Σελίδες

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

ΟΙ ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ

Το πρώτο κεφάλαιο από το τελευταίο, αστυνομικό μου μυθιστόρημα.


    ΕΝΑ.

    Άφησε στην άκρη τα έντυπα που διάβαζε με φανερό ενδιαφέρον και τεντώθηκε λίγο για να ξεπιαστεί. Έτριψε τα κατακόκκινα από την ολοήμερη ανάγνωση μάτια του, ήπιε μια γουλιά νερό και ξαναστρώθηκε στο διάβασμα. Ο έλεγχος, η αξιολόγηση και η ιεράρχηση δημοσίευσης των κειμένων δεν ήταν εύκολη δουλειά. Ο Ανδροκλής την έκανε με πολύ μεγάλη προσοχή και με σεβασμό στις απόψεις και τα γραπτά των συντακτών του, αλλά χωρίς να παραλείπει να ακολουθεί τη γραμμή και τις αρχές της εφημερίδας, ασχέτως αν μερικές φορές διαφωνούσε κάθετα με αυτές. Από τότε που είχε πάρει προαγωγή και είχε τοποθετηθεί στη θέση του αρχισυντάκτη, ο φόρτος της δουλειάς και η ευθύνη που είχε αναλάβει, τον είχαν απορροφήσει εξ’ ολοκλήρου, σε σημείο που να παραμελεί άθελά του και αρκετά συχνά τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του. Στη Μένια δεν άρεσε ιδιαίτερα αυτή η συμπεριφορά, γνωρίζοντας όμως πόσο υπεύθυνος άνθρωπος ήταν ο άντρας της και πόσες ευθύνες και σκοτούρες είχε στο κεφάλι του λόγω της νέας του θέσης, τον δικαιολογούσε. Άλλωστε, ο Ανδροκλής, παρόλο το λιγοστό ελεύθερο χρόνο που είχε στη διάθεσή του, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να ανταπεξέρχεται στα καθήκοντά του σαν σύζυγος και μέλλων πατέρας και αυτό, θα ήταν μεγάλη αχαριστία από την πλευρά της, αν δεν το παραδεχόταν.
    Οι εικόνες και οι πληροφορίες που περνούσαν καθημερινά από μπροστά του ήταν εκατοντάδες και αφορούσαν σε όλα τα θέματα. Ειδήσεις από όλον τον κόσμο κατέφθαναν σωρηδόν, γεγονότα που του κέντριζαν το ενδιαφέρον, ή άλλα που τον άφηναν παγερά αδιάφορο, παρήλαυναν ολημερίς μπροστά από τα μάτια του, ή χάιδευαν τα αυτιά του. Εκείνος, συνεπής στο ρόλο του, έπρεπε να τα αξιολογήσει και να κρίνει πια άξιζε να δημοσιευτούν και πια όχι. Εντούτοις, ποτέ του δεν αισθάνθηκε έτσι όπως είχε νιώσει κάποια φορά μερικές μέρες πριν. Από τις χιλιάδες ειδήσεις που είχαν υποπέσει στην αντίληψή του, μία μόνον τον υποχρέωσε να ενθουσιαστεί και να πετάξει στον έβδομο ουρανό. Ένα ήταν το νέο που τον είχε κάνει να νιώσει πραγματική ευτυχία. Το είχε ακούσει από το ίδιο το γλυκό στοματάκι της αγαπημένης του και, στο άκουσμά του και μόνο,  είχε πετάξει από τη χαρά του. Η αναγγελία της Μένιας ότι είχε μείνει έγκυος, τον είχε συνεπάρει. Μόλις πριν από ένα μήνα  είχαν επισημοποιήσει το δεσμό τους στο Δημαρχείο της περιοχής και να που, ελάχιστες εβδομάδες μετά, μάθαιναν ότι επρόκειτο να γίνουν γονείς, κι αυτό ήταν ό, τι πιο συναρπαστικό τους είχε συμβεί στη ζωή τους.
    Μετά το γάμο τους έμειναν στο σπίτι της Μένιας στου Παπάγου και, πέρα από το καθημερινό πηγαινέλα στις δουλειές τους, τίποτα σπουδαιότερο δεν συνέβαινε. Είχαν περιορίσει τις βραδινές τους εξόδους και είχαν κλειστεί μέσα στη μονοκατοικία, όχι τόσο για οικονομικούς λόγους, όσο για αποτοξίνωση από το εξαντλητικό εργασιακό στρες. Τους αρκούσε να είναι μαζί και να περνούν χαλαρά τα βράδια τους, μακριά από πολυκοσμία και φασαρία. Η αλήθεια ήταν ότι η οικογενειακή ζωή τους άρεσε, κι από τη στιγμή μάλιστα που είχαν μάθει ότι επρόκειτο να αποκτήσουν και παιδί, έγιναν περισσότερο σπιτόγατοι. Εξάλλου, δεν ήταν πεινασμένοι για νυχτερινή ζωή. Δεν ήταν κάτι που το είχαν στερηθεί. Όσο ήταν ελεύθεροι, έβγαιναν συχνά για φαγητό, ποτό, ή διασκέδαση, οπότε δεν το θεωρούσαν απαραίτητο να συνεχίσουν στον ίδιο τρόπο ζωής. Καλά περνούσαν και  μέσα στη ζεστή και φιλόξενη φωλίτσα τους. Άσε που, μετά την προαγωγή της Μένιας σε αρχιφύλακα, είχαν αυξηθεί και οι δικές της υπηρεσιακές υποχρεώσεις. Επομένως, τι μπορούσε να είναι καλύτερο από την οικογενειακή θαλπωρή; Δείπνο δίπλα στο τζάκι, κρασί, αναμμένα κεριά και όμορφη μουσική, αποτελούσαν το σκηνικό της έγγαμης ζωής τους τα βράδια, σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ορισμένες φορές δέχονταν και την επίσκεψη κάποιων φίλων τους και περνούσαν μαζί τους κάθε φορά μια υπέροχη βραδιά.
    Κόντευε οκτώ η ώρα όταν τελείωσε επιτέλους το ξεσκαρτάρισμα των γραπτών. Έβαλε λίγη τάξη επάνω στο γραφείο του, ενημέρωσε από την ενδοσυνεννόηση τη γραμματέα του ότι φεύγει και σηκώθηκε όρθιος να φορέσει το σακάκι του. Φεύγοντας, πέρασε μπροστά από το γραφείο του διευθυντή σύνταξης για να τον καληνυχτίσει, αλλά δεν είδε κανέναν μέσα. Σήκωσε τους ώμους, βγήκε στο διάδρομο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Την ώρα εκείνη, τα περισσότερα γραφεία ήταν άδεια. Περνώντας μπροστά από το γραφείο του γενικού διευθυντή της εφημερίδας, άκουσε φωνές. Κοντοστάθηκε λίγο, όχι από περιέργεια, αλλά από ενδιαφέρον. Ανησύχησε που άκουσε το μεγάλο τους αφεντικό να φωνάζει.
    «Δεν αντέχω άλλο», τον άκουσε να ωρύεται. «Μπορείς να το καταλάβεις; Η υπομονή μου έχει εξαντληθεί. Άφησέ με στην ησυχία μου και μη με ξαναενοχλήσεις, εντάξει; Σταμάτα να με απειλείς, γιατί αν συνεχίσεις αυτό το τροπάρι, θα με αναγκάσεις να προβώ σε άλλες ενέργειες. Θα με βγάλεις εκτός εαυτού και θα με υποχρεώσεις να πάρω σκληρά μέτρα. Θα με αναγκάσεις να προβώ σε αποκαλύψεις, κι αυτό δεν νομίζω να σε συμφέρει. Βάλε το καλά μέσα στο μυαλό σου, γιατί αλλιώς θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Εσύ, το μόνο που πρέπει να σκεφτείς, είναι να βρεις τρόπο να ανταπεξέλθεις στις υποχρεώσεις σου, εντάξει; Και για να τελειώσουμε οριστικά με αυτό το ζήτημα, εγώ συμβιβάζομαι ακόμα και με τα μισά».
    Τι στο καλό συμβαίνει; Αναρωτήθηκε ο Ανδροκλής. Άραγε σε ποιον απευθύνεται; Τι είδους πρόβλημα έχει; Γιατί είναι τόσο νευριασμένος;
    Απ’ ό, τι γνώριζε, ο γενικός τους δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα σε κανέναν να διαμαρτυρηθεί για τις επιλογές της διεύθυνσης. Ήταν ένας ήρεμος και γεμάτος κατανόηση άνθρωπος και ενέπνεε το σεβασμό σε όλους τους συνεργάτες του. Να όμως που τώρα έδειχνε ένα διαφορετικό και καθόλου συγκαταβατικό πρόσωπο. Ο τρόπος που εκφραζόταν φανέρωνε ότι κάποιος τον είχε  βγάλει από τα ρούχα του, κι αυτό δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Προφανώς, θα επρόκειτο για προσωπική του υπόθεση, που δεν είχε σχέση με τη δουλειά τους. Σκέφτηκε να του χτυπήσει την πόρτα και να μπει μέσα, για να μάθει τι συμβαίνει, δεν τη βρήκε όμως και πολύ σωστή σαν ιδέα. Ο άνθρωπος ήταν έξω φρενών και δεν υπήρχε λόγος να τον φέρει σε δυσκολότερη θέση. Η παρουσία του εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή, ίσως δημιουργούσε πρόβλημα στον προϊστάμενό του. Αν ήταν κάτι σοβαρό, θα το μάθαινε την επόμενη μέρα, στη γιορτή της εφημερίδας.
    Εγκατέλειψε το κτήριο και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του. Μπαίνοντας μέσα, συνειδητοποίησε ότι τη γιορτή την είχε ξεχάσει εντελώς. Απορροφημένος από τη δουλειά, είχε αφήσει στην άκρη όλες τις άλλες σκέψεις και μαζί με αυτές και την ετοιμασία για την αυριανή φιέστα. Ήταν μια εκδήλωση που επαναλαμβανόταν ανελλιπώς κάθε χρόνο την ίδια μέρα, προς τιμήν όλων όσων εργάζονταν στην εφημερίδα. Αποτελούσε, όπως τους έλεγε στον μικρό του λόγο, που ο γενικός έβγαζε κάθε φορά, την ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης της εταιρίας προς τους εργαζόμενους, για τη συμβολή τους στην ανάδειξη του εντύπου τους, του ΑΝΕΦΕΛΟΥ ΤΥΠΟΥ,  σαν το εγκυρότερο, το σοβαρότερο και πληρέστερο της χώρας.
    Συνήθως γινόταν μεσημέρι και στην αίθουσα συνελεύσεων της εταιρίας, φέτος όμως αποφασίστηκε να γίνει βράδυ και σε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο. Ο λόγος ήταν ότι η γιορτή συνέπιπτε με την επέτειο συμπλήρωσης είκοσι χρόνων από την ίδρυση της εφημερίδας. Η απόφαση αυτή είχε ενθουσιάσει τον Ανδροκλή, επειδή θα του δινόταν η δυνατότητα να βγάλει και λίγο από το σπίτι την αγαπημένη του γυναίκα. Τη θεώρησε σαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για ευχάριστη και ανέξοδη διασκέδαση, αφού η εκδήλωση αυτή αποτελούσε πάντοτε έναν θαυμάσιο συνδυασμό, φαγητού, ποτού,  μουσικής και χορού.
    Εκείνος δεν είχε να κάνει και πολλά πράγματα. Μια καλαίσθητη ανακοίνωση μόνο έπρεπε να ετοιμάσει, για να μπει στην πρώτη σελίδα του φύλλου της επόμενης μέρας. Τα υπόλοιπα, που είχαν σχέση με την οργάνωση, ήταν ευθύνη του τμήματος δημοσίων σχέσεων και του λογιστηρίου. Απλώς, θα έφευγε λίγο πιο νωρίς από το γραφείο, για να προλάβει να ετοιμαστεί και να βρεθεί στο χώρο της εκδήλωσης την κατάλληλη ώρα. Απόψε, μόλις έφτανε στο σπίτι, θα το ανακοίνωνε και στη Μένια, για να την προετοιμάσει ψυχολογικά. Θα έβγαιναν ύστερα από πολύ καιρό για βραδινή διασκέδαση και, μια τέτοια ευχάριστη προοπτική, χρειαζόταν τη σχετική  προετοιμασία.


Δεν υπάρχουν σχόλια: