Σελίδες

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ

 Μια αληθινή ιστοριούλα, γραμμένη από τον ΣΤΕΛΙΟ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟ, που συμπεριελήφθη στη συλλογή ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ.


Ο Λάμπης είχε ένα μόνιμο καημό που τον βάραινε όλο και περισσότερο. Αφότου πέθανε η αγαπημένη μητέρα του, εδώ και 5-6 χρόνια, δεν ξαναπήγε στον τάφο της, έτσι τυπικά, όπως πάνε όλοι στον τάφο των γονέων. Ο λόγος ήταν απλός και ανθρώπινος: δεν άντεχε την ατμόσφαιρα του νεκροταφείου, τον ενοχλούσαν οι παπάδες, οι ψαλμωδίες και οι καπνοί από το λιβάνι· πες παιδικό απωθημένο, πες ενδόμυχος φόβος για το θάνατο και τα συναφή…
Έπρεπε όμως κάποτε να ξεπεράσει τις αναστολές του και να πάει με κάποια αφορμή στον τάφο, να αποθέσει λίγα λουλούδια, να σταυροκοπηθεί στη μνήμη τους και ό,τι συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις·τον πίεζε η σύζυγος, τον πίεζε και η αδελφή του. «Μας μεγάλωσαν τόσο καλά οι γονείς μας, μας άφησαν περιουσία, ούτε ένα λουλούδι να μην τους πάμε;», έλεγε η αδελφή που δεν ήθελε να πάει μόνη… 
Δίκιο είχαν και κάποια μέρα το αποφάσισε ο Λάμπης! Μεγάλη Παρασκευή ήταν και όλοι πήγαιναν να επισκεφτούν τους τάφους των συγγενών και φίλων. Θα έχει και κόσμο,  σκέφτηκε, δεν θα είμαστε μόνοι εκεί.
Στο νεκροταφείο που βρίσκονταν οι παππούδες, θείοι και οι γονείς του Λάμπη είχε η οικογένεια εδώ και πολλές δεκαετίες ιδιόκτητο τάφο, σαν μικρό πύργο ντυμένο με λευκά μάρμαρα. «Οίκος οικογένειας Κ.» έγραφε απ’ έξω και έμπαινες στο εσωτερικό του από ένα σιδερένιο πορτάκι, όπου ο μικρός διάδρομος είχε δεξιά κι αριστερά από τρία «ράφια», στα οποία είχαν τοποθετηθεί τα φέρετρα των μακαριτών. Κάπου στο βάθος υπήρχε και ένα οστεοφυλάκιο.
Πήγαν λοιπόν ο Λάμπης με την αδελφή του, με επίσημα σκούρα ρούχα, λευκά λουλούδια στα χέρια ο Λάμπης, η αδελφή με ένα λιβανιστήρι, λιβάνια, καρβουνάκια κ.λπ. στο χέρι. Καθάρισαν πρόχειρα το χώρο, άναψε η αδελφή τα λιβάνια και κοίταξε δεξιά-αριστερά να βρει κάποιον παπά, να ψάλλει ένα τρισάγιο. Περιέργως όμως δεν υπήρχε κόσμος εκείνη τη μέρα στο νεκροταφείο και παπάς δεν φαινόταν πουθενά.
Λέει η αδελφή, θα πεταχτώ μέχρι τα γραφεία να βρω έναν παπά, περίμενε εσύ εδώ, μην μας πάρουν το λιβανιστήρι. Τι να κάνει, περίμενε ο Λάμπης και άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά.
Κάπου εκεί, άρχισε να ψιχαλίζει και η αδελφή αργούσε. Απρίλιος μήνας ήταν, ο καιρός ευμετάβλητος, οπότε δεν ήταν παράξενο να ρίξει καμιά ψιχάλα. Όμως οι ψιχάλες μεγάλωσαν και έγιναν σταγόνες. Σε λίγο μιλούσες για κανονική βροχή. Ο Λάμπης άρχισε να μουσκεύει και σκέφτηκε να μπει μέσα στο στεγασμένο μνήμα, μαζί με τα σύνεργα που είχε αφήσει η αδελφή του.
Μπαίνει μέσα και άρχισε να κοιτάζει κλεφτά από τη μισάνοιχτη πόρτα, μήπως φανεί η αδελφή με τον παπά, αλλά τίποτα· ήταν και ψηλός και δεν στεκόταν άνετα με το χαμηλό ταβάνι. Η βροχή είχε όμως δυναμώσει και άρχισαν να μπαίνουν νερά από την πόρτα στο δάπεδο. Βρε ατυχία, καλά έλεγα να μην έρθω, σκεφτόταν, τι να κάνει τώρα; Κλείνει την πόρτα για να εμποδίσει τα νερά, αλλά τότε δεν έβλεπε και θα τον έχανε η αδελφή, όποτε ερχόταν.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι δεν είναι δυνατόν να περιμένει άλλο, θα παγιδευτεί εκεί μέσα με τα νερά. Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω για να πάει να ψάξει την αδελφή του. Μπροστά του πέρναγαν εκείνη τη στιγμή δύο μαυροφορεμένες κυρίες, κάτω από μια ομπρέλα. Με το που πετάγεται έξω ο Λάμπης, φωνάζει η μία «Χριστός και Παναγία!», γλιστράει στα νερά και πέφτει στις λάσπες. Η δεύτερη κρατήθηκε μεν όρθια, αλλά οπισθοχώρησε και κρύφτηκε πίσω από την ομπρέλα της.
«Αμάν πού έμπλεξα», μονολόγησε ο Λάμπης, πάει να βοηθήσει την πεσμένη και κάνει να την σηκώσει. Το φουστάνι της ήταν γεμάτο λάσπες, πόδια και παπούτσια επίσης λασπωμένα. Σκύβει να την σηκώσει ο Λάμπης, ουρλιάζει αυτή, «Όχι, όχι, φύγε, μην μ’ αγγίζεις!»
— «Να σας βοηθήσω κυρία μου», λέει και κάνει πάλι να την πιάσει.
— «Όχι όχι, άσε με, καταραμένε!», και σέρνεται πεσμένη στο έδαφος, κάνοντας προσπάθεια να απομακρυνθεί πάνω στις λάσπες.
Πάνω εκεί επιστρέφει η αδελφή του, κρατούσε και την ομπρέλα που είχε διπλωμένη στην τσάντα της.
— «Τί έγινε Λάμπη, τι έπαθε η κυρία;» ρωτάει τον αδελφό της.
— «Δεν ξέρω, έπεσε και δεν θέλει να την βοηθήσω».
Κάνει και η αδελφή μια προσπάθεια να βοηθήσει την πεσμένη κυρία, αλλά αυτή αντιδρούσε υστερικά με φωνές και τινάγματα των χεριών. Η δεύτερη κυρία βρήκε ευκαιρία εντωμεταξύ και είχε φύγει μακριά.
Τι να κάνουν, κλειδώνει ο Λάμπης το πορτάκι στο μνήμα και κάνει με το βλέμμα μια κίνηση στην αδελφή του για να φύγουν. Η πεσμένη στο έδαφος σερνόταν στα τέσσερα στην αντίθετη κατεύθυνση.
Λέει στην αδελφή του ο Λάμπης, «Τώρα κατάλαβα τι συνέβη. Πετάχτηκα από το μνήμα να έρθω να σε βρω και φοβήθηκαν αυτές, έτσι που με είδαν ξαφνικά. Θα φαντάστηκαν ότι είμαι κανένας πεθαμένος που αναστήθηκε…» 
«Άντε αναστημένε, ατυχήσαμε», λέει η αδελφή, «πάμε να φύγουμε!» Βάλανε τα γέλια και προχώρησαν στην έξοδο. «Έτσι κι αλλιώς ο παπάς υπηρεσίας είναι άρρωστος κι εδώ αναστατώσαμε τις προληπτικές κυρίες!» 












Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Ένα πρόσφατο διήγημα από τη συλλογή ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ.

    Ο μητροπολίτης Θεόφραστος πέθανε και ανέβηκε χαρούμενος στον παράδεισο. Στάθηκε έξω από τη ολοφώτεινη πόρτα του και χτύπησε  διακριτικά. Του άνοιξε ο ίδιος ο Άγιος Πέτρος.
    «Καλώς τον», του είπε. «Πώς από εδώ;»
    «Ήρθα για να μπω κι εγώ μέσα στον παράδεισο», του απάντησε ο Θεόφραστος, κι ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του.
    «Μάλιστα», κούνησε το κεφάλι του ο Πέτρος. «Και πιστεύεις ότι διαθέτεις τις προϋποθέσεις γι’ αυτό;»
    «Ασφαλώς», του είπε με σιγουριά ο μητροπολίτης. «Αν δεν τις διαθέτω εγώ, ένας εκπρόσωπος του Μεγαλοδύναμου, τότε ποιος τις διαθέτει;»
    «Μην το λες. Ξέρεις πόσους από τον κύκλο σου έχω στείλει κάτω; Θα πρέπει πρώτα να ελέγξω αν αξίζεις για τον παράδεισο».
    «Εντάξει Άγιε. Κάνε ό, τι χρειάζεται».
    Ο Πέτρος έβγαλε τότε ένα τάμπλετ από τον κόρφο του και το έβαλε σε λειτουργία: «Πες μου, σε παρακαλώ,  ονοματεπώνυμο και βαθμό».
    Ο Θεόφραστος του έδωσε τα στοιχεία του κι εκείνος άρχισε να ψάχνει στα αρχεία του υπολογιστή. Δυο λεπτά αργότερα, στραβομουτσούνιασε και κοίταξε με οίκτο τον μητροπολίτη.
    «Μα καλά, μιλάς σοβαρά τώρα, ότι θέλεις να μπεις στον παράδεισο;» τον ρώτησε. «Εδώ βλέπω ότι ήσουν πολύ αμαρτωλός στη γήινη ζωή σου. Ήσουν άπληστος, εξουσιομανής, καταχραστής, ατομιστής, ομοφυλόφιλος, κ,λ.π., κι εσύ μου θέλεις να μπεις εδώ μέσα;»
    Ο Θεόφραστος ένιωσε τον πνίγει η αγανάκτηση. «Εντάξει, το παραδέχομαι», είπε με απολογητικό ύφος, «αλλά, την προηγούμενη μέρα του θανάτου μου, εξομολογήθηκα και μετάλαβα των αχράντων μυστηρίων. Δεν αρκεί αυτό για τη διαγραφή των αμαρτιών μου;»
    «Λυπάμαι πολύ», του είπε ο Άγιος. «Εγώ δεν βλέπω να γράφονται αυτά που μου λες στο ιστορικό σου».
    «Τέλος πάντων», συνέχισε με συμβιβαστική διάθεση Ο Πέτρος, «πες μου που τα έκανες αυτά, για να ψάξω μήπως έχει γίνει κάποιο λάθος».
    «Στον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο πήγα», ψέλλισε ο Θεόφραστος με φανερή αγωνία.
    «Ωραία λοιπόν», είπε ο Πέτρος εστιάζοντας την προσοχή του στην οθόνη του τάμπλετ. «Ας δούμε μήπως γράφει κάτι αυτός».
    Μπήκε στη σελίδα του αρχιεπισκόπου και ο Θεόφραστος τον είδε να χαμογελά πονηρά. Αυτό τον ανησύχησε πολύ. ‘’Τι διάβολο γράφει ο μακαριότατος;’’ Αναρωτήθηκε.
    Ο Πέτρος, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την οθόνη, άρχισε να λέει φωναχτά: «Άκου λοιπόν τι γράφει ο αρχιεπίσκοπος. Χθες το βράδυ, την ώρα που ετοιμαζόμουν να δειπνήσω, με επισκέφτηκε ο Θεόφραστος. Τι βλάκας, Θεέ μου! Μου ζήτησε να τον εξομολογήσω και να τον μεταλάβω, γιατί διαισθανόταν, λέει πως επρόκειτο να πεθάνει. Τον άφησα λοιπόν να μου αραδιάζει τις αμαρτίες του, λες και δεν τις γνώριζα, αλλά εγώ ούτε που έδωσα σημασία σε αυτά που έλεγε. Όταν κάποια στιγμή τελείωσε, μου ζήτησε να τον κοινωνήσω. Πού να βρω εγώ βραδιάτικα αγία κοινωνία; Έτσι του γέμισα ένα ποτήρι με μαυροδάφνη και του το έδωσα να το πιεί, λέγοντάς του ότι ήταν μεταλαβιά».
    Ο Θεόφραστος δεν πίστευε στα αυτιά του, Ώστε λοιπόν ο αρχιεπίσκοπος, εκείνο το άθλιο ανθρωπάκι, τον είχε ξεγελάσει. Δεν χρειαζόταν να μαντέψει τη συνέχεια, αν και την άκουσε από το στόμα του Αγίου Πέτρου: «Όπως καταλαβαίνεις, εξομολόγηση και μετάληψη, δεν ισχύουν. Μάζεψέ τα, λοιπόν, φίλτατε και πάρε το δρόμο που βγάζει στην κόλαση. Να ξέρεις πόση χαρά θα κάνει ο διάβολος, μόλις σε δει μπροστά του!" 

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ

Αναδημοσίευση του προλόγου της ομώνυμης συλλογής μεταφυσικής  παράνοιας.

                                       ΠΡΟΛΟΓΟΣ


    Μετά από δυο χιλιάδες χρόνια θρησκευτικής παράνοιας, μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί διαφορετικά και να δηλώσει την αντίθετη άποψή του στις δοξασίες της θρησκείας, και συγκεκριμένα της χριστιανικής θρησκείας, καθώς αυτή είναι που μας ενδιαφέρει άμεσα. Το τελευταίο διάστημα, κυρίως λόγω της μεγάλης εξάπλωσης του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ακούγονται πιο δυνατά οι φωνές διαμαρτυρίας των αμφισβητούντων τη χριστιανική παράδοση και γράφονται πύρινα άρθρα από πολλούς ορθολογιστές, για την συνεχιζόμενη εξαπάτηση του ποιμνίου από τους ρασοφόρους. Ταυτόχρονα, δημοσιεύονται πλήθος επιστημονικών ανακαλύψεων και θεωριών, που διαψεύδουν τους παράλογους ισχυρισμούς των συγγραφέων κάποιων δήθεν θεόπνευστων βιβλίων, και αντικρούουν με επιχειρήματα τις εικασίες τους. Επίσης, έχουν δημιουργηθεί σύλλογοι, κινήματα, φορείς, ιστοσελίδες, κι ένα σωρό ακόμα ομάδες ‘’αντιφρονούντων’’, που σαν σκοπό έχουν την προσπάθεια απεξάρτησης όσων συνεχίζουν να βρίσκονται κάτω από την επήρεια των πνευματικών ΄΄ουσιών’’ της θρησκείας.
    Παρόλα αυτά, ο αγώνας είναι σκληρός και, μέχρις στιγμής, άνισος. Οι κατέχοντες την κοσμική εξουσία, ισχυρίζονται ότι βρίσκονται σε αυτήν την θέση, με την εντολή και τις ευλογίες του Πανάγαθου, και ανθίστανται σθεναρά, για να μην χάσουν τα κεκτημένα τους.  Πολεμούν λυσσαλέα κάθε άτομο που τάσσεται εναντίον τους και προσπαθούν με κάθε τρόπο να διαφυλάξουν τα προνόμιά τους. Έχοντας για σύμμαχό τους το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα και τους αφελείς οπαδούς τους, λασπολογούν εναντίον των ‘’εχθρών’’ τους, ελπίζοντας στην οριστική επικράτησή τους, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για το ότι η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει. Στον αγώνα αυτόν, σκέφτηκα να συμβάλω κι εγώ, δημιουργώντας ένα νέο λογοτεχνικό είδος, την ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ, με το οποίο θα επιχειρήσω να κριτικάρω και να σατιρίσω τη θρησκεία και τους εκπροσώπους της και να σπείρω το σπόρο της αμφιβολίας σε κάθε σκεπτόμενο μυαλό. Ελπίζω, στην προσπάθεια αυτή,  να συμμετάσχουν και άλλοι φίλοι, που έχουν τις ίδιες ανησυχίες και διαπνέονται από τις ίδιες ιδέες.





                         

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΤΥΧΕΡΟ ΦΛΟΥΡΙ

    Δεν είναι μυστικό ότι, όλοι μας ανεξαιρέτως, επιθυμούμε να μας τύχει το φλουρί της βασιλόπιτας, στο ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς, σας πληροφορώ όμως ότι, πέραν της όποιας αξίας του σαν νόμισμα, κανέναν άλλο ρόλο δεν παίζει στη ζωή μας. Τα περί καλοτυχίας, γουριού, κ.λ.π., είναι δημιούργημα της αρρωστημένης φαντασίας αυτών που πιστεύουν σε αόρατα όντα, είναι φαντασιώσεις όσων πιστεύουν στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες! Τρανταχτό παράδειγμα, το βιωματικό γεγονός που θα σας περιγράψω, ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη μετά την πρωτοχρονιά του 2012.
    Παραμονή πρωτοχρονιάς και, στο ρεβεγιόν που κάνω στο σπίτι μου, παρευρίσκεται και η θεία μου η Αμαλία, με τον σύζυγό της Μανώλη. Στις δώδεκα ακριβώς, κόβουμε τη βασιλόπιτα και το φλουρί πέφτει στο Μανώλη, Το τι χαρά έκανε εκείνος, δεν περιγράφεται. Το έλεγε και το ξανάλεγε, πόσο τυχερός ήταν. Πέρασε η πρωτοχρονιά και, την επόμενη μέρα, μας παίρνει τηλέφωνο και μας λέει ότι η Αμαλία είχε εξαφανιστεί. Τρέξαμε στα Πατήσια που έμενε το ζευγάρι, ψάξαμε από εδώ, ψάξαμε από εκεί, και στο τέλος μάθαμε τι είχε συμβεί. Η θεία Αμαλία, είχε βγει το πρωί να πάει στο κομμωτήριο και, καθώς πήγε να διασχίσει την οδό Χαλκίδος, μια μοτοσυκλέτα την έστειλε στον άλλο κόσμο!
    Τι άλλο θέλετε, για να πεισθείτε ότι όλα στη ζωή μας είναι θέμα συμπτώσεων, κι ότι οι πεποιθήσεις για γούρια και τυχερά αντικείμενα είναι άνευ ουσίας;

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΑΖΩΤΟ, ΟΞΥΓΟΝΟ ΚΑΙ ΕΥΔΩΡΟΝ

Ένα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο μου Ε.Φ.



Απογοητεύτηκε γιατί, όσο κι αν είχε ελπίσει ότι η κοινωνία που θα έφτιαχναν στον Ιανό θα ήταν καλύτερη, κατάλαβε ότι αυτό ήταν μια ακόμα  ουτοπία. Οι άνθρωποι ήταν ίδιοι, είτε ζούσαν στη Γη, είτε ζούσαν στην άλλη άκρη του Γαλαξία. Το συμπέρασμα ήταν πως παντού υπήρχαν καλοί και κακοί, ευγνώμονες και αχάριστοι, ηθικοί και ανήθικοι, καιροσκόποι και αλτρουιστές, απλοί και ξιπασμένοι, υποκριτές και ντόμπροι, κι αυτό δυστυχώς δεν γινόταν να αλλάξει. Τα ίδια φρούτα  θα ευδοκιμούσαν κι εκεί. Μπορεί κατά καιρούς να είχαν χυθεί τόνοι μελάνης από μερικούς ρομαντικούς ανθρώπους του πνεύματος, που είχαν την πρόθεση να διορθώσουν τα κακώς κείμενα, ήταν όμως φανερό ότι ο ιδρώτας τους είχε χυθεί άδικα. Το κακορίζικο ον που λεγόταν άνθρωπος, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται άσκεφτα, κακότροπα, εγωιστικά και απολίτιστα, ακόμα και μέσα σε ένα  μεταλλικό μεγαθήριο που περιφερόταν ανάμεσα στα αστέρια.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Η ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Οι βασικές αιτίες για την εξαγωγή αυθαίρετων συμπερασμάτων και παρερμηνειών είναι δύο: Η άγνοια και η προκατάληψη!
Να κι ένα απλό παράδειγμα, από πραγματικό περιστατικό: Σε κάποια εκδήλωση για το Πολυτεχνείο, πολλά χρόνια πριν στην πλατεία Αμερικής, υπάρχει ένα πανό που γράφει ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, ενώ από τα μεγάφωνα ακούγεται το IMAGINE του Τζων Λένον. Κάποια στιγμή περνάει ένας ηλικιωμένος και τον ακούω να λέει στη συμβία του, ειρωνευόμενος: ''Λένε έξω οι Αμερικάνοι, αλλά παίζουν αμερικάνικη μουσική''.
Αν στεκόταν, θα του εξηγούσα, αλλά δεν πρόλαβα γιατί έφυγε.
Θα του έλεγα: ''Αγαπητέ κυριούλη, το τραγούδι δεν είναι αμερικάνικο, αλλά και να ήταν δεν έχει σημασία γιατί η μουσική δεν έχει σύνορα, και οι στίχοι του μιλούν για την ειρήνη και την αδελφοσύνη των λαών''.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Ο ΡΙΚΟ, Ο ΛΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΤΙΚΟ

Άλλο ένα μικρό απόσπασμα από το αντιπολεμικό μυθιστόρημα Ε.Φ., που γράφω τώρα.


    Πάντως, η ανέκφραστη όψη των τριών ρομπότ, όση ώρα τους μιλούσε, δεν στάθηκε ικανή να τον ξεγελάσει. Το να μην μπορεί να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα ένα μεταλλικό προσωπείο, ήταν απόλυτα φυσιολογικό, ο Μπόμπι όμως γνώριζε, ή μάλλον διαισθανόταν, ότι εκείνα τα ανδροειδή, όχι μόνον καταλάβαιναν τα πάντα, αλλά είχαν και άποψη. Ο ίδιος γνώριζε καλά τι σήμαινε ο πόλεμος για τους ανθρώπους, το είχε ζήσει πρόσφατα, και παραλίγο μάλιστα να είχε πέσει και θύμα του, να όμως που, τρία ντενεκεδένια όντα, το είχαν καταλάβει καλύτερα από τους περισσότερους ανθρώπους του πλανήτη και είχαν αντιδράσει δυναμικά.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΠΡΟΣΔΟΚΩΝΤΑΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Απόσπασμα από ένα εξαιρετικό άρθρο του συγγραφέα και εκλεκτού φίλου Έρικ Σμυρναίου, σχετικό με το φαινόμενο των προφητειών για την καταστροφή του κόσμου.


Όσον αφορά την Ελλάδα, το όλο πρόβλημα δεν έγκειται στις κάθε λογής συντελειακές προφητείες που προσπαθούν να παρηγορήσουν τον κάθε μνησίκακο συμπολίτη μας. Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι από τους Έλληνες πολίτες λειτουργούν ως τα παράγωγα ενός χείριστου εκπαιδευτικού συστήματος που τους έχει μεταμορφώσει σε ανεγκέφαλους παπαγάλους. Είναι φορείς μιας μικροπρεπούς κουλτούρας που βασίζεται στον φόβο (του θεού, του θανάτου, του κράτους, της εφορίας, της αστυνομίας, της αρρώστιας, του γείτονα, του αφεντικού κτλ κτλ) και η οποία τους αποβλακώνει με νεφελώδεις μεγαλοϊδεατισμούς και παρακρούσεις μεγαλείου που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Διδάχτηκαν να μην αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους, να νιώθουν αποτροπιασμό ακόμα και στο άκουσμα της λέξης γνώση, μόρφωση και αυτογνωσία και να επιλύουν τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα καταφεύγοντας σε μεταφυσικές θεωρήσεις του κόσμου που χρωματίζονται από ισχυρές δόσεις ναρκισσιστικής αυτολύπησης και υποκριτικής ηδυπάθειας (για όλα φταίνε οι άλλοι, η άτιμη κοινωνία που δεν αναγνωρίζει την αξία μου, ο σατανάς, οι «αρνητικές οντότητες» που με καταδιώκουν γιατί είμαι κάτι το εξαιρετικό). Οχυρώνονται και αυτοπροσδιορίζονται πίσω από επίπλαστα κοινωνικά μορφώματα όπως είναι η «σωστή και παραδοσιακή οικογένεια» που δεν επιτρέπει σε κανέναν να διαφέρει από τα τεχνητά της πρότυπα, ένα πολιτικό-και προσωποκεντρικό-κόμμα, μια ποδοσφαιρική ομάδα κτλ. Αλλά ο κόσμος εξελίσσεται και αλλάζει με εκθετικούς ρυθμούς και όλο αυτό το ετοιμόρροπο οικοδόμημα του αντιδραστικού αυτό-προσδιορισμού που έχει καλύψει την νεοελληνική κοινωνία σαν αδιαπέραστη κρούστα από σκουριά γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτο και δυσλειτουργικό.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ''Π''

''Να φοβάσαι τα τρία ''π'', μου είχε πει ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρή'', ξεστόμισε κάποια στιγμή η χθεσινοβραδινή καλεσμένη μας, ''δηλαδή, πούστη, πολιτικό και πουτάνα''.
''Υπάρχει και ένα τέταρτο ''π'', το οποίο ο πατέρας σου ξέχασε να σου το αναφέρει'', της είπα εγώ. ''Ο παπάς''.
ΜΕ κοίταξε, χαμογέλασε και, αν και πιστή χριστιανή, συμφώνησε μαζί μου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Όλοι οι άνθρωποι, θρησκευόμενοι και μη, γνωρίζουν μέσες-άκρες το ρόλο των ρασοφόρων, οι πρώτοι όμως, φοβούμενοι τη μεταθανάτια(;) τιμωρία, αδυνατούν να εξέλθουν από το φαύλο κύκλο, μέσα στον οποίον έχουν εγκλωβιστεί! Ο φόβος λοιπόν φυλάει τα έρμα στο μαντρί!

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ


    Ο Λέων Κουτσούμπλιτς, έριξε μια τελευταία ματιά στα χαρτιά που βρίσκονταν αραδιασμένα μπροστά του, έκανε μια περίεργη γκριμάτσα και αμέσως μετά σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε σιωπηλά τους συμβούλους του. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί ήταν εξαιρετικά επείγουσα, κι έπρεπε να πάρουν άμεσες και τελεσίδικες αποφάσεις. Το ζήτημα της εκδίωξης του αιρετικού δημογέροντα, δεν επιδεχόταν αναβολή. Ο αντιπαθητικός εκείνος άνθρωπος, είχε αρχίσει, όχι μόνο να γίνεται επικίνδυνος για το καθεστώς τους, αλλά και να προκαλεί τη συμπάθεια όλο και περισσότερων πολιτών του κρατιδίου.
    "Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε εσείς", είπε στους συμβούλους του, όταν αποφάσισε να ανοίξει το στόμα του, "αλλά νομίζω ότι η μόνη λύση στο πρόβλημά μας, είναι το δημοψήφισμα".
    Τα λόγια του προξένησαν έκπληξη και αναταραχή. Άκου δημοψήφισμα; σκέφτηκαν οι άλλοι. Πώς του ήρθε τώρα αυτό;
    "Εξοχότατε", πήρε το λόγο ο πρωτοσύμβουλος, "νομίζω ότι θα ήταν λάθος μας, αν κάναμε κάτι τέτοιο. Δημοψήφισμα έχει να γίνει στη χώρα πάνω από πενήντα χρόνια, γιατί λοιπόν να επαναφέρουμε  μια απαρχαιωμένη, δημοκρατική μέθοδο;"
    "Μα, για να νομιμοποιήσουμε την ενέργειά μας", τους εξήγησε ο Λέων.
    "Ναι, αλλά", επέμεινε ο πρωτοσύμβουλος, "κι αν οι πολίτες ψηφίσουν αρνητικά; Το γνωρίζετε καλά ότι, αυτός ο τύπος, έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στο λαό".
    "Μην είσαι αφελής", τον αποστόμωσε ο Λέων. "Οι μηχανισμοί εξουσίας και εκλογικών διαδικασιών βρίσκονται στα χέρια μας. Θεωρείς ακατόρθωτο λοιπόν το να αλλάξουμε τα αποτελέσματα, σε περίπτωση που η πλειοψηφία πάρει το μέρος του; Θα μας είναι δύσκολο το ΟΧΙ να το μετατρέψουμε σε ΝΑΙ;"
    Ένα μουρμουρητό επιδοκιμασίας ακούστηκε στην αίθουσα. Για μια ακόμα φορά ο ηγέτης τους είχε δίκιο. Ναι, θα το έκαναν το δημοψήφισμα. Θα έστελναν οριστικά και αμετάκλητα τον δημογέροντα στον αγύριστο και θα έριχναν το βάρος της ευθύνης για την εκδίωξή του στις πλάτες του  ''σοφού'' λαού! 

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΡΑΣΟΦΟΡΩΝ

    Επειδή μερικές φορές κάποιοι με ρωτούν ''τι έχεις με τους ρασοφόρους;'', θα τους απαντήσω! ''Έχω αυτό που κανονικά θα έπρεπε να έχετε κι εσείς και όλος ο πλανήτης''. Μα καλά, οι πιστοί δεν γνωρίζουν ιστορία, εθελοτυφλούν; Αγνοούν ότι οι μεγαλύτερες μάστιγες της ανθρωπότητας είναι οι μονοθεϊστικές θρησκείες; Αφού λοιπόν επιμένουν να μάθουν τι ακριβώς έχω εγώ με τους παπάδες, θα παραθέσω έναν δωδεκάλογο, στον οποίο φαίνεται καθαρά ότι οι ρασοφόροι είναι μιαροί και άκρως επικίνδυνοι. Ιδού λοιπόν γιατί τους απεχθάνομαι:
1) Επειδή μας κάνουν πλύση εγκεφάλου με ανόητα εβραϊκά παραμυθάκια!
2) Επειδή ζουν παρασιτικά σε βάρος μας, χωρίς να προσφέρουν τίποτα!
3) Επειδή είναι η κύρια πηγή προλήψεων και δεισιδαιμονιών!
4) Επειδή, όσο κι αν το ισχυρίζονται, δεν έχουν καμία σχέση με τον ελληνισμό!
5) Επειδή το ιερατείο, αν και διδάσκει τη λιτότητα, ζει μέσα στη χλιδή!
6) Επειδή κυκλοφορούν ανάμεσά μας, φορώντας εκείνες τις καταθλιπτικές, μαύρες ρόμπες, που αποπνέουν υποκρισία και σκοταδισμό!
7) Επειδή οι προπάτορές τους ήταν διώκτες και σφαγείς των Ελλήνων, και καταστροφείς των αρχαίων ελληνικών μνημείων!
8) Επειδή οι συνάδελφοί τους στη Δύση, εξόντωναν κατά το μεσαίωνα όποιον αμφισβητούσε το δόγμα τους.
9) Επειδή αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα με τις σταυροφορίες, στο όνομα κάποιου ''φιλεύσπλαχνου'' όντος!
10) Επειδή μας παραμυθιάζουν ότι υπάρχει κάποιος αθέατος παρατηρητής εκεί ψηλά, που παρακολουθεί συνεχώς τις κινήσεις μας, τις πράξεις μας, τα λεγόμενά μας, και μας βαθμολογεί αναλόγως! 
11) Επειδή πολεμούν λυσσαλέα την προσπάθεια κατασκευής αποτεφρωτηρίων!
12) Επειδή είναι μισογύνηδες!
    Σε αυτό το τελευταίο, θα επιμείνω λίγο περισσότερο, γιατί πραγματικά με ξεπερνά! Το θεωρώ αδιανόητο κάποιοι να μισούν τη γυναίκα. Πώς είναι δυνατόν, να μισούν το ωραιότερο δημιούργημα της φύσης, το πλάσμα που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, που ομορφαίνει ποικιλοτρόπως τη ζωή μας;

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ

ο Σύγχρονος ραγιάς, στην πλειοψηφία του, δεν αλλάζει νοοτροπία, ούτε διδάσκεται από τα παθήματά του, ό, τι κι αν του συμβεί! Γαντζωμένος γερά από το άρμα του μικροβολέματος, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος. Αδυνατεί να αντιληφθεί ότι, η ζωή του θα αλλάξει προς το καλύτερο, μόνον αν απαγκιστρωθεί από τη νοσηρή νοοτροπία που του έχουν επιβάλλει οι πολιτικοί των τελευταίων δεκαετιών και πάψει να είναι κοντόφθαλμος. Δεκάδες μικρά και, φαινομενικά, ασήμαντα καθημερινά περιστατικά, επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Διαβάστε ένα από αυτά:
Μετά από οκτώ μέρες ανεμελιάς στην εξοχή, αποφάσισα να πάω στην τράπεζα, για κάποιες συναλλαγές. Μπαίνω μέσα, παίρνω το χαρτάκι με το Νο 134 και κάθομαι. Στον φωτεινό πίνακα αναβοσβήνει το Νο 47. Σκέφτομαι ότι θα περάσει πολλή ώρα μέχρι να έρθει η σειρά μου, αλλά να που μια κυρία δίπλα μου, μου δείχνει το χαρτάκι της που γράφει το Νο 78 και μου λέει: "Περιμένω την αδελφή μου, αλλά δεν την βλέπω να έρχεται, οπότε θα φύγω. Θέλετε το χαρτάκι μου;"
''Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε'', της λέω. "Πριν από μένα έχουν έρθει τόσες δεκάδες άνθρωποι, οπότε δεν είναι σωστό και δίκαιο να τους παρακάμψω. Αν φύγετε χωρίς να εξυπηρετηθείτε, σκίστε και πετάξτε το χαρτάκι σας".
Με κοίταξε εντελώς παραξενεμένη, σηκώθηκε πάνω και έδωσε το νούμερό της σε κάποιον άλλον, ο οποίος βέβαια δεν διανοήθηκε να μην το πάρει.
Εγώ βέβαια δεν αρνήθηκα, για να μου πουν μπράβο οι υπόλοιποι, αλλά γιατί, αν το δεχόμουν, θα ένιωθα σαν να προδίδω τις αρχές και την παιδεία μου. Τελικά, μάλλον αυτό είναι και το πρόβλημα αυτού του δύσμοιρου λαού, η έλλειψη παιδείας!

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ;

Με αφορμή τα όσα συμβαίνουν σήμερα και με τον ΄΄πόλεμο'' που μας γίνεται από τους Γερμανούς, θα σας περιγράψω ένα πραγματικό περιστατικό, που συνέβη το Μάρτη του 1986:
Ταξίδεψα τότε για πρώτη φορά στη Γερμανία για λόγους υγείας, όπου εκεί με φιλοξένησε στο σπίτι του, σε μια μικρή πόλη κοντά στη Νυρεμβέργη, ένας γνωστός μου Έλληνας γιατρός. Η κατοικία του γιατρού ήταν ένα εντυπωσιακό τριώροφο, κτισμένο μέσα σε ένα μεγάλο οικόπεδο, διαμορφωμένο με κήπους, συντριβάνια, πέργκολες και καθιστικά φερ-φορζέ! Εντυπωσιασμένος από όλα αυτά, του είπα κάποια στιγμή: ''Το καλοκαίρι εδώ έξω θα περνάτε υπέροχα''.
Εκείνος κούνησε με σημασία το κεφάλι του και μου δήλωσε με θλίψη: "Αν σου πω ότι, πέρυσι για παράδειγμα, όλο το καλοκαίρι καθίσαμε μόνο μια φορά έξω, θα με πιστέψεις;"
Την επόμενη μέρα, 22 Μαρτίου, που έφευγα για Αθήνα, εκεί έριχνε χιονόνερο. Όταν έφτασα στο Ελληνικό, με υποδέχτηκε ένας λαμπρός ήλιος και η θερμοκρασία ήταν 22 βαθμοί!

Μήπως λοιπόν, ένας από τους λόγους που μας θέλουν φτωχούς και εξαθλιωμένους, είναι ο συνδυασμός ''φυσικό περιβάλλον και ήλιος'', αυτά δηλαδή που αυτοί τα στερούνται και τα ζηλεύουν;

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ

''Λοιπόν, φίλε μου, το οικόπεδό σου είναι πολύ ωραίο!'
''Ε, καλό είναι".
"Όχι απλά καλό. Υπέροχο είναι. Ευήλιο, ευάερο, προνομιούχο, το φιλέτο της ευρύτερης περιοχής, θα έλεγα!"
"Ίσως".
"Σε βρίσκω να αμφιβάλλεις, αλλά ρίξε μια ματιά στα άλλα οικόπεδα γύρω σου. Δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το δικό σου. Αλήθεια, πώς το απόκτησες;"
"Το κληρονόμησα από τους προγόνους μου".
"Είσαι πολύ τυχερός, αλλά δεν βλέπω να έχεις εκτιμήσει αυτό το δώρο".
"Γιατί το λες αυτό;"
"Ε, μα επειδή το έχεις παρατημένο, απεριποίητο. Βλέπω σκουπίδια πεταμένα παντού, μεγάλη ακαταστασία και αφροντισιά, και να είναι γεμάτο τσιμέντο και ακαλαισθησία".
"Να, ξέρεις, δεν προλαβαίνω, δεν..."
"Αυτά που λες, είναι δικαιολογίες. Αν δεν το αξιοποιήσεις κατάλληλα, οι επιτήδειοι που σε περιτριγυρίζουν, θα σου το ΄΄φάνε΄΄ για μια μπουκιά ψωμί, δεν το καταλαβαίνεις; Και μετά θα κλαις και θα λες ότι φταίνε οι άλλοι".

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Ο ΡΙΚΟ, Ο ΛΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΤΙΚΟ

Ακόμα ένα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα μου.


    Πλησίασαν κοντά και, αν ήταν άνθρωποι, θα πάγωναν από το θέαμα που αντίκρισαν. Ο σωρός που νόμιζαν ότι ήταν σκουπίδια, ήταν πτώματα. Ένας μικρός λόφος από ανθρώπινα κορμιά σε πλήρη αποσύνθεση, κείτονταν μπροστά τους, υποχρεώνοντάς τους να σοκαριστούν. Ευτυχώς που δεν διέθεταν την αίσθηση της όσφρησης, διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να σταθούν εκεί ούτε λεπτό από τη δυσοσμία.
    Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, αδυνατώντας να αρθρώσουν λέξη. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τον όγκο του ολέθρου, είδαν ότι μεταξύ των πτωμάτων βρίσκονταν πολλές γυναίκες και παιδιά, κι ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων ήταν λίγο μεγαλύτερος από τα διακόσια. Ένας ολόκληρος οικισμός, ίσως κάποιο χωριό, είχε για κάποιο λόγο εξοντωθεί μαζικά και είχε κυριολεκτικά πεταχτεί στην ερημιά.

    «Και μετά μου λες», ο Ρίκο γύρισε και είπε στον Λίκο, «ότι πρέπει να σεβόμαστε τους ανθρώπους για τον πολιτισμό τους. Ποιον πολιτισμό; Αυτοί είναι χειρότεροι από τα ζώα. Τα ζώα δεν θα έκαναν ποτέ κάτι παρόμοιο. Το ότι κάποιοι έφτιαξαν εμάς, για δική τους εξυπηρέτηση το έκαναν. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που εργάζονται για το καλό των ανθρώπων, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά. Δυστυχώς αυτοί που προανέφερα είναι μια μειοψηφία. Οι περισσότεροι, είναι ανίκανοι να διαχειριστούν το προνόμιό τους να είναι άνθρωποι και διακατέχονται από μια ηλίθια μισαλλοδοξία. Τα αποτελέσματά της, τα βλέπουμε ακριβώς μπροστά μας».

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Ο ΡΙΚΟ κ.λ.π.

   Ακόμα ένα μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο Ε.Φ. 

«Χαίρεται», άκουσε τα ρομπότ να του λένε και δεν επιχείρησε να τα σταματήσει, αλλά τα άφησε να συνεχίσουν το δρόμο τους. Παρακολούθησε για λίγο τα γυαλιστερά, μεταλλικά όντα να περπατούν με εκείνον τον χαρακτηριστικό, και σχεδόν αστείο, τρόπο με τον οποίο  βάδιζαν, και να απομακρύνονται βιαστικά. Λίγο πιο κάτω, και για μεγάλη του έκπληξη, είδε ένα από αυτά να σκύβει, να πιάνει ένα κουτάκι από αναψυκτικό, που ήταν πεταμένο στο έδαφος, και να το ρίχνει μέσα στο καλάθι απορριμμάτων που βρισκόταν δίπλα. Ύστερα, ανασήκωσε τους ώμους με αδιαφορία και, με μια έκφραση απορίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του από το μάθημα πολιτισμού από ένα άψυχο, μεταλλικό ον, επέστρεψε στη ζεστή αγκαλιά του σπιτικού του. 

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Ο ΡΙΚΟ, Ο ΛΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΤΙΚΟ

Ένα μικρό απόσπασμα από το νέο μυθιστόρημά μου Ε.Φ.

    Τα δυο ανδροειδή συμμορφώθηκαν με την υπόδειξη του Τίκο και στρώθηκαν ξανά στη δουλειά. Ο Ρίκο το έκανε με βαριά καρδιά. Εκείνες οι βόμβες που έφτιαχναν, ήταν ακίνδυνες για εκείνους, αλλά για τους ανθρώπους ήταν η απόλυτη καταστροφή. Μερικές μόνον από αυτές να έπεφταν σε μια πόλη, ήταν ικανές να ξεπαστρέψουν ολόκληρο τον πληθυσμό της. Κανονικά, ήταν αδιανόητο, ένα μηχανικό ον να έχει ηθικά διλήμματα, αλλά ο Ρίκο διέφερε από τα άλλα ανδροειδή. Πιθανότατα, αυτό οφειλόταν σε κάποιο κατασκευαστικό λάθος ή ίσως και σε σκόπιμα ειδική ρύθμιση, κι αυτό ήταν κάτι που τον είχε προβληματίσει κάπως. Διαπίστωνε ότι διέφερε από τους ομοίους του, αλλά δεν μπορούσε να δεχτεί αβασάνιστα τις ολοφάνερα αφελείς απόψεις τους. Ώρες-ώρες αναλογιζόταν μήπως, η αιρετική, η ατίθαση συμπεριφορά του, γινόταν αιτία να του στοιχίσει ακόμα και την ίδια του την ύπαρξη, εκείνος όμως δεν φοβόταν. Εξάλλου το συναίσθημα του φόβου, όπως και τα περισσότερα ανθρώπινα συναισθήματα, ήταν άγνωστο στα ρομπότ.
        Το είχε ψάξει και είχε βρει τι ήταν αυτό που τον χαρακτήριζε και τον έκανε να διαφέρει από τα υπόλοιπα ανδροειδή, αυτό που τον υποχρέωνε να δυσκολεύεται να πιστέψει σε όλα εκείνα, τα οποία οι άλλοι τα θεωρούσαν φυσιολογικά, κι αυτό δεν ήταν άλλο από τη λεγόμενη αμφισβήτηση. Βέβαια, εκτός από την αμφισβήτηση, διέθετε και άλλο ένα ανθρώπινο, χαρακτηριστικό γνώρισμα, την περιέργεια. Ο συνδυασμός αυτών των δύο γνωρισμάτων ήταν εκρηκτικός και τον υποχρέωνε να σκέφτεται και να λειτουργεί, όπως ο άνθρωπος, και ίσως ακόμα καλύτερα Ο μηχανικός του εγκέφαλος, απαλλαγμένος από συναισθηματικές επιδράσεις, στάθμιζε τα πάντα ορθολογικά. Δεν γνώριζε αν, αυτή η ‘’ρύθμισή’’ του, είχε γίνει σκόπιμα από τον κατασκευαστή του, για ερευνητικούς σκοπούς, αυτό όμως δεν τον πολυσκότιζε. Εκείνος ήταν αποφασισμένος να κάνει χρήση των ιδιοτήτων του αυτών και να προσπαθήσει να εξηγήσει την παρανοϊκή ανθρώπινη συμπεριφορά.



Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΚΡΙΤΙΚΗ



Κάποιοι ''καλοθελητές'', συνηθίζουν να κάνουν κακόπιστη κριτική στα γραπτά των άλλων, αν και οι ίδιοι δεν έχουν γράψει ποτέ στη ζωή τους κείμενο μεγαλύτερο από μερικές αράδες. Επικρίνουν, πλειστάκις μάλιστα χυδαία, τον πνευματικό μόχθο των συγγραφέων, χωρίς ποτέ εκείνοι να έχουν κολυμπήσει στα βαθιά νερά της λογοτεχνίας, χωρίς ποτέ να μπορούν να εκφράσουν εκτενώς σκέψεις, γεγονότα, συναισθήματα και, κυρίως, ιδέες, όπως κάνουν κατά κανόνα οι λογοτέχνες. Το μόνο που καταφέρνουν να κάνουν καλά είναι το ρίξιμο λάσπης και το χύσιμο χολής, εκεί που οι ίδιοι δεν θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν. Θα τους συμβούλευα λοιπόν να ασχοληθούν με άλλα σπορ. Υπάρχει το τάβλι, υπάρχει η πρέφα, υπάρχει το κουτσομπολιό, κι ένα σωρό ακόμα... ευγενή αθλήματα! Τι τη θέλετε την κριτική; Τόσο κομπλεξικοί πια είσαστε, που το μόνο που θέλετε είναι να θάβετε τους άλλους;

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ

 ΔΙΗΓΗΜΑ

    Η Ευδοξία, πριν αγοράσει εκείνο το ευμεγέθες εικονοστάσι, είχε τις εικόνες κρεμασμένες στους τοίχους του σαλονιού της και, σαν πιστή και ευσεβής χριστιανή που ήταν, τις ξεσκόνιζε σχεδόν καθημερινά. Η διαδικασία αυτή της είχε γίνει δεύτερη φύση. Δεν τολμούσε να φανταστεί ότι, τα ιερά πρόσωπα που απεικονίζονταν σε αυτές, θα μπορούσαν να ‘’ζουν’’ μέσα στη σκόνη και τη βρωμιά. Το θεωρούσε μεγάλη ασέβεια.
    Την ιδέα για την προμήθεια εικονοστασίου, της την είχε δώσει η φίλη της η Ευλαμπία: «Γιατί έχεις τις εικόνες σου έτσι διάσπαρτες και δεν τις βάζεις μέσα σε ένα εικονοστάσι;» την είχε ρωτήσει. «Έτσι, και δεν θα σκονίζονται και θα τις έχεις όλες συγκεντρωμένες μέσα σε αυτό».
    Την επόμενη κιόλας ημέρα, έσπευσε να το παραγγείλει. Όταν της το έφεραν και τη ρώτησαν που ήθελε να το τοποθετήσουν, τους υπέδειξε τον τοίχο πάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού της. Πίστευε ότι, βάζοντάς το σε εκείνη τη θέση, θα ένιωθε προστατευμένη και πως θα είχε άμεση επικοινωνία με το Θεό.
    Την ημέρα του σεισμού, βρισκόταν μέσα στο σπίτι της. Δεν ήταν πολύ μεγάλος, όπως ανακοίνωσαν αργότερα οι σεισμολόγοι, το επίκεντρό του όμως ήταν κοντά στην πόλη και ήταν μεγάλος σε διάρκεια. Τα 5,1 ρίχτερ ταρακούνησαν ανησυχητικά τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής και τους υποχρέωσαν να ξεχυθούν στους δρόμους και στις πλατείες.
    Η Ευλαμπία ήταν από τους πρώτους που βγήκαν έξω. Έτρεξε τρομαγμένη στη μικρή πλατεία που βρισκόταν απέναντι από την πολυκατοικία που έμενε, και κάθισε ξεφυσώντας σε ένα παγκάκι. Λίγα λεπτά αργότερα, ο ανοιχτός εκείνος χώρος είχε γεμίσει από κόσμο. Ένα ανθρώπινο μελίσσι βούιζε ολόγυρά της και ανάμεσά του αναγνώρισε πολλούς γείτονές της. Όταν άρχισε να ηρεμεί, αναζήτησε με το βλέμμα της την Ευδοξία, αλλά δεν μπόρεσε να την διακρίνει εκεί γύρω. Υπέθεσε ότι, την ώρα του σεισμού, εκείνη βρισκόταν κάπου αλλού, γι’ αυτό και ίσως δεν είχε εμφανιστεί. Επιχείρησε να επικοινωνήσει μαζί της τηλεφωνικά, αλλά οι τηλεπικοινωνίες είχαν προσωρινά διακοπεί, λόγω του σεισμού. Σκέφτηκε τότε να πεταχτεί μέχρι την πολυκατοικία της και να την αναζητήσει.
    Το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Όταν, χτυπώντας της το κουδούνι, δεν πήρε κάποια απάντηση, την έζωσαν τα φίδια. Η ανησυχία ήρθε και τρύπωσε μέσα της, και δεν θα ησύχαζε αν δεν κατάφερνε να μιλήσει μαζί της. Επέστρεψε στην πλατεία και ξανακάθισε στο παγκάκι, νιώθοντας ένα παγωμένο χέρι να της σφίγγει το στήθος. Όταν, αρκετή ώρα αργότερα, πληροφορήθηκε από τους άλλους ότι οι τηλεπικοινωνίες είχαν αποκατασταθεί, την κάλεσε στο κινητό, αλλά απάντηση δεν μπορούσε να πάρει. Μετά την τέταρτη προσπάθεια, ανησύχησε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σκέφτηκε ότι, αν εκείνη βρισκόταν έξω, κανονικά θα της απαντούσε, άρα μάλλον είχε εγκλωβιστεί μέσα στο σπίτι της.

    Η επόμενη ενέργειά της ήταν να καλέσει τον κυρ-Νώντα τον κλειδαρά και να μπει μέσα στο διαμέρισμά της. Σε δυο λεπτά ο κυρ-Νώντας βρισκόταν έξω από την πολυκατοικία. Άνοιξε την εξώπορτα και ανέβηκαν μαζί στον δεύτερο όροφο. Εκεί, διέρρηξε την πόρτα του διαμερίσματος της Ευδοξίας και μπήκαν μέσα. Η καρδιά της Ευλαμπίας κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Στο χολ και στο σαλόνι όλα βρίσκονταν στη θέση τους, λες και δεν είχε γίνει σεισμός. Προχώρησαν πιο μέσα και μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. Το θέαμα που αντίκρισαν εκεί, τους προκάλεσε μεγάλο σοκ και ανάγκασε την Ευλαμπία να βγάλει μια γοερή κραυγή. Η φίλη της ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι της και ήταν πλημμυρισμένη στο αίμα. Το βαρύ, ξύλινο εικονοστάσι, είχε φύγει από τη θέση του και είχε συνθλίψει το κρανίο της άτυχης γυναίκας!

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

ΦΥΣΙΚΗ

Όλα σε αυτόν τον κόσμο είναι θέμα φυσικής, όσο κι αν κάποιοι αφελείς αρέσκονται να πιστεύουν ότι τα πάντα καθοδηγούνται, μεθοδεύονται, εκπορεύονται από υπερφυσικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, οι φελλοί πάντα θα επιπλέουν στο νερό και οι έχοντες βάρος θα βουλιάζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά! 

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

ΕΠΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Επτά μικρά αποσπάσματα από τα ισάριθμα ανέκδοτα βιβλία μου.

1. Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΡΟΜΒΟΣ
    Μόλις ο Λεό έστριψε στη γωνία για να μπει στο δρόμο του σπιτιού της Ρέας, έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας συμπλοκής αλλόδοξων. Το γεγονός εκείνο δεν ήταν πρωτοφανές στην κοινωνία τους, ούτε τον παραξένεψε ιδιαίτερα, τον στενοχώρησε όμως η διαπίστωση ότι οι συμπλεκόμενοι ήταν παιδιά. Τρεις δεκαπεντάχρονοι, με τον πράσινο ρόμβο να φιγουράρει στο στήθος τους, δέρνονταν αλύπητα, ακριβώς μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας των κοριτσιών, με τέσσερις δωδεκάχρονους, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν κι ένα κορίτσι. Τα μικρότερα αγόρια αμύνονταν δυναμικά, το κορίτσι όμως το είχαν σακατέψει.

    2. ΑΖΩΤΟ, ΟΞΥΓΟΝΟ ΚΑΙ ΕΥΔΩΡΟΝ
Άκουσε σιδερένιες πόρτες να κλείνουν και είδε τους μικρούς λαμπτήρες που κρέμονταν από την οροφή να ανάβουν και να φωτίζουν διακριτικά το χώρο. Επικράτησε μια μικρή ησυχία που δεν διήρκησε όμως πολύ. Εντελώς ξαφνικά, αντήχησε ο βόμβος  των πανίσχυρων μηχανών του σκάφους που έπαιρναν μπροστά και ολόκληρο το μεταλλικό θηρίο άρχισε να δονείται, κάνοντας έναν ανατριχιαστικό θόρυβο. Ο Έντι λούφαξε ξανά μέσα στο ξύλινο κουτί του, αποφασισμένος να κάνει υπομονή. Η μεγάλη, η πολυπόθητη στιγμή, είχε πια φτάσει και θα ήταν ανοησία του να τους δώσει το δικαίωμα να τον ανακαλύψουν.

    3. Ο ΝΤΟΝΤΟ ΚΑΙ Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΥΡΩΝ
    Την απάντηση την έδωσε μόνη της. Μία και μοναδική ήταν η εξήγηση αυτού του θλιβερού φαινομένου: Ο αποπροσανατολισμός και η τηλεθέαση. Παλαιότερα απολάμβανε την τηλεόραση, τον τελευταίο καιρό όμως είχε αρχίσει να μην ευχαριστιέται με την παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων. Η χαμηλή ποιότητά τους, την είχε κουράσει και την είχε απογοητεύσει. Αν και στην τηλεόραση χρωστούσε την οικονομική της ευμάρεια, εντούτοις δεν ένιωθε πολύ άνετα με την ύπαρξή της. Ώρες-ώρες μάλιστα ένιωθε ενοχές που κέρδιζε χρήματα από μια δουλειά που κατά βάθος κορόιδευε τον κόσμο. Γιατί και οι διαφημίσεις, τι άλλο ήταν; Μια οφθαλμαπάτη ήταν. Μια εξιδανικευμένη, ωραιοποιημένη και τυλιγμένη σε φανταχτερό περιτύλιγμα εξαπάτηση του καταναλωτή ήταν.

    4. ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΜΑΣ;
    Η Μάγδα, από την πρώτη στιγμή που την έκλεισαν μέσα σ’ εκείνο το καταθλιπτικό υπόγειο, σκεφτόταν την απόδρασή της. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να εξαφανιστεί από τη φυλακή της, όσο πιο γρήγορα γινόταν. Γνώριζε ότι, αν έμενε αρκετό καιρό φυλακισμένη, οι επιπτώσεις επάνω της θα ήταν επώδυνες. Η συμπεριφορά των δύο δεσμοφυλάκων της, φανέρωνε καθαρά τις εγκληματικές  τους προθέσεις, αλλά και τις σεξουαλικές τους διαθέσεις. Δεν γνώριζε τι είδους εντολές είχαν πάρει από εκείνο το κάθαρμα τον αντιπρόεδρο, ούτε στιγμή όμως δεν αμφέβαλλε ότι τα ξεμπερδέματά της μ’ εκείνα τα μούτρα δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστα. Ασφαλώς, ήταν βέβαιη ότι σε λίγες ώρες ο άντρας της θα είχε αρχίσει να την αναζητά και ίσως να δήλωνε την εξαφάνισή της στην αστυνομία, δεν έλπιζε όμως ότι θα μπορούσαν να την βρουν εύκολα. Κανένας σχεδόν δεν την είχε δει να φεύγει με συνοδεία από το υπουργείο, αλλά έστω και ότι υπήρχε κάποιος, αμφέβαλλε  αν θα άνοιγε το στόμα του στους αστυνομικούς.

    5.ΟΙ ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ
 Κι εντελώς ξαφνικά, ένα απλό τηλεφώνημα μέσα στην ανεμελιά ενός ευχάριστου, ανοιξιάτικου πρωινού, μετέτρεψε την επίπλαστη ευτυχία σε μιαν ανείπωτη δυστυχία. Μετέτρεψε σε μηδέν χρόνο το όνειρο σε εφιάλτη. Η υποτιθέμενη ευδαιμονία που επικρατούσε το τελευταίο διάστημα μέσα σ’ εκείνο το πολυτελές διαμέρισμα, σε μερικά  μόλις δευτερόλεπτα, μετουσιώθηκε σε μιαν άνευ προηγουμένου τραγωδία.
    «Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση», άκουσε η Μαρία τον αξιωματικό της τροχαίας να της ανακοινώνει, «να σας αναγγείλω ότι ο γιος σας έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος».

   6. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ
 Διέσχισε κάθετα τον κεντρικό δρόμο και αποφάσισε να περάσει μέσα από το παρκάκι που έβγαζε κατευθείαν στο δρόμο του σπιτιού της, κάτι που το έκανε συχνά όταν βιαζόταν. Εξάλλου, ήταν ακόμα νωρίς και η παρουσία ανθρώπων στη γύρω περιοχή ήταν αρκετά πυκνή. Πέρασε μπροστά από σπιτάκι των κηπουρών του Δήμου και, τη στιγμή που εμφανιζόταν στην πίσω πλευρά, ένιωσε την παρουσία κάποιου, με αποτέλεσμα το καμπανάκι του κινδύνου να χτυπήσει δυνατά μέσα στο κεφάλι της. Ενστικτωδώς τραβήχτηκε στο πλάι, κι αυτό ίσως ήταν που την έσωσε από το δολοφονικό χτύπημα του άγνωστου άντρα που της επιτέθηκε ύπουλα με ένα μαχαίρι. Η λάμα του φονικού οργάνου την βρήκε ξώφαλτσα στον ώμο, ενώ το όπλο σηκώθηκε για δεύτερη φορά ευελπιστώντας να βρει καλύτερο στόχο.

    7. WAR PIGS (Συλλογή διηγημάτων Ε.Φ.)
    Ο Φίλης σάστισε με την αντικοινωνική και επικίνδυνη οδική συμπεριφορά του οδηγού του φορτηγού, έκανε έναν ελιγμό για να περάσει πίσω του και κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Καθώς το μεγάλο όχημα απομακρυνόταν, ο Φίλης ακινητοποίησε το ποδήλατό του και στράφηκε προς το μέρος του φορτηγού. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι, εκτός από την προκλητική παράβαση του Κ.Ο.Κ, υπήρχε και κάτι άλλο. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ανεγκέφαλο οδηγό, άργησε όμως να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς ήταν αυτό. Το σκεφτόταν συνέχεια, ακόμα και την ώρα που διάβαζε, κι έσπαγε το κεφάλι του για να μπορέσει να βρει την άκρη. Τελικά, το ανακάλυψε λίγο αργότερα, τη στιγμή που έπεφτε για ύπνο.

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ

Διήγημα επιστημονικής φαντασίας για την υπεροψία, την κακοήθεια και την ανοησία!

    «Το ξέρεις ότι η Βασιλεία απέκτησε οικιακό βοηθό;» ήταν το πρώτο σχόλιο που βγήκε από το στόμα της γυναίκας του, μόλις πάτησε το πόδι του στο σπίτι.
    Άρχισαν πάλι οι συγκρίσεις με τη γειτόνισσα, συλλογίστηκε ο Σπύρος. Κακός μπελάς μας έχει βρει με αυτήν την ψηλομύτα. Έχει γούστο η Μαίρη να θέλει κι αυτή ρομπότ; Μόνο αυτό μας έλειπε τώρα. Δεν μας έφταναν τα τόσα προβλήματα με τα παιδιά και με τις δυσκολίες στο μαγαζί, έχουμε και τις παράλογες απαιτήσεις της αγαπητής μας συμβίας.
    Ο Σπύρος γνώριζε καλά την αιτία που προκαλούσε αυτήν την αναστάτωση στο σπίτι του. Από την ημέρα που η οικογένεια του Μάνου είχε έρθει από το χωριό της και είχε εγκατασταθεί δίπλα τους, είχαν χάσει την ησυχία τους από την πολυλογού και ξεμυαλισμένη σύζυγό του. Όποτε είχαν την ατυχία να τη συναντήσουν στο διάδρομο, η την είσοδο της πολυκατοικίας, υπέφεραν τα πάνδεινα. Η ενοχλητική εκείνη γυναίκα, άρχιζε έναν ασυνάρτητο μονόλογο και τους έπαιρνε ώρα μέχρι να καταφέρουν να ξεμπλέξουν. Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν μόνον ότι μιλούσε πολύ, αλλά ότι αναφερόταν κυρίως σε ανούσια και πεζά πράγματα. Φυσικά, τον πρώτο λόγο σε ό, τι έλεγε, είχε το ‘’εγώ’’. Η ανεγκέφαλη γυναίκα, νόμιζε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου. Ό, τι είχε σχέση με τον εαυτό της και το σπίτι της, περιγραφόταν πάντοτε στον υπερθετικό βαθμό, οτιδήποτε όμως αφορούσε τους άλλους, υποβαθμιζόταν εντέχνως από το λαλίστατο στόμα της γλωσσούς Βασιλείας. Εκείνος βέβαια δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στις ανοησίες της, η Μαίρη όμως είχε επηρεαστεί. Ο διαρκής κομπασμός και ο επαναλαμβανόμενη περιαυτολογία της γειτόνισσας, είχαν δημιουργήσει στη Μαίρη ένα μικρό σύμπλεγμα κατωτερότητας.
     Ο Σπύρος, γνωρίζοντας πόσο ανταγωνιστική ήταν η Βασιλεία, απέφευγε να παίξει το ανόητο παιχνίδι της. Εκείνον δεν τον ενδιέφεραν τα εισοδήματα των άλλων, ούτε τον απασχολούσε πόσο καλό σπίτι ή πόσο καλό αυτοκίνητο διέθετε ο καθένας. Εκείνος αγωνιζόταν νυχθημερόν για την ευημερία της οικογένειάς του, αδιαφορώντας να μπει στη λογική μιας ανώφελης επίδειξης, στο όνομα και μόνο της δήθεν κοινωνικής καταξίωσης. Αλίμονο αν παρασυρόταν να λειτουργήσει σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα που είχαν θεσπίσει κάποιοι ρηχά σκεπτόμενοι άνθρωποι. Αυτόν, άλλα τον  ενδιέφεραν. Πρωταρχικά τον απασχολούσε η συνεχής αγωνία του να μη στερήσει τα βασικά αγαθά από τους δικούς του ανθρώπους, καθώς και η έννοια του για τη σωστή ανατροφή και μόρφωση των παιδιών του. Τα μεγάλα λόγια και οι κομπασμοί της Βασιλείας και των ομοίων της, τον άφηναν παγερά αδιάφορο.
    «Να τον κάνει, τι;» αρκέστηκε να σχολιάσει, καθώς έβγαζε το μπουφάν του.
    «Μα τι λες, τώρα;» η Μαίρη ύψωσε τον τόνο της φωνής της. «Άκου τι να τον κάνει; Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τόσο τέλειο ρομπότ, ώστε να μπορούσα να ξεκουραστώ λιγάκι».
    Να, τα, σκέφτηκε ο Σπύρος. Καλά το κατάλαβα ότι, εμμέσως πλην σαφώς, θα μου ζητούσε κι εμένα οικιακό βοηθό. Όχι δηλαδή πως θα μου κακοφαινόταν να είχαμε κι εμείς έναν, αλλά το ζήτημα, εκτός από οικονομικό, είναι και ορθολογικό. Η Μαίρη, όπως και η Βασιλεία, δεν εργάζεται, οπότε η απασχόληση με τις δουλειές του σπιτιού, μάλλον καλό της κάνει. Της δίνει την ευκαιρία να καταπολεμήσει την ανία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η διαρκής ενασχόλησή της με το σπίτι και με τα παιδιά, δίνει και κάποιο νόημα στη ζωή της. Τι θα έκανε αν καθόταν όλη μέρα σταυροπόδι; Πώς θα γέμιζε το χρόνο της; Ή θα αποβλακωνόταν μπροστά στην τηλεόραση, ή θα έλιωνε τις σόλες των παπουτσιών της επιθεωρώντας τις βιτρίνες των καταστημάτων. Εξάλλου, δε μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν βγαίνει. Θα ήταν αγνώμων αν ξεχνούσε ότι, όποτε έχω κι εγώ ελεύθερο χρόνο, τον αφιερώνω για να τη βγάλω έξω. Και στο θέατρο πηγαίνουμε και τον κινηματογράφο δεν τον αφήνουμε παραπονεμένο και εκδρομές πάμε και ο καφές και το ποτό δεν μας έχουν λείψει ποτέ. Γιατί λοιπόν να δαπανήσουμε ένα σωρό χρήματα για την αγορά και τη συντήρηση ενός μηχανήματος, το οποίο στην ουσία μας είναι περιττό;
    «Κοίταξε να δεις, μωρό μου», της είπε τρυφερά. «Μην παρασύρεσαι από τις επιδεικτικές κινήσεις της Βασιλείας. Η γυναίκα είναι ξιπασμένη και το ξέρεις. Ξεχνάς μήπως, πριν από λίγο καιρό που αγοράσαμε καινούριο αυτοκίνητο, γιατί το παλιό μας τα είχε φάει τα ψωμιά του, που έσπευσε αμέσως να αποκτήσει κι εκείνη μια λιμουζίνα, μόνο και μόνο για να μας δείξει ότι είναι ανώτερη από μας; Η γυναίκα έχει πρόβλημα κι εσύ το γνωρίζεις καλύτερα από μένα. Είναι ρηχή και φαντασμένη και καλά θα κάνεις να μην την ακολουθείς από πίσω».
    Η Μαίρη παραδέχτηκε ενδόμυχα ότι ο άντρας της είχε δίκιο. Τη στενοχωρούσε που η Βασιλεία κόμπαζε συνεχώς και υπήρξαν κάποιες φορές που, εξαιτίας αυτής της βλακώδους συμπεριφοράς της, είχε θιχτεί βάναυσα ο εγωισμός της Μαίρης. Θυμήθηκε μάλιστα τη χρονιά που είχε περάσει ο γιος της στο πανεπιστήμιο, την ίδια εποχή που η κόρη της Βασιλείας είχε μόλις και μετά βίας εισαχθεί σε κάποιο τεχνολογικό ίδρυμα, και η ανόητη γειτόνισσά της υπερηφανευόταν ότι η κόρη της σπούδαζε στο πανεπιστήμιο.
    «Μα η κόρη σου δεν φοιτά σε ανώτατη σχολή», είχε τολμήσει να της αντιτάξει κάποια φορά από τις πολλές που το επαναλάμβανε, και είχε δεχτεί μια άνευ λόγου επίθεση.
    «Σε γελάσανε», της είχε πει, στραβομουτσουνιάζοντας. «Η κόρη μου είναι φοιτήτρια, αλλά το λες αυτό επειδή ζηλεύεις».
    Από τότε, όταν μιλούσε μαζί της, πρόσεχε ιδιαίτερα τα λόγια της. Δεν είχε καμιά όρεξη να έρχεται σε αντιπαράθεση μ’ εκείνη τη σουρλουλού. Την ανεχόταν επειδή είχε την ατυχία να βρίσκεται δίπλα της, ώρες-ώρες όμως επηρεαζόταν αρνητικά από την επιδεικτική διάθεσή της. Έρχονταν στιγμές που ήθελε να της αποδείξει ότι κι εκείνη δεν υστερούσε απέναντί της. Το ίδιο είχε πάθει και τώρα που είχε μάθει για την απόκτηση του ρομπότ. Στην ουσία,  η ίδια δεν το είχε και μεγάλη ανάγκη, αφού τα έβγαζε εύκολα πέρα με τις δουλειές του σπιτιού. Απλώς, είχε εκφράσει την επιθυμία να αποκτήσει κι εκείνη ένα, για να μη φανεί μικρότερη στα μάτια της Βασιλείας.
   
                                                           # # # # #

    Τον Τόκι, τον είδε για πρώτη φορά ένα πρωινό, την ώρα που έβγαζε έξω τα σκουπίδια. Συναντήθηκαν μπροστά στον κάδο απορριμμάτων του Δήμου και η Μαίρη έμεινε έκθαμβη από την εντυπωσιακή εμφάνιση του ρομπότ της Βασιλείας. Με ύψος ένα και ενενήντα, με σιλουέτα που θύμιζε ήρωα των κόμικς και με εκείνο το γυαλιστερό, θαλασσί χρώμα του, σε κέρδιζε με την πρώτη ματιά.
    Είναι πανέμορφος, μονολόγησε η Μαίρη, νιώθοντας ζήλια για τη Βασιλεία. Αν είναι καλός και στις δουλειές, τότε παίρνει άριστα.
    «Καλημέρα σας, κυρία», τον άκουσε να της απευθύνει το λόγο και η ζήλια της φούντωσε ακόμα περισσότερο. Ο Τόκι ήταν ένα αριστούργημα αισθητικής, ένα άψογο εργαλείο εξυπηρέτησης και ένα ευγενέστατο υποκατάστατο του ανθρώπου. Τι άλλο περισσότερο θα μπορούσε να θέλει κάποιος από ένα ανθρωπόμορφο κατασκεύασμα που είχε δημιουργηθεί για να υπηρετεί τον άνθρωπο;
    «Καλημέρα, Τόκι», του ανταπόδωσε το χαιρετισμό. «Με γνωρίζεις;»
    «Ασφαλώς, κυρία. Μένετε στο διπλανό διαμέρισμα και σας λένε Μαίρη».
    Χμ, βλέπω είσαι καλά πληροφορημένος, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Μαίρη. «Τι άλλο γνωρίζεις για μένα, Τόκι;» τον ρώτησε φωναχτά, σε μια προσπάθεια να μάθει τι λεγόταν στο σπίτι της Βασιλείας. Ήταν βέβαιη ότι πολλά θα λέγονταν σε βάρος τους από το στόμα της κουτσομπόλας γειτόνισσάς της.
    «Είσαστε καλή γυναίκα, αλλά κακομοίρα. Ο άντρας σας είναι ανίκανος να σας προσφέρει αυτά που προσφέρει ο κύριος Μάνος στην κυρία μου».
    Ώπα, να που το υποψιαζόμουν, μονολόγησε η Μαίρη. Καλά μου το έλεγε ο Σπύρος να μην της δίνω και μεγάλη σημασία. Η γυναίκα έχει καβαλήσει το καλάμι και νομίζει ότι αυτή είναι και κανένας άλλος. Ο άντρας της, της προσφέρει πολλά, αυτό είναι σίγουρο, απορώ όμως πως το καταφέρνει, τη στιγμή που είναι ένας απλός υπάλληλος.
    Την απορία αυτή την είχαν, κι εκείνη και ο άντρας της. Πάντοτε αναρωτιόνταν πού έβρισκαν τα χρήματα οι γείτονές τους, για να προβαίνουν σε τόσες σπατάλες;  Τους έβλεπαν κάθε τρεις και λίγο να ανακαινίζουν το σπίτι τους, να αλλάζουν επίπλωση, να αλλάζουν αυτοκίνητα, να στέλνουν τα παιδιά τους σε κολέγια και να ντύνονται με την τελευταία λέξη της μόδας και απορούσαν, πώς ήταν δυνατό να βγαίνουν  όλα αυτά πέρα με ένα μόνο μισθό;
    «Να σε ρωτήσω κάτι, Τόκι», συνέχισε την ανάκριση η Μαίρη, αφού κατάλαβε ότι η ευκαιρία που της δινόταν να μάθει αυτό που τους βασάνιζε, ήταν μοναδική. «Ο κύριός σου, τι δουλειά κάνει;»
    «Είναι επιστάτης σε μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρία», απάντησε χωρίς δισταγμό ο Τόκι.
    «Εντάξει, αυτό το γνωρίζω», επέμεινε η Μαίρη. «Εκτός από αυτή τη δουλειά όμως, δεν ασχολείται και με κάτι άλλο;»
    Το τέλειο κατασκεύασμα, όπως είχε νομίσει η Μαίρη ότι ήταν ο Τόκι, αποδειχνόταν ότι είχε μεγάλο στόμα, ήταν όμως και πολύ αφελές. Ήταν άριστα ενημερωμένο, αλλά αγνοούσε την έννοια της λέξης εχεμύθεια και διέδιδε με μεγάλη ευκολία όλα όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι των ιδιοκτητών του. «Δεν χρειάζεται να ασχοληθεί με άλλα πράγματα», άρχισε να αποκαλύπτει αυτό που ενδιέφερε τη συνομιλήτριά του. «Εκτός από τον μισθό του, βγάζει και άλλα χρήματα από τις συναλλαγές που κάνει με τους προμηθευτές της εταιρίας».
    Όλα λοιπόν έχουν την εξήγησή τους, μονολόγησε η Μαίρη. Να που βρίσκονται τα χρήματα για τόσο αλόγιστες σπατάλες. Να γιατί η κυρία Βασιλεία κοκορεύεται και μας το παίζει μεγάλη και τρανή. Ξοδεύει με άνεση και ευκολία τα λεφτά που κερδίζει ο Μάνος, γιατί είναι χρήματα αδήλωτα και αφορολόγητα. Και μετά  έρχονται και σου λένε ότι το κράτος έχει πρόβλημα. Ε, πώς να μην έχει πρόβλημα όταν, από τη μια, οι κύριοι της εξουσίας σπαταλούν προκλητικά τα λεφτά των κορόιδων που πληρώνουν φόρους και, από την άλλη, υπάρχουν χιλιάδες ‘’έξυπνοι’’ συμπολίτες μας που κερδίζουν χρήματα από αδήλωτες πηγές και ζουν πλουσιοπάροχα, φοροδιαφεύγοντας.
    «Τόκι, έλα γρήγορα επάνω», η αντιπαθητική φωνή της Βασιλείας, τους διέκοψε τη συζήτηση. Είχε βγει στο μπαλκόνι του διαμερίσματός της, προφανώς έχοντας ανησυχήσει από την αργοπορία του ρομπότ της. Απέφυγε να χαιρετήσει τη Μαίρη, αγνοώντας την  επιδεικτικά. Η αυτάρεσκη γειτόνισσα, μετά την αρχικά επιδεικνυόμενη προσποιητή της ευγένεια, είχε αρχίσει να δείχνει και τον άλλο της εαυτό. Τελικά, όπως είχαν όλοι διαπιστώσει, η γυναίκα εκείνη δεν είχε πάνω της ούτε ένα χάρισμα. Όλοι όσοι τη γνώριζαν, μπροστά της μιλούσαν ευγενικά και χαμογελαστά και πίσω της κρυφογελούσαν και την ειρωνεύονταν. Δεν υπήρχε άνθρωπος στη γειτονιά που να την έχει σε υπόληψη. Εκείνη όμως, εκτός από ξιπασμένη, ήταν και τόσο ηλίθια, που δεν έπαιρνε χαμπάρι τι γινόταν γύρω της. Τυφλωμένη από εκείνον τον αρρωστημένο εγωισμό της, αδυνατούσε να διακρίνει όλα όσα συνέβαιναν στον περίγυρό της, Είχε πλάσει έναν φανταστικό κόσμο και ζούσε μέσα του, τρέφοντας την απατηλή εντύπωση ότι ο εαυτός της ήταν το κεντρικό πρόσωπο του σύμπαντος.

                                                             # # # # #

     Η Μαίρη άνοιξε την πόρτα του φούρνου και μια εξαίσια μυρωδιά ξεχύθηκε στον αέρα, σπάζοντας τις μύτες των προσκεκλημένων της, που κάθονταν δίπλα στην τραπεζαρία και περίμεναν πως και πως την ώρα που η οικοδέσποινα θα τους  σερβίριζε τα νόστιμα εδέσματά της. Οι συνήθεις ύποπτοι ήταν όλοι εκεί. Η οικογένειά της, η αδελφή της Ρένια με τον άντρα της, η φίλη της Τίνα με τον άντρα της και οι αδελφές Ξαρά, χωρίς συντρόφους, γιατί τους είχαν, εδώ και πολύ καιρό,  δώσει απολυτήριο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε το τραπέζι σε όλους εκείνους τους προσφιλείς της ανθρώπους, όποτε όμως το συζητούσε με τη Βασιλεία, εκείνη  έσπευδε αμέσως να της δηλώσει ότι είχε καλέσει στο σπίτι της τον τάδε διευθυντή και τον δείνα υψηλά ιστάμενο, για να δοκιμάσουν τα υπέροχα φαγητά της. Μια φορά πάντως που η Μαίρη έτυχε να δοκιμάσει κάτι δικό της, διαπίστωσε ότι δεν τρωγόταν. Η γυναίκα μαγείρευε απαίσια, εκείνη όμως κόμπαζε για το πόσο ωραία ήταν τα φαγητά της και για το με πόσο σημαντικούς ανθρώπους συναναστρεφόταν.
    «Αλήθεια, Μαίρη μου», τη ρώτησε η αδελφή της, θυμίζοντάς της ξανά την ανόητη Βασιλεία, «τι κάνει αυτή η φαντασμένη η διπλανή σου;»
    Η Μαίρη χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε. Την απάντηση, η Ρένια την πήρε από το Σπύρο. «Έχει λαλήσει. Γελάει μαζί της όλη η γειτονιά, εκείνη όμως ζει στον κόσμο της. Μιλάει ακατάπαυστα και φυσικά λέει βλακείες. Την έχουν πάρει όλοι στο ψητό, αλλά αυτή δεν καταλαβαίνει τίποτα. Από τότε μάλιστα που ο άντρας της έπιασε δυο δεκάρες-ένας Θεός βέβαια ξέρει πως-η μύτη της έχει αγγίξει τον ουρανό. Ευτυχώς που, λόγω αυτής κυρίως της αιτίας, τώρα τελευταία δεν μας δίνει ιδιαίτερη σημασία. Της έρχεται λίγο δύσκολο βλέπεις να μιλάει με ανθρωπάκια σαν εμάς».
    «Την κακομοίρα», σχολίασε η Τίνα. «Αυτή δηλαδή, έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα».
    «Έτσι όπως το λες είναι», συμφώνησε ο Σπύρος, «αλλά το δυστύχημα είναι ότι δεν το ξέρει».
    «Η γυναίκα έχει τόσο μεγάλο βλάψιμο», επενέβη η Μαίρη, καθώς ακουμπούσε μπροστά τους τις πιατέλες με τα φαγητά που μοσχοβολούσαν, «που, φανταστείτε, βγαίνει για ψώνια με το ρομπότ της. Άσε που, πριν βγει έξω, στήνεται επί δύο ώρες στον καθρέφτη και μακιγιάρεται σα να ήταν να πάει σε δεξίωση. Ακόμα και ένα ψωμί να βγει να πάρει από το φούρνο, ακολουθεί την ίδια διαδικασία και ο Τόκι την ακολουθεί κατά πόδας για το μεταφέρει αυτός. Η κατάστασή της είναι πολύ σοβαρή και ελπίζω να μη γίνει σοβαρότερη».
    «Μη σας ξενίζει αυτή η συμπεριφορά», είπε η μία εκ των αδελφών Ξαρά. «Ξέρω πολλές κυρίες σαν αυτήν που κάνουν ακριβώς τα ίδια. Εγώ πιστεύω ότι αυτό βασικά οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφερόντων. Οι γυναίκες αυτές, μην έχοντας με τι να ασχοληθούν και νιώθοντας απίστευτη ανία, προσπαθούν να την καταπολεμήσουν με ανούσιες πρακτικές».
     «Εγώ θα πρότεινα», μίλησε η δεύτερη από τις αδελφές, «να αφήσουμε στην άκρη τη συζήτηση για την αντιπαθητική αυτή κυρία, και να πέσουμε με τα μούτρα στο φαί. Ειλικρινά, προτιμώ να δοκιμάζω τις υπέροχες σπεσιαλιτέ της Μαίρης, παρά να μιλάω για ανθρώπους χωρίς περιεχόμενο».
    «Δεν έχεις άδικο», συμφώνησε μαζί της η Ρένια, καθώς άρχισε να γεμίζει το πιάτο της με διάφορους μεζέδες. «Ασχολούμαστε με ένα ανάξιο λόγου άτομο, και παραμελούμε αυτό για το οποίο συγκεντρωθήκαμε εδώ πέρα».
   Έτσι, επιδόθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια στην απόλαυση της νοστιμότατης κουζίνας της Μαίρης, δοκίμασαν ένα υπέροχο επιδόρπιο και, όταν τελείωσαν,  πέρασαν στο σαλόνι. Εκεί συνέχισαν την κουβέντα τους έως αργά τη νύχτα, με τη συνοδεία απαλής μουσικής και πίνοντας διάφορα απεριτίφ.

                                                           # # # # #

    Το πρωί πετάχτηκε μέχρι το φαρμακείο για να αγοράσει μια κρέμα προσώπου. Φτάνοντας κοντά, αντίκρισε την εντυπωσιακή σιλουέτα του Τόκι να εμφανίζεται  μέσα από το κατάστημα. Παραξενεύτηκε που τον είδε μόνο του. Της έκανε εντύπωση που η Βασιλεία τον είχε στείλει για ψώνια, χωρίς τη δική της παρουσία.
    «Καλημέρα, κυρία Μαίρη», τη χαιρέτησε με το γνωστό σε όλους ευγενικό του τρόπο.
    «Καλημέρα, Τόκι», του ανταπόδωσε το χαιρετισμό η Μαίρη, δράττοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να του κάνει και μια μικρή ανάκριση. «Πώς και βγήκες μόνος σου για ψώνια;»
    «Η κυρία μου είναι άρρωστη και με έστειλε να της πάρω το φάρμακό της», της εξήγησε με προθυμία  το ρομπότ.
    «Μπα, τι έπαθε; Έχει κάτι σοβαρό;»
    «Δεν ξέρω ακριβώς», της απάντησε ο Τόκι. «Πονάει το κεφάλι της και άκουσα τον κύριό μου να λέει στο γιατρό ότι το παθαίνει συχνά, λόγω των μεγάλων ευθυνών που έχει αναλάβει».
    Η Μαίρη έπεσε από τα σύννεφα. Για ποιες ευθύνες μιλούσε το σαχλοκούδουνο; Εκείνη καθόταν όλη μέρα ξαπλωμένη και διάβαζε περιοδικά και η μόνη της ασχολία εκτός σπιτιού ήταν τα ψώνια από τα μαγαζιά, η λογοδιάρροια με τις πωλήτριες και η επίσκεψή της στην τράπεζα για να ελαφρύνει το λογαριασμό του συζύγου της.
    «Τι μου λες; Κρίμα την κακομοίρα», έκανε με συμπονετικό ύφος η Μαίρη.
    «Η κυρία μου δεν είναι κακομοίρα», είπε με ύφος συνηγόρου ο Τόκι, δείχνοντας ότι είχε ενοχληθεί από την έκφραση συμπάθειας της Μαίρης. «Εκείνη λέει ότι εσείς είσαστε κακομοίρα και ότι σας λυπάται που ζείτε τόσο στερημένα».
    Η Μαίρη έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Η Βασιλεία δεν είχε το Θεό της. Άκου τι ιδέα είχε για εκείνην και ήταν εντελώς βέβαιη ότι θα την διέδιδε και στους άλλους. Δεν την πείραξε η άσχημη γνώμη που έτρεφε για εκείνην, αλλά η κακοήθειά της να τη μεταφέρει και στον κόσμο. Όλοι βέβαια γνώριζαν ποια ήταν η μια και ποια ήταν η άλλη, η συνήθεια όμως της φαντασμένης γειτόνισσάς της να μιλάει υποτιμητικά για την δική της οικογένεια, της προκάλεσε θυμηδία.
    «Η κυρία μου ζει σαν βασίλισσα», συνέχισε ο Τόκι το παραμύθι που είχε διδαχτεί, «κι εσείς, όσο και να θέλετε να τη φτάσετε, ποτέ σας δεν θα μπορέσετε να το καταφέρετε».
    Ε, αυτό πάει πολύ, μονολόγησε η Μαίρη. Η γυναίκα έχει τρελαθεί εντελώς. Ποια νομίζει ότι είναι; Ξέχασε από πού έχει έρθει και τι ήταν πριν αρχίσει να βγάζει μαύρα λεφτά ο άντρας της;
    Θυμήθηκε τη ρήση του Σόλωνα, τότε που, σύμφωνα με την ιστορία, ο μεγάλος εκείνος Αθηναίος σοφός είχε επισκεφτεί το βασιλιά Κροίσο. «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε, αυτό να πεις στη φαντασμένη κυρία σου, που έχει τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της», είπε φανερά εκνευρισμένη και μπήκε μέσα στο φαρμακείο.    

                                                              # # # # #

    Τα νέα ο Σπύρος τα έμαθε από τον υπάλληλό του. Είχε πεταχτεί μέχρι την εφορία για να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες και, όταν επέστρεψε στο μαγαζί, πληροφορήθηκε τα συμβάντα από το Μίλτο.
    «Τα μάθατε, κύριε Σπύρο;» έτρεξε να τον ενημερώσει μόλις τον είδε να εμφανίζεται. «Τα ρομπότ της εταιρίας ΤΕΧΝΟΠΛΑΣΤΙΚ, παρουσίασαν σοβαρή βλάβη και βγήκε ανακοίνωση επείγουσας απόσυρσής τους. Εμφάνισαν σημάδια δυσλειτουργίας και ακούστηκαν και κάποιες ανεπιβεβαίωτες φήμες ότι μερικά από αυτά έκαναν κακό στους ιδιοκτήτες τους».
    Ο Σπύρος θυμήθηκε ότι το ρομπότ της Βασιλείας ήταν προϊόν αυτής της εταιρίας και αναρωτήθηκε τι να είχε συμβεί. «Δηλαδή, τι ακριβώς έκαναν και αναγκάστηκαν να τα αποσύρουν;»
    «Οι αρχές, πέραν της ανακοίνωσης περί βλάβης, αποφεύγουν να δώσουν περισσότερες εξηγήσεις, αλλά ένας δημοσιογράφος ισχυρίστηκε ότι εμφάνισαν σημάδια βίαιης συμπεριφοράς και πιθανολογεί ότι μερικά έφτασαν ακόμα και μέχρι το φόνο».
    Ο Σπύρος ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. Έχει γούστο, σκέφτηκε, ο Τόκι να επιτέθηκε στην κυρία του. «Θα πεταχτώ λίγο μέχρι το σπίτι μου», ενημέρωσε το Μίλτο. «Εσύ έχε το νου σου στο μαγαζί».
    Όταν έφτασε έξω από την πολυκατοικία του, είδε μαζεμένο κόσμο και ο νους του πήγε στο χειρότερο. Επιχείρησε να ανέβει επάνω, αλλά τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί.
    «Περιμένετε λίγο να τελειώσει ο ιατροδικαστής», του εξήγησε ένας βαθμοφόρος.
    «Μα τι έγινε;» ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Σπύρος. «Εδώ είναι το σπίτι μου και θέλω να μάθω αν η οικογένειά μου είναι καλά».
    «Μην ανησυχείτε. Όλοι, εκτός από την άτυχη κυρία Βασιλεία, είναι καλά».
    «Τι έπαθε η Βασιλεία;» ρώτησε ο Σπύρος. Τρόμαξε στη σκέψη ότι η ξιπασμένη γειτόνισσά τους είχε πέσει θύμα του Τόκι
    «Δυστυχώς είναι νεκρή», τον πληροφόρησε το όργανο του νόμου, κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του. «Τη σκότωσε το ρομπότ της».
    Την ίδια στιγμή έτρεξε δίπλα του η Μαίρη και τον έπιασε από το μπράτσο. «Τα έμαθες; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι ο Τόκι έκανε κάτι τέτοιο. Φαινόταν τόσο ήρεμος, τόσο άκακος. Όλα επάνω του μαρτυρούσαν ότι τη Βασιλεία τη λάτρευε».
    «Δεν έφταιγε αυτός», της εξήγησε ο Σπύρος. «Απ’ ό, τι είπαν, όλη η σειρά παρουσίασε λειτουργικό σφάλμα. Όλα τα ρομπότ σαν τον Τόκι, αποσύρθηκαν άμεσα από την εταιρία που τα κατασκευάζει, λόγω βλάβης. Το ευτύχημα, απ’ ό, τι έχω ακούσει, είναι πως δεν υπάρχουν πολλά. Ελπίζω να έγινε γρήγορα η απόσυρση και να μην ακούσουμε ότι υπάρχουν και άλλα θύματα».
    Λίγη ώρα μετά, εμφανίστηκε ο ιατροδικαστής, συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας. Αγνόησαν τους δημοσιογράφους που τους πολιόρκησαν και πλησίασαν κοντά στον βαθμοφόρο που στεκόταν δίπλα στο Σπύρο και τη Μαίρη.  Η συννεφιασμένη έκφραση των προσώπων τους, φανέρωνε απορία, ανάμικτη με μια εμφανή δόση δυσφορίας. Το ύφος τους προβλημάτισε τους υπόλοιπους.
    «Καταφέραμε να μιλήσουμε με την κόρη του θύματος», εξήγησε χαμηλόφωνα ο αξιωματικός στο συνάδελφό του, «μόλις βέβαια το δυστυχισμένο κοριτσάκι μπόρεσε να συνέλθει από το τρομερό σοκ, και μάθαμε όλες τις λεπτομέρειες του συμβάντος. Η άτυχη κοπέλα έγινε άθελά της αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της μητέρας της. Όπως μας είπε, μπήκε μέσα στο σαλόνι να τη ρωτήσει κάτι, και είδε το ρομπότ τους να έχει πιάσει την οικοδέσποινα από το λαιμό και να ετοιμάζεται να τη στραγγαλίσει. Της λύγισαν τα γόνατα με αυτό που είδε. Δεν τολμούσε να πιστέψει ότι ο πιστός τους οικιακός βοηθός, το αριστούργημα εκείνο της τεχνολογίας, θα προέβαινε σε μια τόσο τρομερή και ακατανόητη πράξη. Θέλησε να φωνάξει, αλλά  της είχε κοπεί η μιλιά. Εκείνο που της προξένησε μεγάλη εντύπωση ήταν η στωική αντίδραση της μητέρας της. Η κακότυχη γυναίκα βρισκόταν καθιστή μπροστά στον δήμιό της και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει, πριν το ρομπότ της σφίξει με τα ατσάλινα χέρια του το λαιμό της, ήταν η παράξενη φράση, ‘’όντως, μηδένα προ του τέλους μακάριζε!’’»


                                                  @ @ @ @ @ @ @ @