι θα αποτινάξουν από πάνω τους το ζυγό των ρασοφόρων και θα απαλλαγούν από την ρυπαρή παρουσία τους. Το ερώτημα βέβαια είναι, για ποιο λόγο συνεχίζουν οι πολλοί να σέρνονται πίσω από το άρμα της θρησκείας, και την απάντηση μου την έδωσε μια νεαρή φίλη: "Φοβούνται το θάνατο και τις αναποδιές της ζωής, νιώθουν ανασφάλεια και προσπαθούν να κρατηθούν από κάπου"
Εντάξει, φίλη μου, αυτό είναι εν μέρει ανθρώπινο και κατανοητό, πόση ασφάλεια όμως μπορεί να νιώσει κάποιος, στηριζόμενος σε αόριστες υποσχέσεις, σε αντιφατικές ερμηνείες και ζώντας με ψευδαισθήσεις; Η θρησκεία παραληρεί, τη στιγμή που η επιστήμη καταρρίπτει μία-μία τις θεωρίες της, αποδείχνοντας ότι η αλήθεια βρίσκεται στην έρευνα και όχι στην αποχαύνωση. Κι εγώ θα ήθελα να γνωρίζω περισσότερα για τον προορισμό του ανθρώπου, και γενικότερα της ζωής, προσπαθώ όμως να τα μάθω μελετώντας και άλλες απόψεις, πέραν αυτών που εκφράζουν τα ''ιερά'' βιβλία. Τα επιτεύγματα της επιστήμης, ιδιαίτερα στον τομέα της βιολογίας, μας παρουσιάζουν έναν άλλον κόσμο, τον οποίον δεν θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε, αν παραμέναμε προσκολλημένοι στα γραπτά και τις αοριστολογίες των εκπροσώπων του θεού.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ

'Ενα μικρό απόσπασμα από ένα ανέκδοτο αστυνομικό μυθιστόρημά μου:

 Η πρώτη εντύπωση που έδινε στον επισκέπτη το σπίτι εκείνο ήταν πως επρόκειτο για… εκκλησία. Οι τοίχοι του σαλονιού ήταν γεμάτοι εικόνες και επίχρυσα καντήλια κρέμονταν διάσπαρτα και στους τέσσερις τοίχους. Την ίδια εικόνα αντίκρισε μπαίνοντας και στο υπνοδωμάτιο.
    Βλέποντας αυτό το άκρως θρησκόληπτο σκηνικό, αναλογίστηκε, πώς γινόταν μια τόσο θρησκευόμενη γυναίκα, να είναι ταυτόχρονα και τόσο εγκληματική φυσιογνωμία; Πώς συμβάδιζε η αγάπη για τον πλησίον με την εξόντωση του πλησίον; Αναπολώντας όμως την ιστορία του χριστιανισμού, όχι αυτήν που διδασκόταν στα σχολεία, αλλά εκείνην που περιγραφόταν στα εξωσχολικά βιβλία, δεν δυσκολεύτηκε να δώσει αμέσως την απάντηση στο ερώτημά του.
     

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ''ΘΕΟΣ'' ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ένα διήγημα Ε.Φ., γραμμένο πριν από τέσσερις δεκαετίες!


    ''Mα, αφού σου λέω, έρχονται με φιλικές διαθέσεις'', επέμεινε ο Ντον.
       Ο Φλαντ τον κοίταξε με ειρωνικό βλέμμα και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένας μορφασμός. ''Σε πληρορώ Ντον, ότι είσαι πολύ αφελής. Πιστεύεις αυτές τις ηλιθιότητες που λένε οι άλλοι;  Εγώ σου λέω ότι αποκλείεται να έρχονται σαν φίλοι. Κάτι άλλο, που εμείς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ζητούν από εμάς και φοβάμαι οτι δεν ειναι καλό''.
      ''Νομίζεις λοιπόν ότι, από τη δική μας πλευρά, δεν μπορεί να γίνει άλλη ενέργεια; Δεν το βρίσκεις λίγο αυθαίρετο αυτό;''
     ''Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ετσι πρέπει να ενεργήσουμε'', του απάντησε ο Φλαντ, με τρόπο που δεν επιδεχόταν αντίρρηση. ''Δεν μπορούμε να το διακινδυνεύσουμε, δεν το καταλαβαίνεις; Αν έχουν κακές προθέσεις, τότε θα είναι πια πολύ αργά, για να αποφύγουμε την καταστροφή''.
        ''Ο Ντον σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε κοντά στη τζαμαρία.   Έβαλε τα χέρια του στη μέση του και, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον Φλαντ, του είπε. ''Ας υποθέσουμε ότι, αυτό που εσύ επιμένεις να κάνουμε, είναι το σωστό, πιστεύεις  όμως ότι τα έχεις υπολογίσει όλα; Νομίζεις ότι εμείς έχουμε τον τρόπο και τη δύναμη να τα βάλουμε μαζί τους; Πού ξέρεις τι μέσα διαθέτουν αυτά τα ανθρωποειδή;''
        ''Μπράβο Ντον, αυτό περίμενα τόση ώρα να ακούσω απο το στόμα σου. Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου ότι δε ξέρουμε τίποτα για τα μέσα και τις δυνατότητές τους, γι' αυτό ακριβώς επιμένω ότι πρέπει να κινηθούμε πρώτοι και να τους εξοντώσουμε, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό''.
        Ο Ντον γύρισε και τον κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα: ''Ειλικρινά, ώρες-ώρες σε λυπάμαι. Πιστεύω ότι, όταν δεν γίνεται το δικό σου, υποφέρεις και βασανίζεσαι. Πληγώνεται ο εσωτερικός σου κόσμος. Θίγεται ο εγωισμός σου. Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι, αυτό που συνήθως ζητάς, είναι κάτι κακό.Βλέπεις πάντοτε όλους τους άλλους σαν εχθρούς. Νομίζεις ότι όλος ο κόσμος θέλει να σε βλάψει, ότι θέλει το κακό σου. Γιατί, Φλαντ; Γιατί κρίνεις πάντα τις προθεσεις των άλλων, σύμφωνα με τη δική σου κακοπιστία; Γιατί νομίζεις ότι όλοι οι άνθρωποι, και τώρα αυτά τα καλοκάγαθα εξωγήινα όντα, είναι εχθροί σου;''
          Ο Φλαντ χαμογέλασε και δεν έδειξε να πειράζεται από τα πικρά λόγια του φίλου του: ''Δεν πειράζει., πες ό, τι θέλεις για μένα, αλλά μη νομίζεις ότι θα μπορέσεις να πείσεις τους συνοικιστές μας να κάνουν αυτο που εσύ θέλεις. Τα επιχειρήματά μου είναι λογικά και ατράνταχτα, κι έτσι, σε πληροφορώ ότι θα γινει το δικό μου. Αύριο το πρωί λοιπόν που θα ξανάρθουν οι εξωγήινοι... φίλοι μας, χα,χα,χα, θα αφήσουν για πάντα τα κοκκαλάκια τους στη Γη''.
          ''Και λες ότι, με αυτόν το τρόπο, θα απαλλαγούμε οριστικά από αυτούς;  Δεν σκέφτεσαι ότι, αν τους εξοντώσουμε, υπάρχει περίπτωση να υποστούμε τις συνέπειες;  Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι οι δικοί τους, όπου κι αν βρίσκονται, όταν το μάθουν, δεν θα θελήσουν να πάρουν εκδίκηση;''
          ''Μη φοβάσαι. Δεν θα το τολμήσουν! Αλλά, ακόμα κι αν το κάνουν, εμείς δεν θα μείνουμε με τα χέρια σταυρωμένα. Θα υπερασπισθούμε την πατρίδα μας με όλα τα μέσα και τις δυνάμεις που διαθέτουμε. Μπορεί βεβαια να ηττηθούμε, θα έχουμε όμως την ικανοποίηση ότι αγωνιστήκαμε ηρωικά και πέσαμε για το καθήκον''.

                                                 ----------------

          Ο μικρός οικισμός, με τα θολωτά γυάλινα σπίτια του, φωτισμένος από το αχνό φως της αυγής, έμοιαζε σαν ένα κοπάδι κουρεμένα πρόβατα, που βόσκουν αμέριμνα στην πεδιάδα. Άκρα ησυχία βασίλευε παντού και το μόνο που ακουγόταν, που και που, ήταν το λάλημα κάποιου πετεινού.
          Ο Ντον βγήκε έξω στη βεράντα και έρριξε το βλέμμα του στον ουρανό. Αγωνιουσε για τον ερχομό των άγνωστων εξωγήινων όντων, που σε λίγη ώρα θα προσγειώνονταν αμέριμνοι, αγνοώντας αυτό που τους περίμενε. Δυστυχώς ο Φλαντ είχε κερδίσει. Είχε καταφέρει να πείσει τους άλλους ότι, μόνον αν αιφνιδίαζαν και εξόντωναν τους μακρινούς επισκέπτες τους, θα μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι στο μέλλον.
          Χαμογέλασε πικραμένα: ''Τι κρίμα'', συλλογίστηκε. ''Η ανοησία και η κακία, τις περισσότερες φορές καταφέρνουν να υπερισχύσουν της φρόνησης και της λογικής''.
          Κατέβηκε από τη βεράντα, βγήκε στο δρόμο και προχώρησε με αργό βηματισμό προς το πάρκο του οικισμού. Όταν εφτασε εκεί, είδε οτι οι άλλοι, δέκα άτομα όλα κι όλα, ήταν μαζεμένοι σε ένα κύκλο και στη μέση του κύκλου στεκόταν ο Φλαντ και τους έδινε οδηγίες.
          ''Δεν θα δυσκολευτούν να τους εξουδετερώσουν'', σκέφτηκε με θλίψη. ''Δέκα ακτινοβόλα όπλα, μορούν να ξεπαστρέψουν μια ντουζίνα ατόμων, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, πόσο μάλλον τους φουκαράδες τους εξωγήινους, που δεν θα είναι περισσότεροι από τρεις''.
          ''Να το'', φώναξε ένας από τους άντρες, δείχνοντας με το δάχτυλό του σε ένα σημείο ψηλά στον ουρανό.
          Είχε ξημερώσει πλέον για τα καλά και το μοιραίο σκάφος διακρινόταν πεντακάθαρα. Ο Φλαντ έτριψε τα χέρια του με ικανοποίηση. Σε λίγη ώρα το σχέδιό του, θα έπαιρνε σάρκα και οστά. ''Σε νίκησα κακόμοιρο ανθρωπάκι!'' μουρμούρισε, ρίχνοντας μια λοξή, υποτιμητική ματιά στον Ντον.
          Το διαστημόπλοιο χαμήλωσε αθόρυβα και προσεδαφίστηκε λίγο πιο πέρα στο γρασίδι. Από το πλάι άνοιξε μια μικρή πόρτα και πίσω της ξεπρόβαλαν τρία μικρά στο μέγεθος ανθρωποειδή.
          ''Τώρα!'' αναφώνησε ο Φλαντ, κάνοντας σήμα με το ελεύθερο χέρι του.
          Γύρισε το κεφάλι του προς τα δεξιά, για να δει τι κάνουν οι δικοί του και το πρόσωπό του σκοτείνιασε και το χαμόγελό του θριάμβου εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από το στόμα του. Τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη και τον τρόμο, όταν αντίκρισε την απρόσμενη κίνηση των άλλων.
          ''Έι, τρελαθήκατε; Τι πάτε να κάνετε;'' ούρλιαξε, καθώς είδε τις σκοτεινές κάννες δέκα ακτινοβόλων όπλων να σημαδεύουν εκείνον, και όχι τους εξωγήινους! 

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΚΙΟΥΜΠΕΡΤ


 Το πρώτο διήγημα Ε.Φ. που είχα γράψει, σαράντα χρόνια πριν, τότε που είχα αρχίσει την ενασχόλησή μου με τη συγγραφή! 


      Ο Νταφ είχε φορέσει το καλό του γκρι-μπλε κοστούμι, το κόκκινο καρώ του πουκάμισο και χτενιζόταν μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας, όταν άκουσε το γνωστό, προειδοποιητικό κορνάρισμα του κιούμπερτ. Χαμογέλασε, έρριξε μια τελευταία φιλάρεσκη ματιά στο είδωλό του και βγήκε έξω απο το σπίτι. Το πιστό του γαλάζιο κιούμπερτ τον περίμενε εκεί, δίπλα στο ατσάλινο πεζοδρόμιο, με τη μηχανή αναμμένη. Οταν τον είδε, άνοιξε την πίσω δεξιά πόρτα του και, μόλις εκείνος μπήκε μέσα και κάθισε στο ανατομικό κάθισμά του, την ξανάκλεισε.
    ''Απόψε πάμε για γυναικοδουλειά'', του είπε ο Νταφ, κλεινόντάς του πονηρά το μάτι. ''Θέλω να είσαι διακριτικός και ιδιαίτερα προσεκτικός, έτσι κιούμπερτ; Ξεκίνα λοιπόν γρήγορα και βάλε πλώρη για το ζ15χ οικοδομικό τετράγωνο''.
    Αντί για απάντηση, το υπεραυτόματο αυτοκίνητό του, κορνάρησε τρεις φορές, αναβοσβήνοντας ταυτόχρονα το φως της μπλαφονιέρας. Αμέσως μετά ξεκίνησε, σπινάροντας και τα τέσσερα τετράπαχα λάστιχά του! Διακόσια εξήντα καθαρόαιμα άλογα ξεχύθηκαν στην άσφαλτο, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο!
    Ο Νταφ άναψε ένα πούρο και χάζευε έξω την κίνηση, η οποία, όσο πλησίαζε προς το κέντρο, πύκνωνε περισσότερο. Οι περισσότεροι διαβάτες, αλλά και οδηγοί άλλων αυτοκινήτων, γύριζαν για να δουν τον τυχερό θνητό που καθόταν μεσα σ' εκείνο το θαύμα της τεχνολογίας, σε ένα υπεραυτόματο, ασφαλές, αυτοεπισκευαζόμενο και αυτοκινούμενο όχημα, αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρονομισμάτων!
    Το όχημα έστριψε αριστερά και πήρε τη μεγάλη κεντρική λεωφόρο Φλουμς. Προσπέρασε ένα αργοκίνητο λεωφορείο, κι έπιασε τη μεσαία από τις τρεις λωρίδες του δρόμου. Άναψε τα φώτα του, κορνάρησε σε καποιον αφηρημένο, που διέσχιζε κάθετα τη λεωφόρο, έξω από τη διάβαση πεζών και, με τετάρτη στο κιβώτιο ταχυτήτων του, έφτασε γρήγορα στην πλατεία Αινστάιν. Τριάντα μέτρα πριν από τους σηματοδότες, είδε το πράσινο φως να γίνεται πορτοκαλί. Το είδαν και όλοι όσοι βρίσκονταν γύρω απο την πλατεία. Δέκα μέτρα πριν τα φανάρια το πορτοκαλί έγινε κόκκινο. Οι πεζοί που περίμεναν να περάσουν απέναντι, κατέβηκαν από το πεζοδρόμιο και άρχισαν να διασχίζουν κάθετα το οδόστρωμα. Ο ευτυχισμενος επιβάτης του τετράτροχου θαύματος της τεχνολογίας, χαζεύοντας δεξιά και αριστερά, ούτε που κατάλαβε τι επρόκειτο να διαδραματιστεί.

    Όταν, μετά από μερικές ημέρες, ο Νταφ βγήκε από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, επιβιβάστηκε σε ταξί, για να μεταβεί στο σπίτι του, που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της πόλης. Λόγω του τραύματος στο κεφάλι του, οι πρόσφατες αναμνήσεις του ήταν λίγο μπερδεμένες. Σε όλη διάρκεια της διαδρομής παρακολουθούσε την κίνηση στους δρόμους και δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι κάτι είχε αλλάξει στην πόλη.  Λίγο πριν φτάσουν στο προορισμό τους, εντόπισε ποια ήταν αυτή η αλλαγή και τόλμησε να ρωτήσει τον οδηγό: “Για πες μου, σε παρακαλώ πολύ, γιατί δεν κυκλοφορούν κιούμπερτ στους δρόμους;”
    Εκείνος, έριξε μια απορημένη ματιά, μέσα από τον καθρέφτη, στον παράξενο επιβάτη του, και του εξήγησε με κάπως θυμωμένη φωνή: “Μα καλά, πού ζείτε κύριε; Δεν το μάθατε;  Από την ημέρα που, ένα από αυτά τα καταραμένα παραβίασε τον κόκκινο σηματοδότη στην πλατεία Αινστάιν, σκοτώνοντας πέντε πεζούς, συντρίβοντας ένα ρομπότ και τραυματίζοντας σοβαρά τον επιβάτη του, απαγορεύτηκε για πάντα η κυκλοφορία τους!”







ΕΠΟΥΡΑΝΙΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ

    Οι τελευταίοι άνθρωποι που αντίκρισε, πριν κλείσει οριστικά τα μάτια του, ήταν οι δύο θεράποντες γιατροί του. Άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι του νοσοκομείου, αφού δεν κατάφερε να αναρρώσει από την επάρατο ασθένεια, που τον είχε καταλάβει τον τελευταίο χρόνο. Σχεδόν αμέσως μετά, βρέθηκε σε ένα μεγάλο, καταπράσινο υπαίθριο μέρος, που ήταν γεμάτο με ανθρώπους ομοιόμορφα ντυμένους με γαλάζιες φορεσιές, που σεργιανούσαν αργά ανάμεσα στα φυτά. Υπέθεσε ότι είχε πάει στον Παράδεισο, αφού αυτή ήταν η επιθυμία του σε όλη τη διάρκεια της γήινης ζωής του, παραξενεύτηκε όμως που δεν είδε πουθενά αγγέλους. Αντί γι αυτούς, είδε μόνο μερικούς ανθρώπους να κυκλοφορούν ανάμεσα στους άλλους, φορώντας άσπρες μπλούζες!
    Μπερδεύτηκε! Αλλιώς περίμενε να τα βρει εκεί. Διαφορετικά τα φανταζόταν, αλλιώς του τα είχαν περιγράψει. Σταμάτησε έναν από αυτούς με τις άσπρες μπλούζες και τόλμησε να τον ρωτήσει: “Μπορείτε να μου πείτε που βρίσκομαι; Μόλις πέθανα και υπέθεσα ότι ήρθα στον Παράδεισο, εδώ όμως μοιάζει περισσότερο με υπαίθριο νοσοκομείο''.
    ''Σωστά κατάλαβες. Για την ακρίβεια, εδώ είναι το επουράνιο ψυχιατρείο, κι εμείς με τις κάτασπρες φορεσιές είμαστε ψυχίατροι! Όλοι οι πιστοί, μετά τον θάνατό τους, καταλήγουν εδώ, κι εμείς καταβάλουμε προσπάθειες να τους θεραπεύσουμε! Στη Γη, οι ποιμενάρχες σας τον τόπο αυτόν τον αποκαλούν Παράδεισο, γιατί αλλιώς κανένας σας δεν θα ήθελε να έρθει!

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Ο ΥΠΕΡΑΙΩΝΟΒΙΟΣ


.                                    Ο  ΥΠΕΡΑΙΩΝΟΒΙΟΣ

    Ο Υπερίων, ήταν ο πρώτος άνθρωπος της εποχής του, που δέχτηκε να πάρει το ελιξίριο της μακροζωίας. Είχε διαβάσει την ανακοίνωση του Ινστιτούτου Ευγονικής, που απευθυνόταν σε άτομα της ηλικίας του, και είχε προστρέξει, περισσότερο από περιέργεια, και λιγότερο από εγωιστική επιθυμία παράτασης της ζωής του. Τότε που συνέβησαν όλα αυτά, ήταν ήδη ογδόντα χρόνων.  Η γυναίκα του είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να τον αποτρέψει από μια τέτοια παράλογη, κατά τη γνώμη της, ενέργεια, εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτα. Το είχε δει σαν ένα παιχνίδι, σαν μια ευκαιρία να κάνει κάτι διαφορετικό στη ζωή του. Άλλωστε, δεν είχε και τίποτα να χάσει. Πόσα χρόνια του έμεναν ακόμα να ζήσει; Αν κατάφερνε και έδινε μια μικρή παράταση στον βίο του και καθυστερούσε όσο περισσότερο γινόταν τον ερχομό του θανάτου, θα του δινόταν η ευκαιρία να ζήσει μια πρωτόγνωρη εμπειρία και, ίσως, να μείνει και στην ιστορία.
    «Πω, πω, τι ματαιοδοξία είναι αυτή που σε διακατέχει;», του είχε πει η αγαπημένη του σύζυγος, εκείνος όμως προσποιήθηκε ότι δεν το είχε ακούσει.
     Ήθελε να της πει να πάνε μαζί για τον εμβολιασμό. Θα ήταν ό, τι καλύτερο, θα ήταν ευχής έργο να βάδιζαν μαζί σε αυτό το καινούριο άγνωστο μονοπάτι, ήξερε όμως ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Εκείνη ήταν φιλάσθενη, κι αυτό την απέκλειε αυτόματα από τέτοιου είδους πειράματα. Η βασική προϋπόθεση, όπως τον είχαν ενημερώσει  όταν ρώτησε για τους όρους συμμετοχής, ήταν η ακλόνητη υγεία του υποψηφίου. Ο ίδιος υποβλήθηκε στις σχετικές ιατρικές εξετάσεις και βρέθηκε απόλυτα υγιής. Οι δυο πρώτες προϋποθέσεις πληρούνταν στο έπακρο. Ήταν υγιής και είχε την απαιτούμενη ηλικία. Υπήρχε και τρίτος όρος για οριστική συμφωνία με το Ινστιτούτο, δυο-τρεις όμως υποψήφιοι που τον άκουσαν, την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, για να υπογράψουν τη συμφωνία και να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα, έπρεπε  να δεχτούν τη μείωση της σύνταξής τους, στο ένα τρίτο των υφισταμένων αποδοχών τους, και για όλο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα που θα βρίσκονταν στη ζωή.
    Ο Υπερίων θορυβήθηκε όταν το έμαθε και αμφιταλαντεύτηκε. Δυσκολεύτηκε πολύ στη λήψη της τελικής του απόφασης. Η περικοπή αυτή αποτελούσε μια πολύ μεγάλη θυσία για εκείνον, δεν μπορούσε όμως να ισχυριστεί ότι ήταν εντελώς παράλογη ή άδικη. Λαμβάνοντας το ελιξίριο, υπήρχε πιθανότητα να ζήσει πολλά χρόνια παραπάνω από τον μέσο όρο ζωής των ανθρώπων, οπότε ήταν λογικό να πληρώνεται με λιγότερα χρήματα. Αν, όπως του είχαν εξηγήσει, ο αριθμός όσων εμβολιάζονταν αυξανόταν με τον καιρό (κάτι που ήταν βέβαιο) το ασφαλιστικό τους ταμείο θα είχε πρόβλημα με την καταβολή των συντάξεων. Προς αποφυγή λοιπόν δυσάρεστων επιπτώσεων στα οικονομικά του ταμείου, έπαιρναν αυτό το προληπτικό μέτρο.
    Το δέχτηκε, αφού άλλωστε δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Του κακοφάνηκε που από χίλια οχτακόσια ευρώ θα έπεφτε στα εξακόσια, παρηγορήθηκε όμως στη σκέψη ότι η γυναίκα του έπαιρνε κι εκείνη άλλα χίλια το μήνα, οπότε θα μπορούσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς. Το ζόρισμα θα άρχιζε όταν εκείνη εγκατέλειπε τα εγκόσμια, κι εκείνος θα υποχρεωνόταν να ζήσει με την πενιχρή πλέον σύνταξή του. 
    Αμέσως μετά την πρώτη δόση του εμβολιασμού, ένιωσε λίγο δυσάρεστα. Δεν παραπονέθηκε. Του το είχαν πει ότι το ελιξίριο δημιουργούσε παρενέργειες. Το γνώριζε εκ των προτέρων, αυτό όμως δεν είχε επιδράσει ανασταλτικά στην απόφασή του να το δοκιμάσει. Το τίμημα της μακροζωίας ήταν ακριβό, αλλά θα το πλήρωνε. Προκειμένου να γνωρίσει εκείνη τη συγκλονιστική εμπειρία,  ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα, ακόμα και… να πεθάνει.
    Το έλεγε γελώντας στη συμβία του: «Έτσι κι αλλιώς τη ζωή μου την έζησα. Ας γίνω λοιπόν πειραματόζωο και, πού ξέρεις, μπορεί αντί να ζήσω περισσότερο, να πεθάνω και πιο γρήγορα. Ε, λοιπόν, και τι έγινε;»
    Την επόμενη δόση την πήρε μια βδομάδα αργότερα και την τελευταία θα την έπαιρνε δέκα μέρες μετά. Από εκεί και ύστερα, απλώς θα περίμενε τα αποτελέσματα. Εκείνη τη φορά οι παρενέργειες ήταν εντονότερες. Επί μια ολόκληρη μέρα έμεινε ξαπλωμένος, νιώθοντας έντονες ζαλάδες, κρυάδες, πόνους στο στομάχι και ανακατωσούρα. Την επόμενη μέρα τα συμπτώματα ήταν λιγότερο ενοχλητικά. Τη μεθεπόμενη, ο Υπερίων αισθανόταν θαυμάσια.
    Η δοκιμασία αυτή επαναλήφθηκε ακόμα μια φορά και κατόπιν όλα επανήλθαν σε ένα γνώριμο και ήσυχο καθημερινό ρυθμό. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν συνέβη τίποτα συνταρακτικό. Η ζωή συνεχίστηκε στο ίδιο μονότονο μοτίβο. Ένα γεγονός που έσπασε λίγο την ανία και σκόρπισε χαρά σε όλη την οικογένεια, ήταν η εισαγωγή του μεγαλύτερου εγγονού στο πανεπιστήμιο. Ο γιος του είχε τρία παιδιά, ένα αγόρι και δυο κορίτσια και η κόρη του ένα αγοράκι, μικρότερο από τα άλλα εγγονάκια του. Τα παιδιά αυτά ήταν ολόκληρη η ζωή τους. Τα έβλεπαν να μεγαλώνουν και καμάρωναν που ήταν υγιή και προόδευαν στα γράμματα.
    Πολύ καιρό ύστερα από τον τελευταίο εμβολιασμό, ο Υπερίων άρχισε να νιώθει μια ανεξήγητη ευεξία. Οι εξετάσεις στις οποίες υποβαλλόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, απέδειχναν ότι η υγεία του είχε θωρακιστεί. Είχε πάθει ανοσία και η κατάσταση αυτή, όπως του εξήγησαν οι επιστήμονες, ήταν αναμενόμενη. Μέρα με τη μέρα, αισθανόταν δυνατότερος. Διαπίστωνε ότι ξανάνιωνε.
    Την ευνοϊκή αυτή εξέλιξη την αμαύρωσε ο ξαφνικός χαμός της γυναίκας του. Ήταν τη μέρα που πήγαινε στην αγορά για τα ψώνια της εβδομάδας. Γύρισε σπίτι με τα χέρια γεμάτα και με τη διάθεσή του ανεβασμένη και βρήκε τη δύστυχη γυναίκα  πεσμένη ανάσκελα έξω από την πόρτα της κουζίνας. Αρχικά νόμισε ότι απλώς είχε λιποθυμήσει, όταν όμως έπιασε το σφυγμό της, κατάλαβε ότι η αγαπημένη του  γυναίκα είχε αφήσει την τελευταία της πνοή, μόνη και αβοήθητη. Εκείνη βέβαια είχε φύγει και είχε ησυχάσει, εκείνος όμως θα συνέχιζε να ζει μόνος, φτωχότερος και προβληματισμένος. Από πολύ πριν και αρκετά συχνά, αναρωτιόταν αν είχε πράξει σωστά που είχε αποφασίσει να ζήσει περισσότερο από τους άλλους. Τώρα που είχε μείνει ολομόναχος, είχε αρχίσει να το μετανιώνει.
    Εκείνο που τον στενοχώρησε περισσότερο ήταν το πρόβλημα της μοναξιάς. Από τη μια ξανάνιωνε σωματικά, κι από την άλλη φθειρόταν ψυχολογικά.  Την αρνητική αυτή κατάσταση προσπαθούσε να την καταπολεμήσει με τη γνωστή συνταγή της συνεχούς εξόδου από το σπίτι, κακά όμως τα ψέματα, όταν αργά το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι, τα συναισθήματά του μετατρέπονταν σε καταθλιπτικά. Με την πάροδο του χρόνου και με την ψυχολογική υποστήριξη των παιδιών του και των γιατρών που τον παρακολουθούσαν, κατόρθωσε να ορθοποδήσει και να ξεπεράσει κάπως το πρόβλημα αυτό.
    Περνώντας τα χρόνια, επιβεβαιωνόταν πανηγυρικά η επιτυχία του πειράματος. Εκτός από τον Υπερίωνα, άλλοι δεκαπέντε εθελοντές είχαν εμβολιαστεί με το ελιξίριο της νεότητας, και όλοι έχαιραν άκρας υγείας και μακροζωίας. Ορισμένοι από αυτούς είχαν ήδη περάσει την ηλικία των εκατό ετών και πολύ σύντομα ερχόταν και η σειρά του  Υπερίωνα να γιορτάσει έναν ολόκληρο αιώνα ζωής.
    Την ημέρα των γενεθλίων του, τα παιδιά του, του έκαναν πάρτι. Το γιόρτασαν με όλη τη μεγαλοπρέπεια που απαιτούσε η περίσταση. Σε όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο Υπερίων έδειχνε πως χαιρόταν και απολάμβανε το γεγονός, κατά βάθος όμως δεν ένιωθε και πολύ ευτυχής. Η απουσία της γυναίκας του ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Βλέποντας και τον εβδομηντάχρονο γιο του, ο οποίος έμοιαζε μεγαλύτερος από εκείνον, ένιωσε την ψυχή του να μαυρίζει. Οι άλλοι γερνούσαν, κι ένας-ένας με τη σειρά θα άρχιζαν να φεύγουν, ενώ εκείνος θα έμενε πίσω να παρακολουθεί την πένθιμη ακολουθία και να θλίβεται.
    Όταν κάποια στιγμή πριν από λίγο καιρό, ένας φίλος του με τον οποίον έπαιζαν μαζί σκάκι, του είχε πει ότι έπρεπε να ευχαριστεί το θεό για την τύχη του, εκείνος τον είχε κοιτάξει λοξά και του είχε απαντήσει: «Μα, τι λες τώρα, μωρέ Ντίνο; Για ποια τύχη μου μιλάς; Εσύ δηλαδή,  το θεωρείς τύχη, να μένεις ολομόναχος στη ζωή; Εξάλλου, ο θεός δεν μου έδωσε τίποτα. Εγώ το διάλεξα. Η επιλογή ήταν καθαρά δική μου και η επιτυχία της οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην επιστήμη. Άφησε λοιπόν κατά μέρος το θεό και δες τα πράγματα ρεαλιστικά».
    Ένα χρόνο αργότερα, όταν πληροφορήθηκε ότι η καρδιά του γιου του τον είχε προδώσει ξαφνικά και απροειδοποίητα, τότε ένιωσε να λυγίζει. Προσπάθησε να φανεί δυνατός και να το προσπεράσει όσο πιο ανώδυνα μπορούσε, όχι τόσο για τον ίδιον, αλλά για την οικογένεια του εκλιπόντος, η οποία θα χρειαζόταν ηθική συμπαράσταση. Από εκεί και ύστερα, η ζωή του συνεχίστηκε στο ίδιο μελαγχολικό μοτίβο, χωρίς πάντως ο οργανισμός του να παρουσιάζει σημάδια κόπωσης ή γήρανσης. Η ακλόνητη υγεία του τον βοήθησε να παραμείνει ενεργός και δραστήριος, κι αυτό φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο στους άλλους. Άλλωστε, η οικογένεια είχε μεγαλώσει σημαντικά και χρειαζόταν βοήθεια. Εκείνος λοιπόν ήταν αυτός που έτρεχε για όλους. Τους βοηθούσε στα ψώνια και κρατούσε τα δισέγγονα, όταν οι γονείς τους ήταν αναγκασμένοι να ασχοληθούν με κάτι άλλο. Αρκετά συχνά, συμμετείχε μέχρι και σε χειρωνακτικές εργασίες. Η προσφορά του ήταν πολύτιμη και όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Υπήρχαν χίλιοι-δυο λόγοι που τον καθιστούσαν απαραίτητο συμπλήρωμα στην παρέα μικρών και μεγάλων.
    Στα εκατόν είκοσι χρόνια του, όλοι οι φίλοι του και οι γνωστοί του είχαν πλέον ΄΄ταξιδέψει’’. Την ίδια περίοδο, πέθανε η κόρη του και ένα από τα εγγόνια του. Αυτή τη φορά, το ψυχολογικό πλήγμα που δέχτηκε ήταν πολύ βαρύ. Το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί, το επέτεινε και η ειδοποίηση που είχε λάβει από το ασφαλιστικό του ταμείο ότι, στο εξής, η σύνταξή του μειωνόταν στα διακόσια ευρώ. Από εκεί και μετά, η μελαγχολία άρχισε να τον επισκέπτεται συχνότερα. Αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε κάνει λάθος που είχε πάρει μέρος σε εκείνο το πείραμα, φαντάστηκε όμως ότι υπήρχε τρόπος να διορθώσει αυτό το λάθος. Πάντως, δεν ήθελε να πληγώσει τους υπόλοιπους συγγενείς του και να φανεί ότι ήταν αυτόχειρας, γι’ αυτό αποφάσισε να εκμυστηρευτεί τις σκέψεις του στους επιστήμονες που τον παρακολουθούσαν.
    Μια ωραία πρωία λοιπόν, επισκέφτηκε το ερευνητικό κέντρο όπου γίνονταν τα σχετικά πειράματα, παραξενεύτηκε όμως όταν το είδε ερμητικά κλειστό. Η τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί για τις προγραμματισμένες εξετάσεις του, ήταν πριν από έξι μήνες και το μέρος εκείνο τότε έσφυζε από ζωή. Είχαν αλλάξει βέβαια κάποια πρόσωπα, λόγω θανάτου των παλαιότερων επιστημόνων, μαθαίνοντάς το όμως του είχε φανεί φυσιολογικό και του είχε δώσει σημασία. Τώρα, ξαναφέρνοντας στο νου του εκείνη την είδηση, ένιωσε να τρομοκρατείται. Τι σύμβαινε τελικά; Γιατί οι άνθρωποι που είχαν ανακαλύψει το ελιξίριο της μακροζωίας, οι ίδιοι απέφευγαν να το δοκιμάσουν; Τι ήταν αυτό που τους κρατούσε μακριά από το δώρο της υγιούς και μακροχρόνιας διαβίωσης, από αυτό που όλοι οι άνθρωποι επιθυμούσαν;
    Και τότε κατάλαβε. Για ποιο δώρο μιλούσε; Η μακροζωία δεν ήταν ευχή, αλλά κατάρα. Τι νόημα είχε να ζεις εσύ και να πεθαίνουν οι άλλοι; Ευτυχία ήταν να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους να φεύγουν ένας-ένας; Η φυσιολογική εξέλιξη της ζωής ήταν ο θάνατος, όσο και αυτό ακουγόταν μακάβριο.
    Πλησίασε κοντά στην κεντρική είσοδο και διάβασε την ανακοίνωση που βρισκόταν τοιχοκολλημένη: ‘’Λόγω προβλημάτων χρηματοδότησης του ερευνητικού κέντρου, αλλά και λόγω της πίεσης των ασφαλιστικών ταμείων για σταμάτημα της χορήγησης εμβολίων, η διεύθυνση του ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΕΥΓΟΝΙΚΗΣ γνωστοποιεί στους εθελοντές του προγράμματος <<ΜΑΚΡΟΖΩΙΑ>> ότι αναστέλλονται οριστικά οι έρευνες και οι εξετάσεις.
    Έκανε μεταβολή και έσυρε με κόπο τα βήματά του προς την έξοδο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε εντελώς να καταρρέει ψυχολογικά. Ταυτόχρονα αισθάνθηκε και τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Η ζωντάνια και η ευεξία, που αισθανόταν όλα αυτά τα επιπλέον χρόνια, εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα λεπτό. Έφτασε με κόπο μέχρι το δημόσιο δρόμο, παραδόξως όμως ένιωσε να απαλλάσσεται από κάθε στενοχώρια. Συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει η ώρα της λύτρωσης, κι αυτό είχε λειτουργήσει κατασταλτικά σε κάθε είδους αρνητικές σκέψεις και διαθέσεις. Η ιδέα ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος για τη συνέχιση μιας κατάστασης, η οποία μόνον προβλήματα του δημιουργούσε, τον απάλλαξε από τις ενοχές του και τον βοήθησε να πάρει την οριστική του απόφαση. Θα εγκατέλειπε τον κόσμο, αλλά σκέφτηκε ότι, ακόμα και τότε, θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος στην κοινωνία. Υπήρχε τρόπος και θα τον έβαζε σύντομα σε εφαρμογή.
    Οι εναπομείναντες συγγενείς του, όταν παρέλαβαν ό, τι είχε απομείνει από τη σωρό του για να το αποτεφρώσουν, έλαβαν μαζί και μια ευχαριστήρια επιστολή.

    ‘’Ευχαριστούμε θερμά για τη δωρεά του σώματος του εκλιπόντος στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου μας για ερευνητικούς σκοπούς και σας ευχόμαστε να ζήσετε και να τον θυμάστε’’.
                 ΕΚ ΤΗΣ ΠΡΥΤΑΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ




                               @@@@@@@@@@@@@@@@@@


Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ

10-6-2015. Είναι Σάββατο απόγευμα και κινούμαστε αργά στην οδό Στροφυλίου στην Κηφισιά, έναν δρόμο ήπιας κυκλοφορίας, στον οποίον ο ήλιος είναι κρυμμένος πίσω από τα φυλλώματα των τεράστιων δέντρων, και τα χαμηλά κτήρια, μόλις που διακρίνονται πίσω από τους πανύψηλους μαντρότοιχους των αυλών. Φτάνουμε στον προορισμό μας, κοντά στο βόρειο άκρο της οδού και στεκόμαστε μαρμαρωμένοι μπροστά στο θέαμα που αντικρίζουμε. Το ''ησυχαστήριο'' των καθολικών καλογριών του ιδρύματος που δεξιώνεται τους νυν και πρώην εργαζομένους του, είναι ένα υπερπολυτελές μέγαρο, μέσα σε μια μεγάλη, λουλουδιασμένη αυλή.
Καταραμένη φτώχεια, πως τα καταφέρνεις και αγγίζεις μονάχα τους πιστούς του θεού, αλλά σχεδόν ποτέ τους εκπροσώπους του;

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ

Οι προφητείες αποτελούν μιαν εντέχνως ενορχηστρωμένη προσπάθεια διασποράς ψευδών ειδήσεων και προβλέψεων περί καταστροφών και άλλων δεινών που απειλούν τον άνθρωπο, με μοναδικό σκοπό την άγραν πελατών. Το πόσο αστήρικτες, ψευδείς και αφελείς είναι, το έχει αποδείξει επανειλλημένα η ιστορία, οι εκπρόσωποι όμως των θρησκειών εξακολουθούν να τις διαδίδουν, ελπίζοντας στην προσέλκυση περισσότερων πιστών. Η παταγώδης διάψευσή τους, ουδόλως έχει αποθαρρύνει τους ''θεόπνευστους'', ρασοφόρους, οι οποίοι συνεχίζουν να προφητεύουν τα μελλούμενα, βασιζόμενοι δήθεν στις αρχαίες γραφές. Οι σύγχρονοι ''άγιοι'', πιστοί στο πνεύμα των προγόνων τους περί προσηλυτισμού πιστών με κάθε τρόπο και μέσον, ενσπείρουν τον φόβο και τον τρόμο στο ποίμνιο, υποσχόμενοι παράλληλα την ουράνια σωτηρία, ευελπιστώντας στην αύξηση των εσόδων τους. Προφητεύουν την συντέλεια και την καταστροφή του κόσμου, ουδέποτε όμως προφήτευσαν τα θαυμαστά επιτεύγματα της ανθρώπινης διάνοιας και οι λόγοι ειναι προφανείς. Πρώτον, έπειδή δεν έχουν αποδεδειγμένα την ικανότητα της μαντείας και, δεύτερον, επειδή η κινδυνολογία πουλάει. Αφού λοιπόν τσαρλατάνοι υπάρχουν σε όλους τους χώρους, γιατί να μην υπάρχουν και στον χώρο της εκκλησίας; Η κοινωνία είναι γεμάτη κομπογιαννίτες, αστρολόγους, μάντεις, καφετζούδες και, οι επιχειρήσεις όλων αυτών των εμπόρων της ελπίδας, κάνουν χρυσές δουλειές. Είναι, βλέπετε, πολλοί οι συνάνθρωποί μας που αρέσκονται να ζουν με φαντασιώσεις, ψευδαισθήσεις,  χίμαιρες και φρούδες ελπίδες, κι αυτήν τους την επιθυμία την εκμεταλλεύνται διάφοροι επιτήδειοι και, φυσικά,  πάντοτε με το αζημίωτο. Επομένως το πρόβλημα δεν είναι οι ''έμποροι'', αλλά οι πελάτες. Αν δεν υπήρχαν οι δεύτεροι, δεν θα υπήρχαν και οι πρώτοι.     

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

ΤΑ ΒΛΑΒΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ


    Συζητώντας με μια γειτόνισσα, η οποία μόλις είχε επιστρέψει από την εκκλησία, την άκουσα να λέει: «Έκανα και σήμερα το χρέος μου προς το Θεό και δεν θα με στενοχωρούσε αν πέθαινα, ακόμα και τώρα! Είμαι βέβαιη ότι ο Κύριος θα με ανταμείψει και θα με στείλει στον παράδεισο!»
    «Δηλαδή», της αντιγύρισα, «εγώ που δεν πήγα στην εκκλησία, θα πάω στην κόλαση;»
    «Εσύ, βρε κολασμένε», μου απάντησε, γελώντας, «θα πας σίγουρα στην κόλαση».
    «Μα πώς θα γίνει αυτό;» άρχισα να τη βάζω με τρόπο στο τρυπάκι της αμφισβήτησης. «Αφού, αν με θάψουν, το σώμα μου θα λιώσει, κι αν με αποτεφρώσουν, θα γίνω στάχτη».
    «Μα δεν θα΄πάει το σώμα σου εκεί. Η ψυχή σου θα πάει».
    «Και θα βασανίζεται και θα υποφέρει, εκεί πέρα, έτσι δεν είναι, έτσι δεν λένε οι ρασοφόροι;»
    «Ακριβώς», μου αντιγύρισε με τη σιγουριά που διακρίνει όλους τους θρησκόληπτους.
    «Μα, να σε ρωτήσω κάτι», επέμεινα εγώ. «Η ψυχή είναι υλική ή άϋλη;»
    «Τι ρωτάς, βρε; Άϋλη είναι».
    «Ε, τότε πώς θα βασανίζεται; Τα άϋλα πράγματα έχουν αισθήσεις, έχουν όργανα, νιώθουν πόνο, πείνα, κ.λ.π.;»
    «Ε, τώρα κι εσύ», έδειξε να ενοχλείται. «Τι πραγματα είναι αυτά που ρωτάς; Αφού έτσι γράφουν τα ιερά μας βιβλία».
    Εκεί πλέον δεν άντεξα και έγινα λίγο επιθετικός: «Τα βλαβερά σας βιβλία, μάλλον θέλεις να πεις. Τα βιβλία που εγραψαν κάποιοι αγράμματοι, που αγνοούσαν φυσική, χημεία, βιολογία και έγραφαν  μεταφυσικές απιθανότητες και ιστορίες βγαλμένες μέσα από τη νοσηρή τους φαντασία!»
    «Κάνεις λάθος», επέμεινε εκείνη. «Τα ιερά βιβλία τα έγραψαν άνθρωποι φωτισμένοι από το άγιο πνεύμα».
    «Έτσι σας λένε οι παπάδες; Και πώς γίνεται αυτό  το ‘’άγιο’’ πνεύμα, που λες, να αγνοεί και να παραγνωρίζει βασικές αρχές των φυσικών φαινομένων και λειτουργιών, τη στιγμή που είναι το ίδιο (εννοώ ο θεός), που τις δημιούργησε;»
    «Δεν ξέρω τι λες εσύ», μου είπε κάπως νευριασμένη, «αλλά εγώ πιστεύω στη μεταθανάτια ζωή».
    «Ωραία, λοιπόν», της είπα τελειώνοντας, γιατί δεν είχε νόημα η συνέχιση της συζήτησης με έναν άνθρωπο που φορούσε παρωπίδες, «σου εύχομαι να ζήσεις ζωή χαρισάμενη στο μνήμα που θα σε φυτέψουν. Έτσι δεν λέει και το άσμα που τραγουδάτε την ανάσταση;»
   

Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Η ΧΗΡΑ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ


     Η Αρσινόη κόντευε τα πενήντα και ήταν χήρα από τα τριάντα της. Είχε χάσει τον άντρα της σε τροχαίο, αλλά δεν είχε ξαναπαντρευτεί. Οι λόγοι ήταν πολλοί, ο σπυδαιότερος όλων όμως ήταν ότι υπεραγαπούσε τον εκλιπόντα και δεν ήθελε να βάλει κάποιον άλλον στη θέση του. Εργαζόταν σε μια μεγάλη εταιρία και δεν είχε προλάβει να κάνει παιδιά. Σχολούσε αργά το απόγευμα και επέστρεφε στο σπίτι της κουρασμένη, κάτι που την απέτρεπε και από το να βγαίνει έξω με φίλες. Σπάνια και, κυρίως, καμιά Κυριακή, επισκεπτόταν τους γονείς, τους συγγενείς και τη μοναδική της φίλη την Μελίντα, κι αυτό ήταν όλο. Έτσι, λίγο με τη δουλειά, λίγο με το νοικοκυριό, περνούσε ο καιρός, κι ούτε που κατάλαβε πότε πέρασαν τα χρόνια. Της έλειπε βέβαια η σεξουαλική ικανοποίηση, προτιμούσε όμως να την βρίσκει μόνη της, παρά να την αναζητά αλλού.
    Ένα βράδυ, ύστερα από την παρακολούθηση μιας πολύωρης, ερεθιστικής ταινίας στην τηλεόραση, έπεσε για ύπνο. Στριφογύριζε στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα φλογερά φιλιά και οι αγκαλιές των πρωταγωνιστών, τριγυρνούσαν διαρκώς μέσα στο μυαλό της και της είχαν ανεβάσει τη λίμπιντο. Τελικά, κι εκείνο το βράδυ, πάλι με αυτοικανοποίηση θα την έβγαζε. Έβγαλε το νυχτικό της και άρχισε να χαιδεύεται σιγά-σιγά. Τη στιγμή που κόντευε να τελειώσει, άκουσε ένα θόρυβο. Τρόμαξε και σκεπάστηκε με το σεντόνι. Κάποιος είχε μπει μέσα στο σπίτι.  Πάγωσε ολόκληρη. Όλα τα περίμενε, αλλά και ότι θα έπεφτε θύμα διάρρηξης, δεν το είχε ποτέ φανταστεί.
    Ο άγνωστος εισβολέας ακουγόταν που έψαχνε στο σαλόνι και, κάποια στιγμή, μπήκε και στο υπνοδωμάτιο της Αρσινόης. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και δεν μπορούσε να δει ποιος βρισκόταν εκεί μέσα, όταν όμως τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, αντίκρισε μια γυναίκα να κοιμάται γυμνή στο κρεβάτι. Η Αρσινόη, αρχικά είχε σκεφτεί να ακολουθήσει την προτροπή της αστυνομίας και να παραστήσει την κοιμισμένη, όταν όμως θεώρησε ότι τέτοια ευκαιρία δεν θα της ξαναδινόταν, πέταξε από πάνω της το σεντόνι και περίμενε τον κλέφτη γυμνή.
    «Σιγά μην ακούσω αυτούς τους βλάκες και κάνω την κοιμισμένη», συλλογίστηκε. «Θα του την πέσω, κι ό, τι ήθελε ας γίνει».
    Έτσι κι έκανε. Μόλις κατάλαβε ότι ο άγνωστος άντρας είχε μπει μέσα, ανασαλεύτηκε, χασμουρήθηκε και ρώτησε με περισσή χάρη: «Ποιός είναι;»
    «Μην ανησυχείς», άκουσε μια βαθιά αντρική φωνή, να της λέει. «Ο Χαρίλαος είμαι και ήρθα να δω αν κοιμάσαι καλά»
    Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη και χάρισε στην Αρσινόη μία από τις ωραιότερες βραδιές της ζωής  της. Όταν τελείωσαν και ο Χαρίλαος αποχώρησε, εκείνη πήρε τηλέφωνο τη φίλη της την Μελίντα και της είπε: «Αν μπει διαρρήκτης στο απίτι σου και κάνεις αυτό που είπε η αστυνομία, να το ξέρεις ότι εσύ θα χάσεις. Αυτοί οι γελοίοι, όλο μαλακίες λένε».


Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

ΑΟΡΑΤΟΣ


 Διήγημα Ε.Φ. μεν, αλλά... διδακτικό!

   Ντύθηκε με τα καλύτερα ρούχα που διέθετε η γκαρνταρόμπα του, έβαλε και λίγη από την καλύτερη κολώνια του και, πηγαίνοντας προς την έξοδο του διαμερίσματός του, στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του χολ, για να αυτοθαυμαστεί! Σε λίγο θα συναντούσε το ωραιότερο θηλυκό του πλανήτη, κι έπρεπε να είναι τέλειος.
    Το σοκ που υπέστη ήταν πολύ μεγάλο. Κάτι δεν πήγαινε καλά και λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό. Κούνησε το κεφάλι του, άπλωσε τα χέρια του μπροστά, αλλά το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο. Απέναντί του βρισκόταν ο καθρέφτης, το είδωλό του όμως δεν φαινόταν μέσα του! Η πόρτα και το τραπεζάκι πίσω του, αντικατοπτρίζονταν θαυμάσια μέσα στον καθρέφτη, ο ίδιος όμως παρέμενε άφαντος!
    Τσιμπήθηκε για να βεβαιωθεί ότι ήταν ξύπνιος κι ότι δεν έβλεπε κάποιον εφιάλτη και αναρωτήθηκε με τρόμο, τι ακριβώς είχε συμβεί; Τι ήταν αυτό που εμπόδιζε το κάτοπτρο να τον εμφανίσει; Τι στο διάολο συνέβαινε; Αυτό ήταν από τα ανεξήγητα! Πανικοβλήθηκε, σάστισε και δεν ήξερε πως να αντιδράσει.
    Σκέφτηκε ότι μάλλον θα έχανε το ραντεβού με τη θεά και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Θα έχανε την ευκαιρία να ζευγαρώσει με ένα υπέροχο πλάσμα, κι αυτό τον τρομοκράτησε περισσότερο και από το απίθανο φαινόμενο του καθρέφτη. Έμεινε κοκκαλωμένος στην ίδια θέση για πάνω από πέντε λεπτά, ελπίζοντας ότι το άφαντο είδωλό του θα εμφανιζόταν ξανά. Ματαιος κόπος. Η καλαίσθητη σιλουέτα του Ρέντιακ δεν θα παρουσιαζόταν ποτέ ξανά μπροστά σε καθρέφτη. Τέντωσε το χέρι του για να κοιτάξει την ώρα στο ρολόι του και πάγωσε ολόκληρος. Δεν  είχε χέρι. Κοίταξε κάτω και είδε με τρόμο ότι ούτε πόδια είχε. Ο πανικός παραχώρησε τη θέση του στο άγχος. Τελικά, συμπέρανε ότι το πρόβλημα δεν ήταν του καθρέφτη, αλλά του ίδιου του εαυτού του. Για κάποιο λόγο, είχε γίνει αόρατος!
    Ε, αυτό πια ξεπερνούσε τα όρια. Σιγά, σιγά, άρχισε να συνειδητοποιεί τι συμβαίνει. Ο λόγος που είχε συμβεί αυτό το απίθανο γεγονός, είχε την εξήγησή του. Δεν ήταν λίγες οι φορές στο παρελθόν, που είχε ευχηθεί να γίνει αόρατος, για να αποφύγει κάποιες ανεπιθύμητες συναντήσεις με ορισμένους αντιπαθείς γειτονές του, ή για να περάσει πρώτος σε κάποια ουρά, χωρίς να γίνει αντιληπτός, ή για να ακολουθήσει κάποια γκόμενα, δεν φανταζόταν όμως ποτέ του ότι αυτό μπορούσε να γίνει στην πραγματικότητα, παρόλο που χρησιμοποιούσε μια τεχνική, που είχε διαβάσει στο διαδίκτυο. Να όμως που είχε συμβεί και το ερώτημα τώρα ήταν αν θα διορθωνόταν, αν θα επανερχόταν στην πρότερη φυσιολογική του κατάσταση.
    Λες να μείνω για πάντα αόρατος; Αναρωτήθηκε. Στην ιστοσελίδα που διάβασα το σχετικό σχόλιο, δεν είδα πουθενά να γράφει για αντίδοτο ή για επανεμφάνιση.
    Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και πήρε να πιει έναν χυμό. Κάθισε σε μια καρέκλα και, παραδόξως, το αρχικό ξάφνιασμά του και η υστερία που του είχε προκαλέσει η διαπίστωση ότι ήταν αόρατος, τον εγκατέλειψαν. Είδε το θέμα ρεαλιστικά και σκέφτηκε ότι, ακόμα και στην περίπτωση που δεν θα επανερχόταν σε ορατότητα, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη  νέα αυτή ιδιότητά του προς όφελός του. Ένας καινούριος και ίσως συναρπαστικός κόσμος ανοιγόταν ξαφνικά και ανέλπιστα μπροστά του! Και τι δεν θα έκανε, τώρα που δεν θα τον έβλεπε κανείς. Ό, τι είχε στερηθεί στη ζωή του, ό, τι δεν είχε καταφέρει να το απολαύσει, λόγω οικονομικών δυσκολιών και άλλων εμποδίων, είχε έρθει η ώρα να το γευθεί και να το αποκτήσει. Βάζοντας στην άκρη κάθε ηθικό δισταγμό, ένιωσε έτοιμος να κάνει αμέσως πράξη τις σκέψεις του!
    Θα ξεκινούσε από το μαγαζί που βρισκόταν απέναντι, το ενεχυροδανειστήριο του πιο αντιπαθητικού ανθρώπου της περιοχής. Βγήκε από το σπίτι, κοίταξε ολόγυρα και, μη βλέποντας κόσμο στο κατάστημα του Ευδίκου, του ανθρώπου που έπινε το αίμα των απελπισμένων συνανθρώπων του, προχώρησε προς τα εκεί και περίμενε υπομονετικά. Θα έμπαινε μέσα, μόνον αν έμπαινε και κάποιος άλλος, αφού η πόρτα ασφαλείας άνοιγε μόνον από μέσα, και κατόπιν εντολής του καταστηματάρχη.
    Δεν περίμενε πολύ. Δυο λεπτά αργότερα, μια ηλικιωμένη γυναίκα χτύπησε το κουδούνι, μίλησε με τον Ευδίκο και, αμέσως μετά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Ρέντιακ την ακολούθησε και μπήκε κι αυτός, λίγο πριν προλάβει να κλείσει η πόρτα. Περίμενε να δει τι θα έκανε ο Ευδίκος και, μόλις αυτός πήρε τη γυναίκα παράμερα, για να του δείξει τα χρυσαφικά που ήθελε να εκτιμήσει, πέρασε πίσω από τον πάγκο, άνοιξε αθόρυβα το συρτάρι του ταμείου και γέμισε τις τσέπες του με χαρτονομίσματα. Το ξανάκλεισε, τραβήχτηκε στην άκρη, κοντά στην πόρτα και, όταν μετά από λίγο εκείνη ξανάνοιξε για να περάσει ένας καινούριος πελάτης, βγήκε έξω.
    Τρίβοντας τα αόρατα χέρια του από χαρά, ένιωσε μιαν απίστευτη ευφορία. Τελικά, η ιδιότητα του αόρατου, θα τον έκανε τον πιο τυχερό, τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Η αμέσως επόμενη ενέργειά του ήταν να πάει στον κινηματογράφο. Στο ΣΙΝΕΑΝΤΖΕΛΙ παιζόταν η αγαπημένη του ταινία και δεν ήθελε να τη χάσει. Η είσοδός του εκεί αυτή τη φορά ήταν πανεύκολη. Μπήκε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα και κάθισε σε μια θέση στα πίσω-πίσω καθίσματα. Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, είδε ότι οι θεατές ήταν σχετικά λίγοι. Κάθισε αναπαυτικά, απόλαυσε την προβολή της ταινίας και, όταν τελείωσε βγήκε γρήγορα και πρώτος-πρώτος από την αίθουσα.
    Επόμενη ενέργειά του θα ήταν η κατάθεση των χρημάτων που είχε κλέψει. Εκεί κοντά βρισκόταν και η τράπεζά του και, αν και ήταν πια βράδυ, δεν θα είχε πρόβλημα, αφού θα τα κατέθετε μέσω του ΑΤΜ. Έφτασε στο φανάρι απέναντι από τη γωνία της τράπεζας και περίμενε να ανάψει πράσινο για να περάσει τη λεωφόρο. Εκείνη την ώρα η κίνηση ήταν πολύ περιορισμένη, αλλά δεν διακινδύνευε να διασχίσει κάθετα το δρόμο με κόκκινο. Όταν άναψε πράσινο, κατέβηκε από το πεζοδρόμιο, κρατώντας ανάμεσα στα χέρια του τα χρήματα, και άρχισε να περπατάει, πετώντας σχεδόν από τη χαρά του, που θα κατέθετε ένα τόσο μεγάλο ποσόν στο λογαριασμό του. Τα είχε μετρήσει, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος της προβολής. Σαράντα οκτώ χιλιάδες ευρώ, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν.
    Τον χαρακτηριστικό γδούπο από αυτοκίνητο που χτυπάει άνθρωπο, τον άκουσε ο μοναδικός διαβάτης που περπατούσε στο διπλανό πεζοδρόμιο. Εκείνος τότε  γύρισε και αντίκρισε, με μεγάλη του έκπληξη, δεκάδες χαρτονομίσματα να σκορπίζονται μπροστά από το παρμπρίζ του ημιφορτηγού, ο ασυνείδητος οδηγός του οποίου, μόλις είχε παραβιάσει τον ερυθρό σηματοδότη!


Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Ο ΠΑΝΙΒΛΑΚΑΣ ΚΑΙ Ο ''ΠΑΝΣΟΦΟΣ''


    ‘’Έχω μια απορία, Τιμόθεε! Γιατί, κάθε φορά που κερδίζεις στο παιχνίδι, σηκώνεις τα χέρια σου ψηλά και κοιτάζεις στον ουρανό;’’
    ‘’Μα, για να ευχαριστήσω το θεό!’’
    ‘’Α, μάλιστα. Πιστεύεις δηλαδή ότι, χωρίς τη βοήθειά του, δεν θα τα κατάφερνες;’’
    ‘’Ε, εντάξει. Σίγουρα έχω τις ικανότητες από τη φύση μου, για να κερδίζω τους αντιπάλους μου αλλά, και μια μικρή υποστήριξη από τον Πανάγαθο, την χρειάζομαι!’’
    ‘’Θεωρείς, δηλαδή, ότι το αόρατο αυτό ον, το οποίο επικαλείσαι, παρακολουθεί ό, τι κάνεις και συμμετέχει στις ενέργειές σου’’.
    ‘’Ασφαλώς! Γιατί, αμφιβάλλεις;’’
    ‘’Η αλήθεια είναι ότι διατηρώ μια μικρή αμφιβολία. Αυτό το υπέρτατο ον, λοιπόν, που αναφέρεις, στέκεται κάπου εκεί ψηλά και, μιας και δεν έχει τι άλλο να κάνει, παρακολουθεί τον πιστό φίλο του Τιμόθεο και τον βοηθά να ανταπεξέρχεται επιτυχώς με ό, τι αυτός καταπιάνεται. Και δεν μου λες κάτι; Τα υπόλοιπα επτά δισεκατομμύρια των ανθρώπων που κατοικούν στον πλανήτη, τα αγνοεί; Για τα χιλιάδες παιδάκια, που πεθαίνουν από την πείνα στην Αφρική και για τα εκατοντάδες άλλα που σκοτώνονται από τις βόμβες στη Συρία, δεν δίνει δεκάρα; Δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, αδιαφορεί για όλους τους άλλους και ασχολείται μόνο μαζί σου; Αν νομίζεις ότι είναι έτσι, τότε μάλλον κάποιο από τα τρία αυτά πράγματα πρέπει να συμβαίνει! Ή ο θεός δεν είναι Πάνσοφος και Πανάγαθος, ή εσύ είσαι πανηλίθιος ή, απλώς, αυτός ο τύπος δεν υπάρχει! Διάλεξε και πάρε!


Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Ο ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΠΡΟΞΕΝΗΤΗΣ


Διήγημα Ε.Φ.

    Της Αλίνας της άρεσε πολύ όταν έμαθε ότι η ανιψιά της η Κλεοπάτρα είχε βρει τον τέλειο σύντροφο. Οι δυο προηγούμενες σχέσεις της νεαρής κοπέλας είχαν αποδειχτεί φούσκες. Οι άντρες εκείνοι ήταν κενοί, άξεστοι και απαίδευτοι, σε αντίθεση με τον τελευταίο που ήταν ένα θαυμάσιο, εμφανίσιμο, ευγενικό, ευχάριστο και χαμογελαστό άτομο, όπως την είχε πληροφορήσει η μητέρα της ανιψιάς της. Εκείνη, γυναίκα από χωριό και χήρα τα τρία τελευταία χρόνια, αν και αναζητούσε και η ίδια έναν άντρα με αυτά τα χαρακτηριστικά, δυσκολευόταν να τον βρει. Οι επιλογές στον τόπο που ζούσε ήταν περιορισμένες, γι’ αυτό και, όταν πληροφορήθηκε από την αδελφή της στην Αθήνα τα ευχάριστα νέα για την κόρη εκείνης, αποφάσισε να έρθει στην πρωτεύουσα, αφ’ ενός μεν για να συγχαρεί τους αγαπημένους της συγγενείς, αφ’ ετέρου δε για να ψάξει και η ίδια για έναν καινούριο σύντροφο, γιατί δεν άντεχε άλλο την μοναξά.
    Έφτασε μεσημέρι στα πρακτορεία της λεωφόρου Κηφισού, όπου εκεί την περίμενε η ίδια η ανιψιά της. Είχαν πάνω από ένα χρόνο να ειδωθούν και η ευτυχία  και των δύο από αυτό το αντάμωμα ήταν αδύνατο να περιγραφεί. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά και γενικά έκαναν σαν μικρά παιδιά από τη χαρά τους. Στη συνέχεια μπήκαν στο αυτοκίνητο της Κλεοπάτρας και ξεκίνησαν για το σπίτι της στο Γαλάτσι. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής η θεία Αλίνα βομβάρδισε την ανιψιά της με ένα σωρό ερωτήσεις, που σχετίζονταν με την καινούρια σχέση της νέας. Τότε ήταν που έμαθε για τον ηλεκτρονικό προξενητή. Αυτό ήταν κάτι που δεν το γνώριζε, όχι μόνον επειδή ζούσε σε χωριό, αλλά κι επειδή η σχέση της με το διαδίκτυο και τους υπολογιστές ήταν ανύπαρκτη. Εκτός αυτού, η μόρφωσή της ήταν πολύ χαμηλού επιπέδου, ενώ και τα ενδιαφέροντάς της περιορίζονταν στις αγροτικές ασχολίες και το νοικοκυριό.
    ‘’Και τι ακριβώς κάνει αυτός ο ηλεκτρονικός προξενητής, κορίτσι μου;’’ Ρώτησε την Κλεοπάτρα, με το ενδιαφέρον της κεντρισμένο στο έπακρον.
    ‘’Είναι ό, τι πιο χρήσιμο και ασφαλές υπάρχει στον τομέα της αναζήτησης συντρόφου΄΄, της εξήγησε εκείνη. ‘’Δίνεις τα δικά σου στοιχεία, μαζί με μια φωτογραφία, στο σάιτ του προξενητή, δηλαδή ηλικία, απασχόληση, ενδιαφέροντα, ιδεολογία, τόπο διαμονής και ό, τι άλλο νομίζεις, συμπληρώνοντας παράλληλα και όλα αυτά που ζητάς να έχει ο σύντροφος που αναζητάς. Λίγη ώρα αργότερα έχεις το προφίλ του. Σε πληροφορώ, λοιπόν, θεία μου, ότι από τότε που εφευρέθηκε αυτή η μέθοδος δημιουργίας σχέσεων, τα διαζύγια των παντρεμένων και οι χωρισμοί γενικά των ζευγαριών έχουν μειωθεί κατά ογδόντα τοις εκατό’’.
    ‘’Τι μου λές;’’ ‘εκανε αντυπωσιασμένη η Αλίνα, ενώ μια σκέψη πέρασε ταυτόχρονα από το μυαλό της. Να λοιπόν πως θα εύρισκε τον άντρα που αναζητούσε. Θα ζητούσε από την Κλεοπάτρα να της δείξει πως να χειριστεί τον υπολογιστή, θα έμπαινε στον προξενητή και θα γνώριζε εύκολα, γρήγορα και οριστικά τον νέο σύντροφό της.
    Το σχέδιό της το έβαλε σε εφαρμογή από την επόμενη κιόλας μέρα της άφιξής της στην πρωτεύουσα. Το συζήτησε και με την αδελφή της, κι  εκείνη φυσικά δεν είχε την παραμικρή αντίρρηση να δει την μικρή αδελφή της ζευγαρωμένη. Η Αλίνα ήταν νέα. Δεν είχε πατήσει ακόμα τα πενήντα και θα ήταν κρίμα να περνούσε την υπόλοιπη ζωή της μέσα στη μοναξιά. Έτσι, η θεία από το χωριό κάθισε μπροστά στον υπολογιστή και, με την καθοδήγηση της Κλεοπάτρας, μπήκε στον προξενητή, συμπλήρωσε τα στοιχεία που χρειάζονταν, παραλείποντας μόνο τη φωτογραφία, επειδή δεν είχε κάποια μαζί της. Έγραψε και πώς ακριβώς θα ήθελε να είναι ο σύντροφός της και, μετά από μισή ώρα αναμονής, πήρε την απάντηση ότι το κατάλληλο πρόσωπο είχε βρεθεί. Τα στοιχεία για το νέο ταίρι της ήταν ενθαρρυντικά. Το μόνο που έλειπε ήταν η φωτογραφία, αλλά αυτό συνέβαινε επειδή και η ίδια δεν είχε αναρτήσει φωτογραφία, αυτό όμως δεν την απασχόλησε ιδιαίτερα. Ήταν βέβαιη ότι το νέο της αγόρι θα ήταν εμφανίσημο, αφού αυτό ήταν κάτι που το είχε ζητήσει κατά τη διάρκεια της καταγραφής των στοιχείων.
    Η χαρά της ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Επιτέλους, ύστερα από τρία ολόκληρα χρόνια μοναξιάς και αγαμίας, θα συζούσε με κάποιον άντρα. Όταν μάλιστα είδε στην απάντηση του προξενητή ότι, το νέο ταίρι της, θα την επισκεπτόταν σύντομα στη προσωρινή διεύθυνση που είχε δηλώσει, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Το ανακοίνωσε στις δυο γυναίκες του σπιτιού, που περίμεναν στο διπλανό δωμάτιο, κι εκείνες την αγκάλιασαν     με θέρμη και κάθισαν και οι τρεις στον καναπέ, αναμένοντας με αγωνία να αντικρίσουν το καινούριο πρόσωπο.
    Όταν, μετά από λίγο, χτύπησε το κουδούνι, η Αλίνα έτρεξε αμέσως πρώτη και με μεγάλη λαχτάρα να υποδεχτεί το νέο της αμόρε. Άνοιξε την πόρτα και, αντικρίζοντας ένα τεραστίων διαστάσεων ρομπότ να στέκεται απέναντί της, αντί για τον εμφανίσημο άντρα που περίμενε, δεν άντεξε σε αυτήν την απρόσμενη έκπληξη, κι έπεσε λιπόθυμη στο πάτωμα.
        Το σοκ ήταν μεγάλο και για τις άλλες δυο γυναίκες. Έτρεξαν αμέσως επάνω από τη λιπόθυμη Αλίνα και προσπάθησαν να την συνεφέρουν, κλείνοντας ταυτόχρονα την πόρτα στα μούτρα του ανεπιθύμητου μεταλλικού επισκέπτη τους. Τα ερωτήματα ήταν πολλά και μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορούσαν να την φανταστούν και να την εξηγήσουν.
    Τι ήταν αυτό που υποχρέωσε τον ηλεκτρονικό προξενητή να κάνει ένα τόσο χοντρό λάθος και να στείλει ρομπότ, αντί για άντρα; Κάτι παρόμοιο δεν είχε συμβεί ποτέ κατά τη διάρκεια της πενταετούς λειτουργίας του. Ο προξενητής θεωρούνταν από όλους ανεξαίρετα εντελώς αλάνθαστος.
    Όταν τελικά η Αλίνα συνήλθε εντελώς, ξέσπασε σε λυγμούς και ήταν απαρηγόρητη. Η αδελφή της την άφησε να ξεθυμάνει, αλλά η Κλεοπάτρα ανυπομονούσε να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί και είχε δημιουργηθεί ένα τόσο απίθανο, ένα τόσο τραγικό λάθος. Άφησε λοιπόν τις δυο αδελφές στον πόνο τους κι έτρεξε μέσα στον υπολογιστή. Προηγουμένως, όταν η θεία της είχε ολοκληρώσει την καταχώρησή της, εκείνη δεν ήταν παρούσα. Της είχε δείξει πως να κλείσει την αίτησή της και να περιμένει την απάντηση, αλλά δεν γνώριζε τι ακριβώς είχε γράψει η Αλίνα στο τέλος.
    Μπήκε λοιπόν στο σάιτ του προξενητή και άρχισε να διαβάζει την καταχώρηση της δύσμοιρης Αλίνας. Όταν έφτασε στην τελευταία φράση του κειμένου, και ιδιαίτερα στην τελευταία λέξη, κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό.
    ‘’...ο σύντροφος μου θέλω να είναι εξαιρετικά ανδροειδής’’, έγραφε η καημένη, η ανήξερη Αλίνα!