Σελίδες

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΠΤΩΧΟΚΟΜΕΙΟ

    «Μήπως έμαθες τι έχει σήμερα το μενού;»
    Ο Αγαθοκλής γύρισε και κοίταξε τη συμβία του με δολοφονικό βλέμμα. Δεν του έφτανε η εξαθλίωση της ζωής του, η υποβάθμιση της προσωπικότητάς του και το χάσιμο της αξιοπρέπειάς του, έπρεπε να ανέχεται και τις ηλίθιες ερωτήσεις της Σαμάνθας. \
    «Αστακομακαρονάδα», της απάντησε σκωπτικά, κοιτάζοντάς την με μισόκλειστα μάτια. «Τι ρωτάς, κορίτσι μου; Ξέρεις να έχει αλλάξει κάτι στο συσσίτιό μας, εδώ και δυο εβδομάδες;»
    «Όχι, αλλά το ρώτησα, επειδή έχει μειωθεί ο αριθμός των τροφίμων του ιδρύματος, και έλπισα μήπως βελτιώσουν λίγο το φαγητό που μας σερβίρουν».
    Το ύφος του Αγαθοκλή άλλαξε μονομιάς. Η σκέψη της συζύγου του τον προβλημάτισε. Η αλήθεια ήταν ότι αυτό, εκείνος δεν το είχε σκεφτεί. Όταν έγιναν δεκτοί στο ίδρυμα, έξι ολόκληρους μήνες πριν, ο αριθμός των τροφίμων άγγιζε τους πεντακόσιους και τώρα δεν ξεπερνούσε τους τετρακόσιους. Τι πιο λογικό λοιπόν, με τόσο λιγότερα στόματα να ταίσουν, να φροντίσουν να αναβαθμίσουν λίγο το μενού;
    «Σε αυτό δεν έχεις άδικο», αναγκάστηκε να συμφωνήσει μαζί της. «Λίγο καλύτερο φαγητό, θα μπορούσαν να μας το προσφέρουν. Μας έχουν ταράξει στο λαπά».
    Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε έξω από το δωμάτιο. «Έλα, πάμε στην τραπεζαρία. Μπορεί σήμερα να μας έχουν φτιάξει παστίτσιο ή μουσακά».
    Η Σαμάνθα χαμογέλασε πικραμένα και τον ακολούθησε με κουρασμένα βήματα. Τον τελευταίο καιρό, ένιωθε πολύ κουρασμένη. Αν και δεν έκανε κάτι κουραστικό, εντούτοις ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Αυτό δεν το είχε αποκαλύψει στον Αγαθοκλή, κάποτε όμως έπρεπε να του το πει. Ίσως χρειαζόταν να πάρει κάποιο φάρμακο, για την τόνωση του οργανισμού της. Ίσως έπασχε από κάτι, και δεν το γνώριζε. Μόλις μια εβδομάδα πριν, η φίλη της Αριστέα είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια και η αιτία του θανάτου της, όπως είχε ανακοινώσει η διεύθυνση του ιδρύματος, ήταν έμφραγμα του μυοκαρδίου, κάτι που την είχε παραξενέψει, αφού γνώριζε ότι η Αριστέα δεν είχε πρόβλημα καρδιάς.
    Στο διάδρομο συνάντησαν τον Κυριάκο. Όλοι οι τρόφιμοι κατευθύνονταν στην τραπεζαρία, κι εκείνος βάδιζε αντίθετα. «Πού πας, ρε Κυριάκο;» τον ρώτησε ο Αγαθοκλής, πιάνοντάς τον από το μπράτσο. «Δεν θα φας;»
    Ο Κυριάκος γύρισε και τον κοίταξε με αδιαφορία. «Με έχεις δει πολλές φορές να τρώω, εδώ μέσα;» τον ρώτησε παγερά.
    Ο Αγαθοκλής δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Η αλήθεια ήταν ότι αυτό, που μόλις είχε ακούσει, δεν το είχε προσέξει ιδιαίτερα, Μέσα σε τόσο κόσμο που μαζευόταν στην τραπεζαρία, κάτι τέτοιο του είχε διαφύγει.
    «Σοβαρά μιλάς τώρα;» περιορίστηκε να απαντήσει. «Και πού τρως;»
    «Έξω. Παίρνω κανένα σάντουιτς, καμιά τυρόπιτα, οτιδήποτε τέλος πάντων, που δεν παρασκευάζεται εδώ μέσα».
    «Και δεν πεινάς;»
    Ο Κυριάκος τους τράβηξε στο πλάι και άρχισε να τους λέει χαμηλόφωνα: «Μα καλά, δεν έχετε καταλάβει τίποτα;» τους ρώτησε. «Δεν σας έχει κινήσει την περιέργεια, δεν σας έχει προβληματίσει η συνεχιζόμενη μείωση του πληθυσμού; Το 2090 ο πλανήτης αριθμούσε 13.800.000.000 κατοίκους και σήμερα, πέντε μόλις χρόνια μετά, αριθμεί 13.350.000.000, δηλαδή 450.000.000 λιγότερους»
    «Τι θέλεις να πεις;», τον ρώτησε ο Αγαθοκλής, που είχαν αρχίσει να τον ζώνουν τα φίδια.
    «Ρωτάς τι θέλω να πω; Δεν το καταλαβαίνεις; Εδώ μέσα, για παράδειγμα, τόσοι και τόσοι πεθαίνουν καθημερινά. Το θεωρείς φυσιολογικό; Μας δηλητηριάζουν, φίλοι μου, μας δηλητηριάζουν».
    «Μήπως υπερβάλλεις; Κι εντάξει εδώ μέσα. Αυτοί όλοι που πεθαίνουν εκεί έξω, πώς το παθαίνουν;»
    «Οι μισοί κάτοικοι της Γης τρώνε στα συσσίτια. Οι φιλάνθρωποι που ανέλαβαν να σιτίσουν τα δις των πεινασμένων, δεν το έκαναν για να μας σώσουν, αλλά για να μας στείλουν μια ώρα αρχύτερα. Και ο πιο ανώδυνος, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος, για να το πετύχουν, είναι η σταδιακή και μεθοδευμένη δηλητηρίαση του πλεονάζοντος πληθυσμού».
    Ο Αγαθοκλής πήγε κάτι να πει, αλλά δεν πρόλαβε. Η Σαμάνθα, η αγαπημένη του σύζυγος, σωριάστηκε στο δάπεδο, και ο γιατρός, που κατέφτασε σχεδόν αμέσως, απλά διαπίστωσε ότι η άτυχη γυναίκα είχε εκπνεύσει!