Σελίδες

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΖΥΘΟΥΠΟΛΗ Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

ΖΥΘΟΥΠΟΛΗ: Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ






Αλληγορικό διήγημα του ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΡΩΝΗ





Το ταξίδι μέχρι τη Ζυθούπολη δεν ήταν μακρινό, ωστόσο διήρκησε αρκετά. Αν και ο δρόμος ήταν καλός και η κίνηση αραιή, ο Νέστορας ήταν αναγκασμένος να οδηγεί με τον αργό ρυθμό του φορτηγού που μετέφερε την οικοσκευή τους. Τα παιδιά αδημονούσαν να γνωρίσουν την καινούρια τους πατρίδα και παρακαλούσαν φορτικά τον πατέρα τους να οδηγήσει λίγο πιο γρήγορα. Εκείνος τους εξήγησε βέβαια ότι δεν γινόταν να απομακρυνθούν από το φορτηγό, αυτά όμως συνέχιζαν να τον ενοχλούν. Τη λύση την έδωσε η μητέρα τους.

«Αν συνεχίσετε να πιέζετε τον πατέρα σας», τους διεμήνυσε, «όταν με το καλό φτάσουμε εκεί, θα σας τιμωρήσω παραδειγματικά, και γνωρίζετε τι ακριβώς εννοώ».

Η παρέμβασή της αποδείχτηκε καταλυτική. Τα παιδιά τους δεν ξανάνοιξαν το στόμα τους μέχρι τη στιγμή που έφτασαν στον προορισμό τους. Την πόλη την αντίκρισαν μετά από μια μεγάλη στροφή και έμειναν με το στόμα ανοιχτό! Η Ζυθούπολη ήταν







πανέμορφη!

Τα σπίτια ήταν όλα χαμηλά με κεραμοσκεπές και με μεγάλους κήπους γεμάτους με λουλούδια. Οι δρόμοι ήταν φαρδείς και πεντακάθαροι και το πράσινο κυριαρχούσε παντού. Ένα ήσυχο ποτάμι κυλούσε παράλληλα με το δρόμο που διέσχιζε την πόλη και τόνιζε ακόμα περισσότερο την ομορφιά της. Η ζωή τους σ’ εκείνην την κουκλίστικη πόλη, προμηνυόταν παραμυθένια. Έφτασαν έξω από το σπίτι που θα τους φιλοξενούσε για τα επόμενα δέκα χρόνια, κι ενθουσιάστηκαν πολύ με αυτό που είδαν. Ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία, με πολλούς βοηθητικούς χώρους εξωτερικά, (γκαράζ, αποθήκη, πετρόκτιστη ψησταριά), είχε ωραία αρχιτεκτονική και διέθετε έναν καταπράσινο κήπο. Το εσωτερικό δεν υστερούσε σε τίποτα από το παλιό τους σπίτι στη μεγαλούπολη. Ήταν άνετο, είχε τζάκι στο σαλόνι, τρία υπνοδωμάτια βαμμένα με χαρούμενα χρώματα, γραφείο, ξενώνα και φωτεινή και λειτουργική κουζίνα.

Το συνεργείο της εταιρίας μεταφορών, τους βοήθησε να τοποθετήσουν τα πράγματα στη θέση τους και έφυγε, αφήνοντάς τους μόνους. Είχε ήδη φτάσει απόγευμα. Ο Νέστορας κλείδωσε τις πόρτες και η γυναίκα του αποσύρθηκε με τα παιδιά στο δωμάτιό τους, για να τα τακτοποιήσει. Αποκαμωμένος από την κούραση, ετοιμάστηκε κι εκείνος να αποσυρθεί. Καθώς οδηγούσε τα κουρασμένα του βήματα στην κρεβατοκάμαρα, άκουσε να χτυπούν το κουδούνι της εισόδου. Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε παραξενεμένος προς την πόρτα. Κοίταξε από το ματάκι της και είδε μια παχουλή, μεσόκοπη κυρία να στέκεται στο πλατύσκαλο. Στα χέρια της κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια.

Ξεκλείδωσε την πόρτα και τη μισάνοιξε. «Τι επιθυμείτε;» τη ρώτησε, διατηρώντας ένα επιφυλακτικό ύφος.

«Γεια σας», είπε πρόσχαρα η άγνωστη γυναίκα και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο στρογγυλό της πρόσωπο. «Είμαι γειτόνισσα και ήρθα να σας καλωσορίσω και να σας ευχηθώ καλή διαμονή».

«Καλοσύνη σας και σας ευχαριστούμε πολύ», της είπε ο Νέστορας, παίρνοντας από τα χέρια της την ανθοδέσμη.

«Δεν θέλω να σας απασχολήσω άλλο», τον καθησύχασε η γειτόνισσα. «Καταλαβαίνω την κούρασή σας και θα σας αφήσω να αναπαυθείτε. Θα ήθελα όμως να σας κάνω μια σύσταση. Μην κλειδώνετε την πόρτα σας. Εδώ στη Ζυθούπολη, δεν υπάρχει λόγος να το κάνετε».

Άλλο πάλι και τούτο, συλλογίστηκε, καθώς κλείδωνε πάλι την πόρτα. Τι εννοούσε με αυτό που μου είπε; Ότι δεν υπάρχει εγκληματικότητα στη Ζυθούπολη; Ότι μεταξύ των έξι χιλιάδων κατοίκων της, δεν υπάρχει ούτε ένας κλέφτης; Μα είναι δυνατόν;



Το επόμενο πρωινό πήγε στο εργοστάσιο. Είχε διοριστεί σε κάποια διευθυντική θέση στη βιομηχανία μπύρας, κι αυτός ήταν και ο λόγος της μετακόμισής τους οικογενειακώς εκεί. Γνωρίστηκε με το προσωπικό της διεύθυνσής του, ενημερώθηκε από τη γραμματέα του για διάφορα υπηρεσιακά θέματα και μετά περιηγήθηκε στους χώρους παραγωγής για να γνωρίσει τη διαδικασία της. Οι χώροι ήταν τεράστιοι κι εκεί μέσα εργάζονταν, όπως τον είχε πληροφορήσει ο προσωπάρχης, χίλια πεντακόσια άτομα.

Το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης εργάζεται εδώ, συλλογίστηκε καθώς τριγύριζε ανάμεσα στους εργάτες,. Γι’ αυτό η περιοχή ευημερεί. Με τους υπόλοιπους να απασχολούνται στη γεωργία και το εμπόριο, δικαιολογημένα το ποσοστό ανεργίας των πολιτών είναι μηδενικό. Γι’ αυτό ίσως δεν κλειδώνουν τα σπίτια τους. Δεν φοβούνται τους συμπολίτες τους. Τι γίνεται όμως με τους επισκέπτες; Από εδώ περνούν καθημερινά εκατοντάδες ξένοι. Αυτοκινητιστές, πλανόδιοι έμποροι, τουρίστες, κι ένα σωρό ακόμα άνθρωποι διασχίζουν τους δρόμους της πόλης. Θεωρούν ότι είναι όλοι τους άγγελοι; Αποκλείεται να υπάρχουν ανάμεσά τους και κακοποιά στοιχεία;

Επιστρέφοντας στο γραφείο του, πληροφορήθηκε από τη γραμματέα του ότι την επόμενη μέρα άρχιζε η γιορτή της μπύρας. Του εξήγησε ότι η εκδήλωση εκείνη είχε καθιερωθεί και λάβαινε χώρα κάθε χρόνο τέτοια εποχή, για να εορτάσουν τη συμβολή της μπύρας στην ανάπτυξη της περιοχής.









Τα παιδιά τρελάθηκαν από τη χαρά τους όταν το άκουσαν. Έμαθαν ότι στην κεντρική πλατεία είχε στηθεί ένα μεγάλο λούνα παρκ και ανυπομονούσαν να έρθει η ώρα να το επισκεφτούν. Ασφαλώς εκεί υπήρχαν δρώμενα και για τους μεγάλους. Άλλωστε, περισσότερο γι’ αυτούς γινόταν η εκδήλωση. Για να παρακολουθήσουν τη συναυλία που έκαναν κάποια μοντέρνα συγκροτήματα, για να δουν τα χορευτικά και για δοκιμάσουν τους μεζέδες που ψήνονταν επί τόπου. Όλα αυτά βέβαια γίνονταν προς τιμήν της μπύρας. Όλη η πόλη λοιπόν μαζευόταν στην πλατεία, κυρίως για να πιει άφθονη μπύρα, που την προσέφερε απλόχερα η ζυθοποιία.

Το απόγευμα της ημέρας που γινόταν η γιορτή, η τετραμελής οικογένεια ξεκίνησε για την πλατεία. Ο Νέστορας κλείδωσε πίσω του την πόρτα και ακολούθησε τους άλλους. Περνώντας από τις γειτονιές, αντίκριζαν τα χαρούμενα πρόσωπα των συμπολιτών τους, που κατευθύνονταν όλοι προς το χώρο της γιορτής. Λίγο πριν φτάσουν στην πλατεία, ο Νέστορας πρόσεξε κάτι, στο οποίο αρχικά δεν είχε δώσει και μεγάλη σημασία. Φεύγοντας όλοι από τα σπίτια τους, όχι μόνο δεν τα κλείδωναν, αλλά άφηναν και τις πόρτες ανοιχτές.

Σάστισε. Προβληματίστηκε. Απόρησε με αυτήν την ανεξήγητη συμπεριφορά. Καλά να μην κλειδώνει κάποιος την πόρτα του, αλλά και να την αφήνει ανοιχτή; Αυτό ξεπερνούσε τα όρια της λογικής. Έπαψε να το σκέφτεται και έπιασε τη γυναίκα του από το χέρι. Δεκάρα δεν έδινε για τον παραλογισμό που διακατείχε τους άλλους. Αυτός είχε πάρει τα μέτρα του και δεν φοβόταν τίποτα.

Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Ένα μεγάλο μέρος της πλατείας το είχε καταλάβει το φωταγωγημένο λούνα παρκ. Οι χαρούμενες φωνές των παιδιών σηματοδοτούσαν την ανεμελιά και την ευχάριστη διάθεση των παρευρισκομένων. Στην άλλη άκρη βρισκόταν η σκηνή της συναυλίας και οι μουσικοί είχαν ήδη αρχίσει και κούρδιζαν τις κιθάρες τους. Σε μια άλλη άκρη, μια ομάδα χορευτών με εντυπωσιακές ενδυμασίες, έκανε επίδειξη των ικανοτήτων της. Στο κέντρο βρίσκονταν τοποθετημένες οι ψησταριές και τα βαρέλια με τη μπύρα. Παντού, σε όλη την πλατεία υπήρχαν καθίσματα και τραπεζάκια και ο Νέστορας κάθισε σε ένα από αυτά. Η γυναίκα του συνόδευσε τα παιδιά στο λούνα παρκ. Μετά από λίγο επέστρεψε, κρατώντας στα χέρια της ένα χάρτινο πιάτο με μεζέδες και δυο ποτήρια μπύρα.

Έμειναν εκεί πάνω από πέντε ώρες. Όταν πια ένιωσαν να κουράζονται, μάζεψαν τα παιδιά τους και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Περπατούσαν αργά και χάζευαν τριγύρω. Οι συμπολίτες τους δεν είχαν επιστρέψει ακόμα από τη γιορτή. Κατά πως φαινόταν, θα κάθονταν εκεί όλη τη νύχτα, ενώ οι πόρτες τους παρέμεναν ανοιχτές.



Ο Νέστορας σκέφτηκε ότι, αν κάποιος είχε πρόθεση να κλέψει, η ευκαιρία που του δινόταν ήταν μοναδική. Μέσα σε λίγη ώρα, θα μπορούσε να γίνει πλούσιος. Του έκανε πάντως μεγάλη εντύπωση που, η παρουσία ανοιχτών σπιτιών, άφηνε αδιάφορους τους περαστικούς, ακόμα και τους ξένους.

Όταν σε λίγο έφτασαν έξω από το σπίτι τους, του φάνηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πλησίασε κοντά στην κεντρική είσοδο και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Η πόρτα ήταν παραβιασμένη. Ένιωσε να τρελαίνεται. Κράτησε τους άλλους πιο πίσω και κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Σε δυο λεπτά ένα περιπολικό σταματούσε μπροστά τους. Από μέσα βγήκε ένας αστυνομικός, πλησίασε κοντά και ρώτησε να μάθει τι είχε συμβεί.

«Μας διέρρηξαν, κύριε αστυνόμε», τσίριξε ο Νέστορας. «Μόλις τώρα επιστρέψαμε από τη γιορτή και βρήκαμε την πόρτα ανοιγμένη».

«Εννοείτε ότι την είχατε κλειστή;» τον ρώτησε το όργανο της τάξης, κοιτάζοντάς τον περίεργα.

«Φυσικά», έκανε με αφέλεια ο Νέστορας. «Σας φαίνεται παράξενο; Το παράξενο, για να μην πω εξωφρενικό, είναι πως οι διαρρήκτες προτίμησαν το δικό μας σπίτι που ήταν κλειδωμένο, από τα υπόλοιπα που ήταν όλα ανοιχτά. Μπορείτε να μου το εξηγήσετε;»

Ο αστυνομικός δεν του απάντησε. Περιορίστηκε, καθώς κατέγραφε το περιστατικό, σε ένα απροσδιόριστο κούνημα του κεφαλιού, χωρίς μάλιστα να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει το αινιγματικό χαμόγελο που χαράχτηκε στο πρόσωπό του.













Δεν υπάρχουν σχόλια: