Σελίδες

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΗΣ


     ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ


                         Ο  ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΗΣ


       Η κατασκευή του οικισμού δεν ήταν μια απλή, ξαφνική ιδέα του. Δεν ξύπνησε δηλαδή ένα πρωί και είπε: «Σήμερα θα φτιάξω μια πόλη με κτήρια αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής». Ήταν το όνειρο ολόκληρης της ζωής του. Ο Αγαθοκλής το σκεφτόταν αρκετά συχνά, από την παιδική του κιόλας  ηλικία. Αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις συχνές επισκέψεις του σε αρχαιολογικούς χώρους, αφού ο πατέρας του ήταν αρχαιολόγος και πολλές φορές τον έπαιρνε μαζί του σε αυτούς τους χώρους. Επηρεασμένος βαθιά από την συχνή αυτή επαφή του με τα αρχαία, άρχισε σιγά-σιγά να οραματίζεται την επαναδημιουργία ενός οικισμού στα πρότυπα των αρχαιοελληνικών. Έτσι, η πραγματοποίηση αυτού του οράματος, του είχε γίνει σκοπός ζωής, τον εξιτάριζε. Γνώριζε ότι, το τίμημα για την ολοκλήρωση ενός τόσο μεγαλόπνοου σχεδίου, θα ήταν βαρύ, εκείνος όμως δεν λιγοψυχούσε. Θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για την επίτευξη αυτού του υψηλού στόχου. Δεν τον ενδιέφερε ο πλουτισμός, δεν ήταν ο σκοπός της ζωής του, όταν όμως ενηλικιώθηκε, κατάλαβε ότι χωρίς χρήματα δεν θα κατάφερνε να φέρει σε πέρας το μεγαλόπνοο σχέδιό του. Καλώς ή κακώς, η κατασκευή ενός τόσο δαπανηρού έργου, μόνον με την ύπαρξη ενός  πακτωλού χρημάτων θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Έτσι, αναγκαστικά, υποχρεώθηκε να γίνει σκλάβος της δουλειάς και του χρήματος! Σπούδασε αρχιτεκτονική και άρχισε να εργάζεται σε μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρία, απασχολούμενος παράλληλα και σε δικές του εργασίες.
    Έπρεπε να περάσουν είκοσι ολόκληρα χρόνια, μέχρι τη στιγμή που θα έκρινε πως ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Μετά, και για ένα μεγάλο  χρονικό διάστημα, επιδόθηκε στη ρυμοτομική σχεδίαση του οικισμού και στην αρχιτεκτονική μορφή των κτηρίων του. Μόλις  ολοκλήρωσε  τα σχέδια, επιδόθηκε στην αναζήτηση του χώρου που θα κατασκεύαζε την λιλιπούτεια και με αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική  πόλη του. Υπήρχαν δυο βασικές παράμετροι, οι οποίοι θα έπρεπε υποχρεωτικά να ληφθούν υπόψη. Η έκταση να είναι μεγάλη, τουλάχιστον είκοσι στρέμματα, και να βρίσκεται κάπου κοντά στην Αθήνα.
    Μετά από πολυήμερη αναζήτηση, βρήκε τον κατάλληλο χώρο κάπου λίγο πιο έξω από το Κρυονέρι Αττικής. Η έκταση ήταν ιδανική για να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ενός τέτοιου είδους οικισμού, η δαπάνη απόκτησής της όμως ήταν ασύμφορη. Αν  προχωρούσε στην αγορά της, θα αναγκαζόταν να διαθέσει όλο το χρηματικό του απόθεμα, που με τόσο κόπο και θυσίες είχε αποταμιεύσει, κι αυτό θα του στερούσε τη δυνατότητα να προχωρήσει στην έναρξη των απαραίτητων οικοδομικών εργασιών.
    Κυριεύτηκε από απογοήτευση. Δεν τολμούσε να πιστέψει ότι το όραμα τόσων χρόνων θα κατέληγε να γίνει ένα απραγματοποίητο όνειρο, ένας εφιάλτης. Το μυαλό του, η σκέψη του, όλο του το είναι, δεν την δεχόταν αυτήν την προοπτική. Ένιωσε πελαγωμένος. Έψαχνε για εναλλακτικές λύσεις, αναζητούσε εναγωνίως το σωσίβιο που θα τον γλύτωνε από τον πνιγμό. Αρχικά σκέφτηκε να πάρει τραπεζικό δάνειο, γρήγορα όμως απόδιωξε αυτήν την ιδέα από το μυαλό του. Δεν αμφέβαλλε ότι, αν έκανε το λάθος και το αποτολμούσε, δεν θα κατάφερνε ποτέ στην υπόλοιπη ζωή του να το αποπληρώσει, και κάτι τέτοιο θα τον έκανε δυστυχισμένο. Επιθυμία του ήταν, η κατασκευή του πρωτότυπου οικισμού του, να αποτελέσει ένα αξιόλογο και ανεπανάληπτο αξιοθέατο που θα πλούτιζε τον πολιτισμό του τόπου και θα έκανε τον ίδιο ευτυχισμένο.
    Επιδόθηκε σε μια εναγώνια αναζήτηση της χρηματοδότησης που θα έκανε δυνατή την υλοποίηση της κατασκευής του οικισμού και, όταν πια είχε φτάσει στα όρια της απελπισίας, η αναζήτησή του πήρε τέλος, και μάλιστα με έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο. Θα τον χρηματοδοτούσε ο Μπερνίκιος, ένας γνωστός Έλληνας εφοπλιστής και λάτρης της αρχαίας Ελλάδας, με το αζημίωτο βέβαια. Τον συνάντησε τυχαία σε μια δεξίωση κάποιου κοινού γνωστού τους, κι εκεί, κατά τη διάρκεια των συστάσεων, εκείνος έμαθε για το μεγαλόπνοο όραμα του Αγαθοκλή. Ενθουσιάστηκε πολύ από την ιδέα και προθυμοποιήθηκε να συνδράμει οικονομικά στην υλοποίησή της, με τον όρο ότι, με την ολοκλήρωση του έργου, θα εισέπραττε ισοβίως το εβδομήντα τοις εκατό των εισπράξεων από τα τέλη εισόδου στον χώρο, καθώς συμφωνήθηκε να προοριστεί βασικά για τουριστικό αξιοθέατο.
    Αρχικά ο Αγαθοκλής σκεφτόταν, εκτός από κατοικίες,  να τον χρησιμοποιήσει και σαν πολιτιστικό κέντρο και μουσείο, δεν βρήκε όμως άσχημη την ιδέα του Μπερνίκιου να τον αξιοποιήσουν και τουριστικά. Σκεπτόμενος με την εμπορική λογική του εφοπλιστή, κατάλαβε ότι το κατασκεύασμά τους, το οποίο θα απαριθμούσε τριάντα κτήρια, θα μπορούσε θαυμάσια να έχει πολλές χρήσεις. Εξάλλου, κάθε μία απ’ αυτές δεν θα εμπόδιζε τις άλλες χρήσεις, καθώς όλες θα ήταν παρεμφερείς και,  σύμφωνα με την άποψη και των δυο πλευρών, θα προσέλκυαν μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών.
     Έδωσαν τα χέρια και λίγες μέρες αργότερα υπέγραψαν συμβόλαιο συνεργασίας. Αμέσως μετά, ο Αγαθοκλής προχώρησε στην αγορά της έκτασης, πήρε την πολυπόθητη άδεια από την πολεοδομία και βρήκε τον εργολάβο και τα συνεργεία που θα άρχιζαν την ανοικοδόμηση.
    Το επόμενο διάστημα η περιοχή, από ήσυχη και ειδυλλιακή και με ελάχιστη ανθρώπινη παρουσία, μετατράπηκε σε ένα πολύβουο εργοτάξιο. Τα φορτηγά με τα υλικά πήγαιναν κι έρχονταν ολημερίς, σηκώνοντας στο πέρασμά τους σύννεφα σκόνης και δεκάδες εργάτες και τεχνίτες υλοποιούσαν τα σχέδια των μηχανικών και του Αγαθοκλή. Μέρα με τη μέρα, το όραμα της αρχαίας ελληνικής πόλης έπαιρνε σάρκα και οστά και, όσο περισσότερο διαμορφωνόταν, τόσο άφηνε με ανοιχτό το στόμα τους λιγοστούς προς το παρόν επισκέπτες του. Η λέξη αριστούργημα ωχριούσε μπροστά σε αυτό που αντίκριζαν τα έκθαμβα μάτια όσων είχαν την τύχη να το δουν, ακόμα και πριν ολοκληρωθεί.
    Ένα πρωί, λίγες μέρες πριν ο οικισμός εγκαινιαστεί, ένα πούλμαν γεμάτο με ηλικιωμένους επιβάτες, στάθμευσε έξω από την κεντρική πύλη και οι άγνωστοι και απρόσκλητοι επισκέπτες, με επικεφαλής έναν ρασοφόρο, εισέβαλαν μέσα στον οικισμό και άρχισαν να τριγυρνούν ανάμεσα στα μαρμάρινα κτήρια. Ο Αγαθοκλής ήταν απασχολημένος με τους μαστόρους και άργησε να τους πάρει είδηση, όταν όμως αντιλήφθηκε την παρουσία τους, έτρεξε προς το μέρος τους και τους παρακάλεσε να απομακρυνθούν και να έρθουν κάποια άλλη φορά, που το έργο θα είχε ολοκληρωθεί.
    «Σας το ζητώ για την ασφάλειά σας», τους εξήγησε. «Όπως βλέπετε, οι εργασίες δεν έχουν τελειώσει ακόμα και υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος. Ελάτε ξανά μετά από δεκαπέντε μέρες και θα σας ξεναγήσω εγώ ο ίδιος».
    Ο παπάς ξίνισε τα μούτρα του και αποχώρησε φανερά εκνευρισμένος, ακολουθούμενος από τους άλλους. Ο Αγαθοκλής ανασήκωσε τους ώμους και, χωρίς να δώσει συνέχεια, επέστρεψε στη δουλειά του.
    Την ημέρα των εγκαινίων όλα ήταν έτοιμα. Ο Αγαθοκλής ξύπνησε από τα μαύρα χαράματα, αν και είχε κοιμηθεί ελάχιστα από την αγωνία και την προσμονή, ετοιμάστηκε στα γρήγορα και ξεκίνησε από το σπίτι του στο Μαρούσι για τον οικισμό. Η κίνηση ήταν λιγοστή και γρήγορα βγήκε στην εθνική οδό με κατεύθυνση το Κρυονέρι. Λίγο πριν την έξοδο της εθνικής, άκουσε σειρήνες και είδε τρία οχήματα της πυροσβεστικής να τον προσπερνούν και να κατευθύνονται προς Κρυονέρι.
    Κάπου έπιασε φωτιά, συλλογίστηκε, και πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη για να πηγαίνουν τόσα πυροσβεστικά.
    Πλησιάζοντας στον δρόμο που οδηγούσε στον οικισμό, είδε πυκνούς καπνούς να βγαίνουν από ένα σημείο στα δεξιά του, ενώ ένα πούλμαν που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα και το οποίο του φάνηκε γνωστό, του έκλεισε τον δρόμο την στιγμή που ετοιμαζόταν να στρίψει δεξιά.
    Καθώς είδε φευγαλέα κάποια από τα πρόσωπα των επιβατών, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Του φάνηκε ότι τον κοιτούσαν με μοχθηρία και τότε θυμήθηκε που είχε ξαναδεί το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Ήταν το πούλμαν με τους ηλικιωμένους που είχαν επισκεφτεί τον οικισμό πριν από λίγες μέρες.
    Ένα άσχημο προαίσθημα ήρθε και φώλιασε μέσα στην ψυχή του, το οποίο επιβεβαιώθηκε μόλις διαπίστωσε ότι το κέντρο της μεγάλης πυρκαγιάς ήταν αυτός ο ίδιος ο οικισμός του. Έφτασε αλλόφρων έξω από την πύλη, οι πυροσβέστες όμως δεν τον άφησαν να μπει μέσα. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι όταν είδε ότι, τα περισσότερα από τα υπέροχα κτήρια του πρωτότυπου οικισμού του, είχαν παραδοθεί στις αδηφάγες φλόγες μιας τεράστιας πυρκαγιάς. Κάποιοι εγκληματίες, παρακινούμενοι από φθόνο και φανατισμό, είχαν δημιουργήσει ένα άνευ προηγουμένου παρανάλωμα πυρός, από το οποίο δύσκολα θα γλύτωναν τα αριστουργήματα του οικισμού.
    Ο Αγαθοκλής θυμήθηκε το πρόσωπο του ρασοφόρου που είχε διώξει την προηγούμενη φορά και κατάλαβε ότι το ιερατείο της θρησκείας της αγάπης, βοηθούμενο από κάποιους ανεγκέφαλους οπαδούς του, είχε βάλει για μια ακόμα φορά το χεράκι του για την καταστροφή οποιουδήποτε κτίσματος του θύμιζε ελληνική αρχαιότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: