Σελίδες

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

ΓΚΟΥΑΛΑΓΚ

Ένα μικρό διήγημα από το λυκαυγές της ανθρώπινης ύπαρξης.


   Ξύπνησε, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει το γιατί, αλλά αισθανόταν ότι κάτι την είχε αναγκάσει να το κάνει. Ανακάθισε στο αχυρένιο στρώμα της και προσπάθησε να αφουγκραστεί το περιβάλλον έξω από τη σπηλιά. Στην αρχή δεν άκουγε τίποτα, σιγά-σιγά όμως, ένας ανεπαίσθητος θόρυβος άρχισε να φτάνει στα αυτιά της. Τα τέντωσε όσο καλύτερα μπορούσε, βεβαιώθηκε ότι δεν επρόκειτο για κάποιο ζώο, και αποφάσισε να βγει έξω, για να λύσει το μυστήριο. Έπιασε στα χέρια της το ρόπαλο του συντρόφου της, γιατί δεν διανοείτο να βγει έξω άοπλη, παραμέρισε την πέτρα που έφραζε την είσοδο της σπηλιάς και ξεμύτισε με προσοχή. Κοίταξε ολόγυρα με προσοχή και, διαπιστώνοντας ότι δεν κινδύνευε, βγήκε τελικά έξω.
    Το αχνό, γαλάζιο φως πίσω από τα δέντρα, έγινε αμέσως αντιληπτό από τα υπέροχα, πράσινα μάτια της. Παραξενεύτηκε, γιατί ήταν κάτι που δεν το είχε ξαναδεί, και αναρωτήθηκε ποια μπορούσε να ήταν η πηγή του. Ήταν βέβαιη ότι, ο ανεπαίσθητος θόρυβος που έφτανε στα αυτιά της, προερχόταν από το ίδιο σημείο που εκπεμπόταν και το φως. Ήθελε να πάει κοντά, η περιέργεια της τριβέλιζε την ψυχή, αλλά δίσταζε. Δεν γνώριζε τι θα συναντούσε και, κατά βάθος, φοβόταν και λιγάκι. Έμεινε για λίγο ακίνητη κοντά στη σπηλιά και, τελικά, αποφάσισε να το διακινδυνεύσει και να πλησιάσει στο επίμαχο σημείο. Με όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή, έφτασε κοντά στο δασάκι, δεν μπορούσε όμως να διακρίνει το παραμικρό ανάμεσα από το πυκνό φύλλωμα των δέντρων. Αποφάσισε να πλησιάσει ακόμα περισσότερο. Χώθηκε μέσα στο δάσος και πλησίασε κοντά στο απόκοσμο εκείνο φως. Και τότε τους είδε. Τρεις ήταν, αλλά μικροσκοπικοί και με αλλόκοτα, φωσφορίζοντα  σώματα. Το φως έβγαινε από ένα παράξενο στρογγυλό αντικείμενο, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί.
    Κατάλαβε ότι την αντιλήφθηκαν αλλά. παραδόξως, δεν φοβήθηκε καθόλου. Τα όντα εκείνα απέπνεαν μια ηρεμία, μια φιλικότητα. Απλώς, μόλις αντίκρισαν την Αννουάν, μπήκαν αμέσως μέσα σε εκείνο το κατασκεύασμα και, πριν εκείνη καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε, το σκάφος, κάνοντας έναν οξύ θορυβο, ανυψώθηκε και εξαφανίστηκε ψηλά στον ουρανό με αστραπιαία ταχύτητα.
    Έμεινε ακίνητη, με χίλιες δυο απορίες φυτεμένες μέσα στο μυαλό της. Ποιοι ήταν αυτοί και τι ζητούσαν εκεί πέρα; Από πού είχαν έρθει; Γιατί είχαν εξαφανιστεί;
    «Τι κάνεις μόνη σου μέσα στη νύχτα;» Η φωνή του μάγου Λαφαζάν, την ξάφνιασε περισσότερο από τους τρεις ξένους. Δεν τον είχε αντιληφθεί και, μόλις άκουσε τη χαρακτηριστική φωνή του, στράφηκε να τον δει.
    «Είδα ένα παράξενο φως και ήρθα να δω τι είναι», προσπάθησε να απολογηθεί.
    «Και δεν φοβήθηκες τους δαίμονες;»
    Άλλο πάλι και τούτο, συλλογίστηκε η Αννουάν. Για ποιους δαίμονες μιλάει;
    «Δεν ήταν δαίμονες», είπε με φωνή που δεν επιδεχόταν αντίρρηση.
    «Μπα; Ώστε έτσι, ε;» την ειρωνεύτηκε ο μάγος. «Και πού ξέρεις εσύ πως είναι οι δαίμονες; Αμφισβητείς τη γνώση του μάγου της φυλής;»
    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Αννουάν κατάλαβε ότι, εκείνος ο παντογνώστης μάγος, δεν ήξερε τι του γινόταν. Όλα όσα τους έλεγε για θεούς και δαίμονες, πιθανόν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από φαντασιώσεις. Ούτε εκείνη, βέβαια, γνώριζε ποιοι ήταν εκείνοι οι απρόσκλητοι επισκέπτες, σίγουρα όμως δεν έμοιαζαν με δαίμονες, κι ούτε συμπεριφέρθηκαν με τον άγριο και απάνθρωπο τρόπο, που τους προειδοποιούσε διαρκώς ο μάγος.
    «Ήταν δαίμονες», συνέχισε ο μάγος, «και είσαι τυχερή που εμφανίστηκα εγώ, αλλιώς θα σε είχαν εξοντώσει».
    Η Αννουάν ετοιμάστηκε να διαφωνήσει και πάλι μαζί του, όταν είδε ένα άγριο Γκουάλαγκ να εμφανίζεται πίσω ακριβώς από τον μάγο Λαφαζάν. Ανασήκωσε ενστικτωδώς το ρόπαλο και πήρε αμυντική στάση, αλλά δεν ενημέρωσε τον μάγο για τον κίνδυνο που διέτρεχε. Της δινόταν, εντελώς ξαφνικά και αναπάντεχα, η ευκαιρία να διαπιστώσει τις ικανότητες του. Αυτός, ο μεγάλος Λαφαζάν, με τις υπερφυσικές δυνάμεις, που μιλούσε, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, με τους θεούς, θα μπορούσε θαυμάσια να έχει αντιληφθεί την παρουσία του επικίνδυνου εκείνου θηρίου και να έχει πάρει τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης, αλλά μάλλον δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ακόμα και η αλλαγή στάσης της Αννουάν, ουδόλως τον είχε προβληματίσει.
    Η Αννουάν έκανε μερικά βήματα στο πλάι και, τη στιγμή που το Γκουάλαγκ ορμούσε πάνω στον μάγο για να τον κατασπαράξει, έτρεξε γρήγορα και χώθηκε μέσα στην ασφάλεια της σπηλιάς της, νιώθοντας δικαιωμένη που είχε αμφισβητήσει τις γνώσεις και τις ικανότητες του μάγου και χωρίς να νιώθει τύψεις για το τραγικό τέλος του. Στο εξής, ήταν βέβαιη γι’ αυτό, δεν επρόκειτο να ξαναπιστέψει κανέναν τσαρλατάνο, αν οι ισχυρισμοί του δεν επιβεβαιώνονταν με στοιχεία και αποδείξεις.