Σελίδες

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΔΕΣΠΟΤΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑ Ε.Φ. του Στέλιου Αρώνη.

                                        Ο ΔΕΣΠΟΤΗΣ




Του άρεσε να περνάει μέσα από τα χαλάσματα. Δρόμος, έστω χωμάτινος, υπήρχε, εκείνος όμως προτιμούσε τη διαδρομή μέσα από τα ερείπια. Η μητέρα του τον μάλωνε που έφθειρε τα παπούτσια του, οι φίλοι του τον αποκαλούσαν κολλημένο, αλλά εκείνος συνέχιζε να ακολουθεί το ίδιο, ανορθόδοξο δρομολόγιο, κάθε φορά που πήγαινε στην εκκλησία. Και πήγαινε κάθε Κυριακή ανελλιπώς. Δεν έκανε αυτή τη διαδρομή από ιδιοτροπία. Οι λόγοι που του το επέβαλαν ήταν απόλυτα λογικοί. Ο πρώτος και βασικότερος, ήταν καθαρά πρακτικός. Περνώντας μέσα από την κατεστραμμένη, παλιά πόλη, συντόμευε τη διαδρομή κατά ένα ολόκληρο χιλιόμετρο. Ο δεύτερος ήταν συναισθηματικός. Του δινόταν κάθε φορά η ευκαιρία να δει από κοντά ό, τι είχε απομείνει από το σπίτι του επιστήθιου φίλου του, του Φώντα, και να τροφοδοτήσει τη σκέψη του με αναμνήσεις.

Όταν έγινε ο βομβαρδισμός, η οικογένεια του Φώντα δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από την πόλη, με αποτέλεσμα να ξεκληριστεί. Δυστυχώς, δεν ήταν οι μόνοι. Μαζί μ’ αυτούς σκοτώθηκαν άλλες δεκαοκτώ χιλιάδες άνθρωποι, η πλειοψηφία δηλαδή των κατοίκων της μικρής τους πόλης. Η οικογένεια του Ντένιου και δυο-τρεις χιλιάδες ακόμα συμπολίτες τους, είχαν επιζήσει, χάρη στην πίστη τους στο Θεό. Αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν ο ιερέας του ναού, κάθε Κυριακή που πήγαιναν να εκκλησιαστούν, ο Ντένιος όμως, αν κι ο ίδιος πίστευε στο Θεό, δυσκολευόταν να το πιστέψει. Δεν καταλάβαινε γιατί ο εφημέριος επέμενε να τους το διατυμπανίζει. Η οικογένεια του Φώντα ήταν ευσεβής, θρησκευόμενη και εκτελούσε με ευλάβεια τα θρησκευτικά της καθήκοντα, αλλά παρόλα αυτά δεν είχε καταφέρει να αποφύγει το θάνατο. Η πίστη της στον ουράνιο πατέρα δεν την είχε βοηθήσει να επιζήσει.

Περνώντας τώρα μπροστά από εκείνον τον σωρό ερειπίων που κάποτε ήταν το σπίτι του φίλου του, ένιωσε να δακρύζει. Συγκινήθηκε στη θύμηση των τόσων ωραίων στιγμών που είχαν περάσει μαζί. Είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα, δεν μάλωναν ποτέ και έπαιζαν μαζί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η μόνη διαφορά τους ήταν πως ο Φώντας δεν τα κατάφερνε τόσο καλά στα μαθήματα, όσο εκείνος. Αυτό όμως δεν είχε σημασία, ούτε είχε αποτελέσει ποτέ αιτία για αντιπαράθεση.

Σκούπισε τα δάκρυά του και συνέχισε το δρόμο του για την εκκλησία. Σήμερα ήταν η Κυριακή του άφρονος πλουσίου και στην ενορία τους θα παραβρισκόταν και ένας δεσπότης. Οι γονείς του είχαν πάει από πιο νωρίς, εκείνος όμως, όπως πάντα, συνήθιζε να αργεί λίγο. Ο πόλεμος είχε τελειώσει πριν από ένα χρόνο, αλλά οι πληγές που είχε ανοίξει θα περνούσαν πολλά χρόνια έως ότου επουλώνονταν. Ο παπάς τους έλεγε ότι, αυτό που είχε συμβεί, ήταν θέλημα Θεού, για να ξεκαθαρίσει η ήρα από το στάρι, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά. Το τέλος του πολέμου είχε βρει ένα σχεδόν κατεστραμμένο πλανήτη, αλλά είχαν επιζήσει μόνον όσοι αγαπούσαν τον Θεό και σέβονταν τη θρησκεία. Οι υπόλοιποι, οι λάτρεις του σατανά, είχαν βρεθεί εκεί που τους άξιζε. Τώρα, γιατί μαζί με αυτούς είχε πάει και η ευσεβής οικογένεια του Φώντα, αυτό ο Ντένιος, δεν είχε καταφέρει να το εξηγήσει.

Είχε ήδη κλείσει τα δεκαεπτά του χρόνια και ολόκληρη η ζωή βρισκόταν μπροστά του, γι’ αυτό όφειλε να βλέπει τα πράγματα με αισιοδοξία. Ήταν πια αρκετά μεγάλος για να κρίνει λογικά και να παίρνει σωστές αποφάσεις. Μπορεί να ζούσαν στερημένα και οι συνθήκες διαβίωσής τους να μην ήταν οι ιδανικότερες, αλλά είχαν επιζήσει από ένα φοβερό πόλεμο και είχε αποδειχτεί ότι όλοι οι επιζώντες ήταν τα αγαπημένα τέκνα του Θεού. Άλλωστε, κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό, δεν διέτρεχαν σχεδόν κανέναν κίνδυνο μόλυνσης, αφού οι βομβαρδισμοί είχαν γίνει με συμβατικές βόμβες και δεν είχαν χρησιμοποιηθεί πυρηνικά. Αυτός ήταν ένας πρόσθετος λόγος που τολμούσε να περνάει άφοβα ανάμεσα από τα βομβαρδισμένα κτήρια.

Έφτασε έξω από την εκκλησία και πλησίασε στην είσοδο. Έριξε μια ματιά στο εσωτερικό και είδε ότι ήταν σχεδόν γεμάτη. Μπήκε κι εκείνος, άναψε το κεράκι του, προσκύνησε με ευλάβεια την μεγαλόπρεπη εικόνα του Χριστού και τραβήχτηκε σε μια άκρη. Παρακολούθησε όλη τη λειτουργία με κατάνυξη και στο τέλος έριξε όλο το βάρος της προσοχής του στον επίσκοπο που εμφανίστηκε με εντυπωσιακό τρόπο μπροστά τους. Ο ανώτατος ιερωμένος, ανέβηκε στον άμβωνα του ναού, ντυμένος με τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του και ο Ντένιος αναρωτήθηκε σε τι αποσκοπούσε η εξεζητημένη εμφάνιση ενός ταπεινού εκπροσώπου του Θεού.

«Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί», άρχισε το κήρυγμά του ο δεσπότης, «σήμερα είναι μια πολύ μεγάλη μέρα. Η παραβολή του άφρονος πλουσίου πρέπει να μας διδάξει πολλά. Ας μην ξεχνάμε τις δύσκολες καταστάσεις που περάσαμε και τις δυσκολίες που έχουμε ακόμα να αντιμετωπίσουμε. Ο Θεός μας συμβουλεύει να είμαστε ευσεβείς, ταπεινοί, ολιγαρκείς, ελεήμονες και να μην επιθυμούμε τα μεγαλεία και τα πλούτη. Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της Γης, μας λέει χαρακτηριστικά, δια στόματος του Χριστού. Ας είμαστε…», ο Ντένιος έπαψε να δίνει προσοχή στα λεγόμενα του δεσπότη. Έπιασε με την άκρη του ματιού του την Εύη, που στεκόταν στην απέναντι πλευρά της εκκλησίας και ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή.

Δεν το περίμενε ότι θα τη συναντούσε. Δεν ήξερε ότι εκκλησιαζόταν εκεί. Είχε την εντύπωση ότι πήγαινε στην άλλη εκκλησία, απέναντι στο λόφο. Τώρα που την είδε να εμφανίζεται εκθαμβωτική απέναντί του, ξέχασε όλα τα άλλα και επικέντρωσε την προσοχή του επάνω της. Την πολιορκούσε εδώ και καιρό. Του άρεσε υπερβολικά και πίστευε ότι τον γούσταρε κι εκείνη. Αντικρίζοντάς την εκεί, σκεφτόταν να βρει τρόπο με τον οποίον θα έπρεπε να ενεργήσει όταν θα τελείωνε η εκκλησία και θα έβγαιναν έξω, για να καταφέρει να την πλησιάσει. Πιθανότατα είχε έρθει με τους γονείς της, κάποια ευκαιρία όμως θα του δινόταν για να μιλήσει λίγο μαζί της.

Δεν έπαψε λεπτό να την κοιτάζει και κάποια στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Η κοπέλα, κοκκίνισε ελαφρά, χαμογέλασε αδιόρατα και χαμήλωσε το κεφάλι της. Ο Ντένιος αναθάρρησε. Θεώρησε θετική την αντίδρασή της. Θα την ξεμονάχιαζε και θα της τα έριχνε στα ίσα. Ήταν απόλυτα βέβαιος ότι θα γινόταν το κορίτσι του.

Μόλις ο δεσπότης τελείωσε το κήρυγμα και ο παπάς άρχισε να ψέλνει, «δι’ ευχών των αγίων πατέρων…», έτρεξε γρήγορα στην πόρτα. Βγήκε πρώτος από την εκκλησία και στάθηκε απέναντι από την έξοδο, περιμένοντας την εμφάνιση της Εύης. Καθώς παρακολουθούσε τον κόσμο, πρόσεξε το σκάφος που βρισκόταν σταθμευμένο στο πλάι του ναού και πλησίασε κοντά του. Ήταν ένα καταπράσινο, γυαλιστερό αερόπλοιο, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Το χάζευε με θαυμασμό, έχοντας όμως και το νου του να μη χάσει από τα μάτια του την Εύη. Κι ενώ αναρωτιόταν ποιος ήταν ο τυχερός που, σ’ εκείνους τους χαλεπούς καιρούς, κατείχε ένα τόσο πολυτελές μεταφορικό μέσον, είδε το δεσπότη να βγαίνει από την πλαϊνή έξοδο του ναού και να κατευθύνεται προς το σκάφος. Ο πιλότος του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν ατάραχος στη θέση του, μόλις είδε τον ιερωμένο, πετάχτηκε γρήγορα έξω κι έτρεξε να του ανοίξει την πόρτα.

Ο Ντένιος έμεινε ακίνητος, να κοιτάζει αποσβολωμένος τη σκηνή. Δεν χρειάστηκε να δει περισσότερα για να νιώσει να γκρεμίζονται όλα μέσα του. Μεμιάς, γέμισε η ψυχή του με αμφιβολίες. Χτένισε με το βλέμμα του τους ανθρώπους που έβγαιναν μέσα από την εκκλησία και ένιωσε το στόμα του να ξεραίνεται. Όλοι τους ήταν απλοί, φτωχοί και εξαθλιωμένοι άνθρωποι και αμφέβαλλε αν βρισκόταν κάποιος ανάμεσά τους, έστω ένας, που να ζούσε έτσι όπως ζούσε ο δεσπότης. Από τη μια στιγμή στην άλλη, αμφισβήτησε τα πάντα γύρω του. Ο κόσμος σίγουρα δεν ήταν όπως ήθελαν να τους τον παρουσιάζουν. Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της Γης, τους είχε πει ο δεσπότης, ο ίδιος όμως ζούσε μέσα στη χλιδή.

Την ώρα που είδε την Εύη να εμφανίζεται στο πλατύσκαλο, ήταν πλημμυρισμένος από ερωτηματικά. Εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζε ποιο ήταν το σωστό και τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, για ένα πράγμα όμως ήταν εντελώς σίγουρος. Για ένα πράγμα δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, κι αυτό δεν ήταν άλλο από την απόφασή του, πως δεν επρόκειτο ποτέ πια στην υπόλοιπη ζωή του να ξαναπατήσει το πόδι του στην εκκλησία.



@ @ @ @ @ @ @ @

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ.

Ένα διήγημα του Στέλιου Αρώνη, για τη δύναμη της ροκ μουσικής!

                                                        ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ




Βάδιζε παράλληλα με τον δεξιό κυλιόμενο διάδρομο της ενδεκάτης λεωφόρου, χωρίς να βιάζεται ιδιαίτερα. Είχε αρκετό ακόμα χρόνο στη διάθεσή του, γεγονός που του επέτρεπε να παρατηρεί το πολύβουο, ανώνυμο πλήθος της μεγαλούπολης. Περνώντας δίπλα τους, κοίταζε τα ανέκφραστα πρόσωπα των συμπολιτών του, χωρίς ωστόσο να παραξενεύεται από το αποβλακωμένο τους ύφος, αφού δεν αγνοούσε που ακριβώς οφειλόταν. Ήξερε ότι, για το φαινόμενο αυτό, υπεύθυνα κατά κύριο λόγο ήταν τα παραισθησιογόνα που τους χορηγούσε ελεύθερα η Πολιτεία. Όσοι πάλι από αυτούς δεν έκαναν χρήση αυτών των φαρμάκων, συμπεριφέρονταν σαν να έκαναν, εξαιτίας της μονότονης, καταπιεσμένης, σχεδόν μίζερης και κατά κανόνα άχαρης ζωής που ζούσαν. Με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ξεπερνούσε τα όρια της φτώχειας, η καθημερινότητά τους εξαντλούνταν στην εξασφάλιση ενός πιάτου φαγητού.

Ο δικτάτορας Λαμασών, τους υποσχόταν ότι η ανάκαμψη της οικονομίας βρισκόταν προ των πυλών, η πραγματικότητα όμως τον διέψευδε. Η περιβόητη ανάκαμψη, αργούσε πολύ να έρθει. Το παράδοξο ήταν ότι η οικονομική δυσπραγία άγγιζε μόνο το λαό και άφηνε μονίμως απ’ έξω την άρχουσα τάξη. Το δυστύχημα πάντως ήταν ότι τα βάσανά τους δεν σταματούσαν μόνον εκεί αφού, κάθε τρεις και λίγο, αναγκάζονταν να έρθουν σε σύρραξη με κάποιο από τα γειτονικά τους κράτη. Αν και η αφορμή γι’ αυτήν την ένοπλη σύγκρουση, συνήθως ήταν ασήμαντη, εντούτοις ο Λαμασών φρόντιζε να την παρουσιάζει σαν αναγκαία για την επιβίωση του Έθνους. Πριν από κάθε πολεμική επιχείρηση, έβγαζε πάντοτε έναν πύρινο λόγο, στοχεύοντας στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος των πολιτών. Ταυτόχρονα έκανε και μια προσπάθεια να τους πείσει ότι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά τους ήταν οι άλλοι, κι ότι εκείνος έκανε τα πάντα για να τους εξασφαλίσει την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία.

Ο Φίγκινς θυμήθηκε ότι τον επόμενο χρόνο ήταν η σειρά του να υπηρετήσει στο στρατό και ένιωσε να ανατριχιάζει. Αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε να το θυμάται. Η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας ήταν υποχρεωτική, οι πιθανότητες όμως, κατά τη διάρκειά της, να μην πάρει μέρος σε μια πολεμική σύγκρουση, ήταν ελάχιστες, ίσως μηδαμινές. Αν και ο πόλεμος διαρκούσε συνήθως λιγότερο από ένα μήνα, παρόλα αυτά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έχαναν τη ζωή τους στις πολύνεκρες μάχες που λάβαιναν χώρα στην περιοχή των συνόρων. Σύμφωνα με εντελώς μέτριους υπολογισμούς, ο ένας στους τρεις στρατιώτες, δεν επέστρεφε ποτέ στην πατρίδα του. Άφηνε τα κοκαλάκια του στο πεδίο της μάχης, στο όνομα ενός ανόητου και ανώφελου πολέμου, απ’ τον οποίον ποτέ κάποιος από τους εμπλεκόμενους δεν έβγαινε νικητής.

Ο Φίγκινς ώρες-ώρες αναρωτιόταν ποιο ήταν το νόημα της τραγελαφικής εκείνης κατάστασης, δυσκολευόταν όμως να το βρει. Μερικές φορές βέβαια περνούσε από το μυαλό του ότι, υπεύθυνος για όλα αυτά, δεν ήταν ο γειτονικός λαός, αλλά ο ίδιος ο ηγέτης τους, γρήγορα όμως απόδιωχνε αυτήν την σκέψη από το νου του. Ο Λαμασών ήταν ένας σοβαρός και δίκαιος κυβερνήτης, που αγαπούσε το λαό και τη χώρα του και ο ίδιος ήταν που, στο παρελθόν, τους είχε σώσει από την πολιτική αστάθεια και τη διαφαινόμενη αναρχία, οπότε ήταν λάθος να ρίχνουν τις ευθύνες επάνω του.

Με όλα αυτά να περνούν από τη σκέψη του, έφτασε κοντά στη σχολή του. Απόδιωξε την απαισιοδοξία που τον γυρόφερνε σαν κακός δαίμονας και σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε λόγος να βλέπει μόνον την άσχημη πλευρά της ζωής. Εκείνος την αγαπούσε και θα έκανε ό, τι καλύτερο μπορούσε για να περάσει όμορφα τα χρόνια της και να ζήσει πολύ. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο του πανεπιστημίου, έπιασε με την άκρη του ματιού του τον συμφοιτητή του τον Χάπινς. Για κάποιο περίεργο λόγο, κάθε φορά που αντίκριζε το μονόχνοτο εκείνο νέο, αισθανόταν παράξενα. Δυσκολευόταν να προσδιορίσει αν τον θαύμαζε, ή αν τον αντιπαθούσε. Ίσως να ένιωθε και τα δύο. Πιθανό να τον θαύμαζε για εκείνο το μόνιμα ατάραχο ύφος του, τον πράο χαρακτήρα του και τις επιδόσεις του στα μαθήματα. Ίσως πάλι να τον αντιπαθούσε για την αντικοινωνικότητά του, κατά βάθος όμως παραδεχόταν πως ένας ήταν ο βασικός λόγος που δεν τον έβλεπε με καλό μάτι.

Από τη στιγμή που είχε πληροφορηθεί ότι ο Χάπινς αγαπούσε τη ροκ μουσική, η πλάστιγγα των αισθημάτων του είχε γείρει προς το μέρος της αντιπάθειας. Δεν γνώριζε βέβαια αν ήταν αλήθεια, ή αν επρόκειτο για μια απλή φήμη. Πάντως, αν όντως συνέβαινε αυτό που ισχυρίζονταν μερικοί, τότε απορούσε με την απάθειά του.

Μα καλά, αναρωτήθηκε, δεν φοβάται; Η ροκ είναι απαγορευμένη πάνω από είκοσι χρόνια, κι αυτός έχει το θάρρος και την ακούει; Τόσο πολύ του αρέσει και παραγνωρίζει συνειδητά τον κίνδυνο να συλληφθεί και να τιμωρηθεί; Μήπως είναι ηλίθιος; Ο Λαμασών έχει απαγορεύσει με νόμο την ακρόαση της ψυχοφθόρας και ανατρεπτικής αυτής μουσική και ο Χάπινς κάθεται και την ακούει;

Άλλωστε, από αυτά που διαδίδονταν, ο Φίγκινς πίστευε ότι η ροκ, εκτός από παράνομη, ήταν και απαίσια. Την εντύπωση αυτή δεν την είχε από προσωπική εμπειρία, αφού εκείνος δεν είχε ακούσει ποτέ του κάποιο απαγορευμένο τραγούδι, αυτή ήταν όμως η κοινή πεποίθηση, κι εκείνος δεν είχε λόγο ν’ αμφιβάλλει για την ορθότητά της.

Βαδίζοντας δίπλα του στο μεγάλο διάδρομο που οδηγούσε στο αμφιθέατρο, τον εξέταζε διακριτικά, προσπαθώντας να τον ψυχολογήσει. Απορούσε με την ψυχραιμία του. Αν πράγματι ήταν οπαδός της παράνομης μουσικής, δεν φοβόταν για την τύχη του; Δεν καταλάβαινε ότι, αργά ή γρήγορα, η δραστηριότητά του αυτή θα γινόταν αντιληπτή από τις αρχές και θα τον οδηγούσε στη φυλακή;

Έπιασε τον εαυτό του να τον λυπάται. Ενδόμυχα, ευχόταν να ήταν όλα ψέματα και να μην κατέληγε πίσω από τα κάγκελα. Στην ουσία, ο Χάπινς ήταν ένας άριστος φοιτητής και ένα αρκετά αξιόλογο άτομο, που δεν συνήθιζε να δημιουργεί προβλήματα. Ο Φίγκινς λοιπόν αναρωτήθηκε, γιατί ο άλλος δεν έκανε μια προσπάθεια να διαψεύσει τις φήμες που κυκλοφορούσαν σε βάρος του; Γιατί δεν φρόντιζε να αποκαταστήσει την υπόληψή του, ώστε να κυκλοφορεί στο χώρο της σχολής με το κεφάλι ψηλά;

Και τότε ακριβώς, συνειδητοποίησε ότι ο Χάπινς ήταν ένοχος. Ήταν πια απόλυτα πεπεισμένος ότι, ο νεαρός συμφοιτητής του, είχε νοσήσει από την ασθένεια της ροκ, δεν καταλάβαινε όμως τι ήταν αυτό που τον εμπόδιζε από το να έκανε μια προσπάθεια να γιατρευτεί.

«Το βλάκα», σιγομουρμούρισε, «θέλει να φάει το κεφάλι του; Γιατί δεν ακούει μπραίηντ όπως όλοι μας; Τι είναι αυτό που τον οδηγεί στην αυτοκαταστροφή; Πώς μπορεί και ακούει αυτά τα ανοσιουργήματα;»

Μπαίνοντας στο αμφιθέατρο, του κατέβηκε μια ιδέα. Ήρθε και τρύπωσε με πανουργία και με επιμονή μέσα στο μυαλό του. Θα τον παρακολουθούσε. Θα προσπαθούσε να μάθει το μουσικό του στέκι. Μια νοσηρή περιέργεια τον κυρίευσε εντελώς ξαφνικά. Επιθυμούσε διακαώς να μάθει αν πράγματι ο Χάπινς άκουγε ροκ, παραδέχτηκε όμως ότι άλλο ήταν το κίνητρο της ενέργειας που σχεδίαζε. Απλά, ήθελε να ακούσει κι ο ίδιος με τα αυτιά του το περιβόητο εκείνο είδος μουσικής.



# # # # #



Εγκατέλειψε τον κυλιόμενο διάδρομο της ογδόης λεωφόρου και χώθηκε σε μια μισοσκότεινη πάροδο. Προχώρησε με γρήγορο βηματισμό μέχρι την μέση του στενού δρόμου και σταμάτησε μπροστά σε ένα παλιό τριώροφο κτήριο. Ερεύνησε προσεκτικά τον περίγυρο και την κακοφωτισμένη είσοδο και, η παντελής έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας, του έδωσε θάρρος για τη συνέχεια. Αμέσως μετά, έβγαλε μέσα από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό τηλεχειριστήριο και το σταθεροποίησε πέντε πόντους απέναντι από τη μηχανική κλειδαριά της πόρτας. Σχεδόν ταυτόχρονα πίεσε το λιλιπούτειο πλήκτρο του πομπού και μια λεπτή, πράσινη ακτίνα εισχώρησε στην εγκοπή υποδοχής του κλειδιού. Ακούστηκε ο μεταλλικός, χαρακτηριστικός ήχος κλειδαριάς που απελευθερώνεται και ο δρόμος για το εσωτερικό ήταν ανοιχτός.

Μπήκε μέσα με χίλιες προφυλάξεις και κατευθύνθηκε προς το υπόγειο. Κατέβηκε αθόρυβα και προσεκτικά τα σκαλιά που θα τον οδηγούσαν στο πολυπόθητο και μυστηριώδες μέρος. Η απογευματινή παρακολούθηση του Χάπινς, τον είχε βοηθήσει να μάθει καλά τα κατατόπια. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο, δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα. Ανακάλυψε, παρά είδε, τη μοναδική είσοδο που υπήρχε στο σκοτεινό εκείνο χώρο. Αφουγκράστηκε με ιδιαίτερη προσοχή και, μένοντας καθησυχασμένος, ακολούθησε την ίδια διαδικασία με την εξώπορτα. Δυσκολεύτηκε λίγο στην εξεύρεση της κλειδαριάς, στο τέλος όμως κατάφερε και τη βρήκε.

Μπαίνοντας μέσα, αισθάνθηκε κάτι σαν δέος. Αγωνιώντας για τη συνέχεια, έκλεισε πίσω του την πόρτα και άρχισε να ψάχνει ψηλαφιστά για κάποιο ηλεκτρικό διακόπτη. Όταν τον βρήκε και τον πίεσε, ο χώρος φωτίστηκε ασθενικά από ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό που κρεμόταν από την οροφή. Η εικόνα που παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Είδε πως βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο με λιτή επίπλωση. Εκτός από τέσσερα ξύλινα καθίσματα που βρίσκονταν τοποθετημένα στη σειρά, ακριβώς στο κέντρο του χώρου πίσω από ένα τραπεζάκι, και ένα σύνθετο έπιπλο στον απέναντι τοίχο, άλλο έπιπλο δεν υπήρχε. Εκείνο πάντως που τον εντυπωσίασε, δεν ήταν το στερεοφωνικό μηχάνημα που αναπαυόταν επάνω στο σύνθετο, αλλά η έλλειψη βρωμιάς. Ολόκληρη η αίθουσα άστραφτε από καθαριότητα και μια ευχάριστη μυρωδιά είχε πλημμυρίσει το χώρο.

Ικανοποιημένος που οι υποψίες του είχαν αρχίσει να επαληθεύονται, πλησίασε κοντά στο στερεοφωνικό μηχάνημα και στάθηκε μπροστά του. Καθώς άπλωνε το χέρι του για να το θέσει σε λειτουργία, ένιωσε παράξενα. Σχεδόν έτρεμε τη στιγμή που πατούσε το πλήκτρο ΟΝ.

Ο δυνατός, μπάσος ήχος που ξεχύθηκε ξαφνικά από τα ηχεία, τον κατατρόμαξε. Το πρωτόγνωρο άκουσμα τον ξάφνιασε, αλλά και τον παραξένεψε. Πρώτη φορά στη ζωή του άκουγε ένα μουσικό κομμάτι, στο οποίο ο ξέφρενος ρυθμός των ντραμς συνδυαζόταν τόσο άψογα με τον κρυστάλλινο ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας. Ένιωσε να εκστασιάζεται. Άνοιξε διάπλατα τα αυτιά του και ρουφούσε με απληστία τις μελωδικές νότες και τους μεστούς στίχους ενός τραγουδιού, που το άκουσμά του τον γέμισε με ευχάριστα συναισθήματα και του έφτιαξε τη διάθεση. Είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στην ακρόασή του, με τη συμμετοχή και του τελευταίου κύτταρου του κορμιού του. Αυτό δεν ήταν τραγούδι, ήταν μια ανεπανάληπτη μουσική πανδαισία. Συνειδητοποίησε ότι, η απαγορευμένη μουσική που συνέχιζε να εκπέμπεται σε καταιγιστικούς ρυθμούς από τα μεγάφωνα, του άρεσε υπερβολικά. Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονταν οι πολέμιοί της, διέθετε ρυθμό, χρώμα, μελωδία, συναίσθημα …και στίχους. Συγκρινόμενη με τη μπραίηντ, μόνο στο ρυθμό έμοιαζε κάπως. Μπροστά στη ροκ, η ανιαρή και μονότονη μουσική της εποχής του, έμοιαζε με φτωχό συγγενή. Έδειξε λίγη μεγαλύτερη προσοχή στα λόγια του τραγουδιού και τότε κατάλαβε για ποιο λόγο ο Λαμασών την είχε απαγορεύσει. Ο τραγουδιστής με την ιδιόρρυθμη φωνή, εκλιπαρούσε για βοήθεια. Αναζητούσε τη χαρά της ζωής του και ο Φίγκινς σχεδόν ταυτίστηκε μαζί του.

Φοβήθηκε πως τελικά είχε αρρωστήσει. Είχε εισχωρήσει στον απαγορευμένο κόσμο της ροκ, κι αισθανόταν ότι δύσκολα θα κατάφερνε να ξαναβγεί. Αναλογίσθηκε τις συνέπειες και τρομοκρατήθηκε. Ο νόμος του δικτάτορα Λαμασών ήταν σαφής και αδυσώπητα σκληρός. Η κατοχή δίσκων μουσικής ροκ, κυρίως όμως η αναπαραγωγή και η ακρόαση αυτού του μουσικού είδους, απαγορευόταν αυστηρά, με ποινή που μπορούσε να φτάσει μέχρι και τα σαράντα χρόνια στα κάτεργα.

Ένιωσε μια ανατριχίλα να του διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά, η ευχαρίστηση όμως που του προκαλούσε το εξαίσιο εκείνο άκουσμα, του απαγόρευσε να πανικοβληθεί, διώχνοντας μακριά και την αρχική του εντύπωση ότι είχε αρρωστήσει. Γνωρίζοντας ότι η εμφάνιση κάποιας ασθένειας συνοδεύεται κατά κανόνα από μια σειρά δυσάρεστων συμπτωμάτων, κατάλαβε ότι αποκλειόταν να είχε νοσήσει. Εκείνος αισθανόταν θαυμάσια. Δεν ένιωθε κακοδιαθεσία, ούτε πόνο, ούτε είχε πυρετό. Αντιθέτως, ένιωθε τόσο καλά, όσο δεν είχε αισθανθεί ποτέ πριν.

Δεν είμαι άρρωστος, σκέφτηκε περιχαρής. Νιώθω καλύτερα από ποτέ. Η ροκ δεν είναι ασθένεια, είναι φάρμακο. Γέλασε στη σκέψη ότι είχε καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα από την ακρόαση ενός και μόνο τραγουδιού.

Καθώς το τραγούδι έφτανε στο τέλος του, ένιωσε δίπλα του την παρουσία κάποιου. Παραδόξως δεν πανικοβλήθηκε, ούτε γύρισε να κοιτάξει για να δει ποιος ήταν. Είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω ν’ απολαμβάνει τη μουσική που νόμιζε ότι απεχθανόταν και ήξερε με βεβαιότητα πια ότι, ο δρόμος που είχε οριστικά και αμετάκλητα διαλέξει, ήταν χωρίς επιστροφή.

«Το τραγούδι που ακούς», άκουσε τον Χάπινς να του φωνάζει, προσπαθώντας να καλύψει τα ντεσιμπέλ των ηχείων, «είναι το PARANOID των BLACK SABBATH».

Μόλις το θαυμάσιο κομμάτι τελείωσε, ο άλλος τον προσπέρασε και πλησίασε κοντά στο στερεοφωνικό. «Θα σου βάλω να ακούσεις κάτι διαφορετικό», τον άκουσε να του λέει.

Ο Χάπινς κάθισε σε μια καρέκλα και προέτρεψε κι εκείνον να κάνει το ίδιο. Δευτερόλεπτα αργότερα ο αέρας γέμισε από τους μελωδικούς ήχους ενός τραγουδιού εντελώς διαφορετικού σε ύφος από το προηγούμενο.

Ο Φίγκινς έπεσε από τα σύννεφα. Στράφηκε και κοίταξε απορημένος τον άλλο. «Το τραγούδι που ακούμε είναι ροκ;» τον ρώτησε, παρόλο που γνώριζε από πριν την απάντηση. Καθώς ο Χάπινς του έγνεφε καταφατικά, αφοσιώθηκε στο άκουσμα του εξαίσιου εκείνου κομματιού συνεπαρμένος, όχι μόνον από την πανέμορφη μελωδία του, αλλά και από τα θαυμάσια λυρικά λόγια του.

Χορέψτε στο σκοτάδι της νύχτας, τραγουδήστε στο φως της αυγής,

τα μήλα γίνονται καστανά και μαύρα, το πρόσωπο του τυράννου είναι κόκκινο…,

τραγουδούσε με την χαρακτηριστική φωνή του ο παράξενος τροβαδούρος της εκπληκτικής εκείνης μπάντας και ο Φίγκινς λίγο έλειψε να κλάψει.

«Είναι οι LED ZEPELLIN στο THE BATTLE OF EVERMORE”, του εξήγησε ο Χάπινς και ο Φίγκινς ένιωσε πανευτυχής που είχε ήδη μάθει δύο από τα πολλά (πόσα άραγε;) συγκροτήματα της μουσικής που, όπως διαπίστωνε, διέθετε τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο.

…επιτέλους ο ήλιος λάμπει, τα γαλάζια σύννεφα κυλούν στον ουρανό,

ανάμικτα με φλόγες του δράκοντα του σκότους,

τα μάτια του οποίου τυφλώνει το φως του ήλιου.

Με αυτά τα αλληγορικά λόγια τελείωσε το υπέροχο εκείνο τραγούδι και η ψυχή του Φίγκινς σημαδεύτηκε ανεξίτηλα. Το συμπέρασμα που είχε ήδη, χωρίς μεγάλη δυσκολία, εξάγει ήταν προφανές. Αν ο λαός άκουγε αυτά τα τραγούδια, τα ψωμιά του Λαμασών θα ήταν πολύ λίγα. Ο τόπος δεν θα τον χωρούσε πλέον. Αν η ροκ μουσική διαδιδόταν, ο δικτάτορας θα έπαυε να υπάρχει. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος που την είχε απαγορεύσει.

Έμεινε στο υπόγειο μέχρι αργά τη νύχτα. Επί ώρες άκουγε ασταμάτητα τα τραγούδια εκείνα, τα οποία με τον απίθανο δυναμισμό τους και την εκπληκτική αμεσότητά τους, σε έκαναν σκλάβο τους για πάντα. Μέσα σε ένα μόλις βράδυ, είχε μετατραπεί σε φανατικό εραστή της ροκ, και δε ντράπηκε να το παραδεχτεί. Αντιθέτως μάλιστα ένιωθε υπερήφανος γι’ αυτό και φασκέλωσε τον εαυτό του που είχε αφήσει να περάσουν τόσα χρόνια χωρίς ν’ ακούει μουσική, γιατί βέβαια η μπραίηντ μόνο μουσική δεν ήταν.

Απόλαυσε παρέα με τον Χάπινς τα καλύτερα τραγούδια των μεγαλύτερων τραγουδιστών και συγκροτημάτων της χρυσής εποχής της ροκ, κι έμαθε ένα σωρό λεπτομέρειες από τον υπομονετικό δάσκαλό του, γύρω από αυτό το τόσο ενδιαφέρον και ανεξάντλητο θέμα. Αποστήθισε τα ονόματα όλων σχεδόν των θρύλων της καινούριας του αγάπης, κι έφτασε μάλιστα στο σημείο να μη θέλει να φύγει από το στούντιο του καινούριου του φίλου.



# # # # #



Από εκείνο το βράδυ-ορόσημο της ζωής του, ο Φίγκινς έγινε ο πιο τακτικός θαμώνας του παράνομου υπόγειου. Καθόταν εκεί επί ώρες, άλλοτε μόνος και άλλοτε με τη συντροφιά του Χάπινς και δυο-τριών ακόμα νεαρών, και άφηνε τον εαυτό του να μεταφερθεί στο μαγευτικό κόσμο της πιο συναρπαστικής μουσικής όλων των εποχών. Αρκετά σύντομα είχε μάθει να ξεχωρίζει με ευχέρεια τα διάφορα είδη της. Από τις πρώτες κιόλας νότες ήταν σε θέση να καταλαβαίνει αν ακούει κλασσικό ροκ, χαρντ ροκ, χέβυ μέταλ, πανκ ροκ, μπάλαντ ροκ, εναλλακτικό ροκ, και τα λοιπά. Είχε χωθεί ολόκληρος μέσα σ’ εκείνον τον υπέροχο κόσμο, κι αισθανόταν ότι δεν επρόκειτο ποτέ πια στη ζωή του να ξαναβγεί από αυτόν.

Ένα απόγευμα όμως έγινε αυτόπτης μάρτυρας ενός περιστατικού, που τον υποχρέωσε να συνειδητοποιήσει κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο δυστυχώς το είχε ξεχάσει. Αντικρίζοντας, καθώς μετέβαινε στο στούντιο του Χάπινς, μια ομάδα νεαρών να δέρνεται ανηλεώς, στη μέση του δρόμου, από μια διμοιρία σιδερόφρακτων αστυνομικών, ένιωσε να κυριεύεται από έναν ανείπωτο τρόμο. Μαθαίνοντας αργότερα ότι τα παιδιά εκείνα είχαν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να ακούν ροκ τραγούδια, το χώνεψε αρκετά καλά ότι το νέο του χόμπι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο.

Συζητώντας το μάλιστα με τον Χάπινς, καθώς το στερεοφωνικό έπαιζε το SWEET FREEDOM των URIAH HEEP, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάτι έπρεπε να κάνουν. Το να κάθονταν με σταυρωμένα χέρια και ν’ ακούν απλώς τα τραγούδια που τους άρεσαν, δεν έδινε λύση στο πρόβλημά τους.

Η νύχτα εκείνη τους φάνηκε ιδιαίτερα σκοτεινή και άκρως ζοφερή. Το απογευματινό περιστατικό τους είχε τρομοκρατήσει. Κινδύνευαν, αυτό ήταν βέβαιο, ενώ δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν και το γεγονός ότι υπήρχαν και σπιούνοι που, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, θα μπορούσαν εύκολα να τους καταδώσουν στις αρχές.

Άκουγαν μανιωδώς μουσική και δεν κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα. Άκουσαν ROLLING STONES, ANIMALS, PINK FLOYD, DEEP PURPLE, QUEEN, DOORS, AC/DC, WHO, R.E.M., IRON MAIDEN, METALLICA, RAMONES, JAMES, GUNS N’ ROSES, SCORPIONS, OASIS, U2, IGGY POP, και μια σωρεία ακόμα συγκροτημάτων και τραγουδιστών, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρουν με ποιο τρόπο έπρεπε να ενεργήσουν. Το είχαν πάρει απόφαση ότι όφειλαν να δραστηριοποιηθούν. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δεν ήταν διατεθειμένοι να πιαστούν σαν τα ποντίκια μέσα σε εκείνο το υπόγειο. Τους φαινόταν παράλογο να διώκονται επειδή το έγκλημά τους ήταν ότι άκουγαν μουσική. Αν επρόκειτο να συλληφθούν, ας το πάθαιναν τουλάχιστον για κάποιο άλλο σοβαρότερο λόγο.

Λίγο πριν το ξημέρωμα τους πήρε ο ύπνος. Δεν άντεξαν άλλο και κοιμήθηκαν επάνω στα άβολα καθίσματά τους. Όταν ξύπνησαν, κόντευε μεσημέρι. Σηκώθηκαν με όλα τα μέλη του σώματός τους πιασμένα και με τη διάθεσή τους στο ναδίρ. Η ολονύκτια ακρόαση, ουδόλως τους είχε βοηθήσει. Όσο κι αν προσπάθησαν, τρόπο δράσης δεν κατάφεραν να βρουν. Νιώθοντας πίκρα και απογοήτευση, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Μέχρι να ετοιμαστούν, ο Χάπινς άνοιξε το ραδιόφωνο. Έπιασε ένα σταθμό που μετέδιδε ειδήσεις και κινήθηκε προς την τουαλέτα. Άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα, αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνησή του. Ακούγοντας τον εκφωνητή να αναφέρεται στο χθεσινό γεγονός της σύλληψης των νεαρών, επέστρεψε στην αίθουσα.

‘’…οι δε δράστες του εγκλήματος της ακρόασης ροκ μουσικής, οδηγήθηκαν στη φυλακή και θα δικαστούν αύριο. Μεθαύριο Κυριακή, ο άρχοντας Λαμασών, με την ευκαιρία της νέας πολεμικής σύγκρουσης με τους βόρειους γείτονές μας, θα απευθύνει διάγγελμα προς τον λαό. Κανένας δεν πρέπει να λείψει από τη μεγαλειώδη συγκέντρωση που θα πραγματοποιηθεί στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας. Όσοι δεν μπορέσουν να παραβρεθούν, ή όσοι μένουν μακριά, μπορούν να την παρακολουθήσουν από τις τηλεοράσεις τους, αφού έγινε γνωστό ότι θα μεταδοθεί και τηλεοπτικώς…’’

Ο Φίγκινς δεν χρειάστηκε να ακούσει περισσότερα. Παραμέρισε τον φίλο του και έκλεισε το ραδιοφωνικό δέκτη. Έβαλε στο στερεοφωνικό ένα δίσκο των TEN YEARS AFTER, επέλεξε το τραγούδι με τίτλο I’ D LOVE TO CHANGE THE WORLD και το έβαλε να παίζει. Η ιδέα του ήρθε εντελώς ξαφνικά και το χαμόγελο ξανάνθισε στα χείλη του. Στράφηκε προς τον Χάπινς και του είπε αινιγματικά: «Πάμε στη σχολή και θα σου πω στο δρόμο τι μπορούμε να κάνουμε».



# # # # #



Λίγο πριν ο άρχοντας της χώρας κάνει την εμφάνισή του στην εξέδρα που είχε στηθεί δίπλα στο κυβερνητικό μέγαρο, χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονταν ήδη συγκεντρωμένοι στη μεγάλη, κεντρική πλατεία, ενώ χιλιάδες άλλοι συνέχιζαν να καταφτάνουν από όλες τις πλευρές. Οι κυλιόμενοι διάδρομοι δεν προλάβαιναν να αποβιβάζουν ανθρώπους όλων των ηλικιών. Οι περισσότεροι κρατούσαν στα χέρια τους τις πολύχρωμες σημαίες του έθνους, με το χαρακτηριστικό κεραυνό στην κάτω δεξιά γωνία τους, και το στεφανωμένο κεφάλι του Λαμασών στο κέντρο τους.

Τα παιδιά ανέμιζαν χαρούμενα τα σύμβολα της πατρίδας τους, οι περισσότεροι όμως από τους μεγάλους, δεν έδειχναν να συμμερίζονται τον ενθουσιασμό τους. Τι χαρά και τι ενθουσιασμό μπορούσαν να δείξουν οι ταλαίπωροι πολίτες, τη στιγμή που στα χίλια προβλήματά τους, ερχόταν τώρα να προστεθεί κι εκείνο του πολέμου; Ποιος μπορούσε να φανταστεί τα δεινά που τους περίμεναν; Άραγε, πόσα από τα παιδιά τους θα άφηναν για πολλοστή φορά την τελευταία τους πνοή στο μέτωπο;

Στέκονταν όρθιοι, σκυθρωποί και ζαβλακωμένοι και δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον, κυριευμένοι από το φόβο των σπιούνων που συνήθιζαν να χώνονται ανάμεσά τους. Περίμεναν υπομονετικά την εμφάνιση του δικτάτορα, ελπίζοντας σε μια σύντομη λήξη της φαρισαϊκής εμφάνισής του. Όταν τελικά εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά τους, άρχισαν όλοι να τον χειροκροτούν με προσποιητό ενθουσιασμό, χωρίς να παραλείπουν βέβαια να τον βρίζουν από μέσα τους. Ο Λαμασών χαιρετούσε το πλήθος που τον επευφημούσε, στρεφόταν κι έκανε το ίδιο και στις τηλεοπτικές κάμερες και κάποτε αποφάσισε να αρχίσει.

Καθάρισε τη φωνή του, έφτιαξε το μικρόφωνο και, πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, ένας πρωτόγνωρος, δυνατός ήχος ξεχύθηκε σαν χείμαρρος από τα ηχεία. Το ξάφνιασμα ήταν ισχυρό για όλους, περισσότερο όμως για τον κεραυνοβολημένο δικτάτορα. Το τραγούδι που ακουγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, η μουσική που έφτανε στα αυτιά και του τελευταίου πολίτη, ήταν απαγορευμένη. Το μουσικό κομμάτι, το οποίο οι περισσότεροι άκουγαν για πρώτη φορά, ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά τους. Ύστερα μάλιστα από το πρώτο ξάφνιασμα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αφυπνίστηκαν και άρχισαν κουνιούνται δειλά-δειλά στο ρυθμό του.

Ο Λαμασών ούρλιαζε, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Φώναζε στους ακολούθους του να κλείσουν τα μεγάφωνα, να σταματήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τη συνέχιση εκείνης της οδυνηρής για τ’ αυτιά του μουσικής, που το άκουσμά της τον οδηγούσε στα όρια της παραφροσύνης, κανείς τους όμως δε φαινόταν πως είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Το τραγούδι συνεχιζόταν με την ίδια αμείωτη ένταση και οι αντιπολεμικοί στίχοι του γέμισαν με αισιοδοξία τις ψυχές των πολιτών.

Κι ενώ ο OZZY OSBOURNE των BLACK SABBATH τραγουδούσε το WAR PIGS, εκατοντάδες χιλιάδες ευτυχισμένοι άνθρωποι, αγνοώντας το ανθρωπάκι που χτυπιόταν σαν δαιμονισμένο επάνω στην εξέδρα, λικνίζονταν αγκαλιασμένοι.





@ @ @ @ @ @ @ @

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΒΕΤΕΡΑΝΟΣ

Ένα διήγημα του Στέλιου Αρώνη, για το αυτοκίνητο και την ανόητη συμπεριφορά των οδηγών.  




Τη στιγμή που είχε φτάσει στη διασταύρωση ‘’Μαύρος Τόπος’’, ο μετρητής ταχύτητας του οχήματος που οδηγούσε, έγραφε εξήντα δύο χιλιόμετρα ανά ώρα. Με όριο τα εξήντα χιλιόμετρα, η ταχύτητα εκείνη ήταν νόμιμη και μπορούσε να θεωρηθεί απόλυτα λογική. Η κίνηση, όπως τις περισσότερες φορές τον τελευταίο καιρό που έκανε εκείνο το δρομολόγιο, ήταν αραιή, αυτός όμως δεν ήταν και ένας ιδιαίτερα σοβαρός λόγος που, όπως είχε επανειλημμένα αποδειχτεί, θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση των πιθανοτήτων να συμβεί κάποιο ατύχημα στο συγκεκριμένο σημείο. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν. Η λογική αυτό θα έλεγε. Λιγότερα αυτοκίνητα στους δρόμους, σήμαινε και λιγότερα ατυχήματα. Αμ δε, η συχνότητα των συγκρούσεων στο συγκεκριμένο κόμβο, δεν εξαρτιόταν από το πλήθος των αυτοκινήτων που κινούνταν στην κεντρική εκείνη αρτηρία, αλλά από το πλήθος των ηλιθίων που επέμεναν να οδηγούν τροχοφόρο όχημα, χωρίς να έχουν την απαιτούμενη ικανότητα να το κάνουν, κι οι οποίοι δυστυχώς ήταν πάρα πολλοί.

Ορισμένοι βέβαια ισχυρίζονταν ότι ο βασικότερος υπεύθυνος για εκείνη την απαράδεκτη κατάσταση ήταν η Αρμοστεία, και δεν είχαν και πολύ άδικο, λίγοι όμως το πίστευαν πραγματικά. Εντάξει, η Αρμοστεία είχε ακυρώσει τον αρχικό σχεδιασμό για δημιουργία γέφυρας και είχε αγνοήσει την επιθυμία των διερχομένων για κατασκευή ανισόπεδου κόμβου, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι οι οδηγοί έπρεπε να αγνοούν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας και να παίζουν ρώσικη ρουλέτα. Η αυτοκαταστροφική μανία που είχε κυριεύσει τους περισσότερους οδηγούς, ήταν αδύνατο να εξηγηθεί. Άλλωστε, η υιοθέτηση της συμβιβαστικής λύσης για επίγεια διασταύρωση, δεν είχε γίνει από καπρίτσιο, αλλά είχε υποβληθεί από καθαρά αντικειμενικούς παράγοντες. Τη στιγμή που οι βάσεις της γέφυρας, λόγω έλλειψης χώρου, έπρεπε αναγκαστικά να κατασκευαστούν μέσα σε ιδιωτικές εκτάσεις, αυτό συνιστούσε εκ των πραγμάτων μια αντισυνταγματική και παράνομη ενέργεια, κάτι που απέτρεπε τους αρμόδιους από το να κάνουν οποιαδήποτε σκέψη για σχεδίαση ανισόπεδου κόμβου. Άλλωστε, οι απαλλοτριώσεις και οι δικαστικές διενέξεις με τους κατόχους αυτών των ιδιοκτησιών, απαιτούσαν υπέρογκα έξοδα και αρκετά χρονοβόρες διαδικασίες, οπότε δεν έμπαιναν καν στον κόπο να τις ξεκινήσουν.

Κι έτσι, σκοτώνονταν σαν τα αρνιά. Η τοποθέτηση φωτεινών σηματοδοτών, ουδόλως είχε βοηθήσει. Κάθε τρεις-τέσσερις μέρες, αναγκάζονταν να τους επανατοποθετούν. Όλο και κάποιος ανεγκέφαλος έπεφτε επάνω τους και τους κατέστρεφε. Ώσπου στο τέλος, οι υπεύθυνοι απηύδησαν με αυτήν την τραγελαφική κατάσταση και τους κατήργησαν εντελώς. Τοποθέτησαν σήματα στοπ στον κάθετο άξονα και άφησαν τα ζώα με την ανθρώπινη μορφή, που δυστυχώς συνήθιζαν να κρατούν ακόμα τιμόνι στα χέρια τους, να σκοτώνονται σαν τα πρόβατα.

Ο Δήμος κοίταξε για λίγο ψηλά και ατένισε τα δεκάδες αερόπλοια που πετούσαν πάνω από το κεφάλι του, εκείνος όμως ποτέ του δεν θα έμπαινε μέσα σε ένα τέτοιο μεταφορικό μέσον. Προτιμούσε να πραγματοποιεί τις μετακινήσεις του με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο. Αν και γνώριζε ότι περιτριγυριζόταν από χιλιάδες εν δυνάμει ακούσιους, εποχούμενους δολοφόνους, εντούτοις αισθανόταν πιο ασφαλής, πατώντας στο έδαφος. Οι θιασώτες του αερόπλοιου υποστήριζαν ότι ήταν το πιο ασφαλές μέσον, ο Δήμος όμως αδυνατούσε να ενστερνιστεί την άποψή τους. Δεν του ενέπνεε εμπιστοσύνη η ιδέα να νιώθει ότι βρίσκεται αιωρούμενος δεκάδες μέτρα πάνω από τη γη. Πίστευε ότι, η υπερβολική διαφήμιση που γινόταν για την ασφάλεια των νέων, ιπτάμενων μεταφορικών μέσων, αποσκοπούσε μόνο στην αύξηση των πωλήσεών τους και κατ’ επέκταση στην αντίστοιχη αύξηση των κερδών όλων όσων συμμετείχαν στη δημιουργία και τη διάθεσή τους. Παραδεχόταν ότι το αυτοκίνητο παρέμενε σταθερά πρώτο στον μακάβριο απολογισμό καταμέτρησης όλων όσων έχαναν με αιφνίδιο τρόπο τη ζωή τους, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν το αποχωριζόταν. Εκείνος πίστευε ότι είχε τα φόντα να αποφύγει οποιαδήποτε ανεπιθύμητη επαφή με κάποιον βιαστικό ή ανεγκέφαλο οδηγό, εμπιστευόταν όμως απόλυτα και το όχημά του. Το είχε αγοράσει μόλις συνταξιοδοτήθηκε από την υπηρεσία του, σε αντικατάσταση του παλιού, και το είχε παραγγείλει με όλον τον σύγχρονο εξοπλισμό άνεσης και ασφάλειας. Έτσι, αισθανόταν άτρωτος όταν καθόταν στη θέση του οδηγού και ταξίδευε μαζί του.

Ενώ σκεφτόταν όλα αυτά, έφτασε κοντά στην επικίνδυνη διασταύρωση. Ένα από τα μειονεκτήματά της ήταν και η μικρή ορατότητα που προσέφερε στους οδηγούς. Ακριβώς λίγα μέτρα πριν από τη γωνία με τον κάθετο δρόμο, και στο ρεύμα προς την έξοδο της πόλης, υπήρχε από παλιά ένας μεγάλος μαντρότοιχος που έκρυβε από τα μάτια των οδηγών την κίνηση στον δευτερεύοντα δρόμο. Έτσι, αν κάποιο αυτοκίνητο που ερχόταν από εκεί, έδειχνε προθέσεις παραβίασης του στοπ, μόνο την τελευταία στιγμή μπορούσε να γίνει αντιληπτό. Ένα πρόσθετο αρνητικό στοιχείο ήταν η πλημμελής αστυνόμευση της περιοχής. Η παρουσία της αστυνομίας, δυστυχώς περιοριζόταν μόνο στην εναέρια παρακολούθηση της κίνησης, γεγονός που δεν είχε αποδειχτεί ικανό να αποτρέψει οποιοδήποτε ατύχημα.

Ο Δήμος το γνώριζε καλά, γι’ αυτό και φρόντιζε πάντοτε να είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο, αυτή τη φορά όμως τα χρειάστηκε. Λίγα μόλις μέτρα πριν από τη γωνία της διασταύρωσης, το ημιφορτηγό που ερχόταν με μικρή ταχύτητα κάθετα από δεξιά του, αντί να σταματήσει στο στοπ, ανέπτυξε ταχύτητα. Ο Δήμος αιφνιδιάστηκε από την αψυχολόγητη ενέργεια του άλλου οδηγού, η στιγμή όμως δεν ήταν κατάλληλη για να μπορέσει να προχωρήσει σε εξήγηση των αιτίων της, ούτε υπήρχε χρόνος για αναλύσεις. Εκείνος έπρεπε να αντιδράσει άμεσα και με τον πλέον σωστό τρόπο, για να μπορέσει να αποφύγει την αναπόφευκτη σύγκρουση.

«Πρόσεξε!» άκουσε τη γυναίκα του από δίπλα να ουρλιάζει. «Κόψε, κόψε, θα πέσει επάνω μας!»

Σε μια τέτοια ακραία περίπτωση, η ενστικτώδης ενέργεια κάθε οδηγού είναι να κάνει ακριβώς αυτό που τον συμβούλευσε η συμβία του, αλλά ο Δήμος δεν έπεσε στα φρένα, όπως ίσως θα έκανε κάποιος άλλος. Εκείνος έκανε το εντελώς αντίθετο. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, κατέβασε ταχύτητα στο κιβώτιο και πάτησε τέρμα το γκάζι. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων που έρχονταν από πίσω, έκλεισαν τα μάτια τους για να μη δουν τη σφοδρή σύγκρουση που διαφαινόταν, το όχημα του Δήμου όμως διέψευσε τους φόβους τους. Πέρασε σαν αστραπή από τη διασταύρωση, δέκατα του δευτερολέπτου προτού το φορτηγάκι του εγκληματία οδηγού εμφανιστεί στη μέση του κεντρικού δρόμου.



# # # # #



Για τη διεξαγωγή αγώνα βετεράνων, το έμαθε από το ρομπότ του. Είχε μόλις επιστρέψει στο σπίτι από την αγορά, όταν το πληροφορήθηκε από τον Αντρέ. «Τα μάθατε, κύριε;» τον άκουσε να του λέει πριν ακόμα πατήσει καλά-καλά το πόδι του στο χολ, «Η Λέσχη Αυτοκινήτου, διοργανώνει γκραν πρι για μεγάλους σε ηλικία οδηγούς».

Ο Δήμος κοίταξε απορημένος τον οικιακό τους βοηθό και ακούμπησε τις τσάντες με τα ψώνια στο πάτωμα. «Πήγαινέ τα στην κουζίνα», πρόσταξε τον Αντρέ και έβγαλε το σακάκι του. Αναζήτησε με το βλέμμα του τη γυναίκα του, αλλά θυμήθηκε ότι είχε πάει στο κομμωτήριο. Προσπάθησε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που είχε ακούσει από το μεταλλικό στόμα του Αντρέ και αναρωτήθηκε τι είδους αγώνας ήταν αυτός που διοργάνωνε η Λ. Α. Έτρεξε χωρίς καθυστέρηση στο σαλόνι και άνοιξε την τηλεόραση. Βρήκε το κανάλι του αθλητισμού και θρονιάστηκε στον καναπέ, κυριευμένος από μεγάλη περιέργεια να μάθει περισσότερα για εκείνο το πρωτάκουστο γεγονός.

Στην οθόνη εναλλάσσονταν φάσεις από διάφορους ποδοσφαιρικούς αγώνες, πουθενά όμως δεν γινόταν λόγος για το γκραν πρι παλαιών οδηγών. Νιώθοντας ανυπομονησία, άρχισε να κάνει ζάπινγκ, ελπίζοντας να δει σε κάποιο άλλο κανάλι αυτό που τον ενδιέφερε. Τελικά, ύστερα από μια αρκετά πολύωρη και εναγώνια αναζήτηση, το βρήκε. Ήταν ένα διαφημιστικό σποτ της λέσχης, που πληροφορούσε με λεπτομέρειες τους τηλεθεατές για τις προϋποθέσεις και τους όρους συμμετοχής όσων ενδιαφέρονταν να πάρουν μέρος σ’ εκείνο το πρωτοφανές στην ιστορία των αγώνων αυτοκινήτων γεγονός.

Δεν μπόρεσε να συμπεράνει ποιος ήταν ο λόγος που τους είχε παρακινήσει και είχαν αποφασίσει να διοργανώσουν έναν τόσο παράξενο αγώνα. Υπέθεσε ότι το κίνητρό τους μάλλον ήταν οικονομικό. Η διεξαγωγή και παρουσίαση στην τηλεόραση ενός αγώνα αυτοκινήτων, στον οποίον οι συμμετέχοντες θα ήταν μεταξύ πενήντα πέντε και εξήντα πέντε ετών, σίγουρα θα πουλούσε καλά. Το αυτοκινητοδρόμιο θα γέμιζε ασφυκτικά και όλοι οι υπόλοιποι πολίτες θα στήνονταν μπροστά στις οθόνες τους για να θαυμάσουν τους βετεράνους οδηγούς. Οι περισσότεροι ίσως έλπιζαν και σε μια θεαματική εξέλιξη της αναμέτρησης, γεμάτης με συγκρούσεις, καραμπόλες και, γιατί όχι, μπόλικο αίμα στην άσφαλτο της πίστας, και η προοπτική μιας τραγωδίας ήταν αποδεδειγμένο ότι ανέβαζε πάντοτε τη θεαματικότητα στα ύψη.

Σκέφτηκε ότι κι εκείνος θα μπορούσε να πάρει μέρος, αφού πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις. Ήταν πενήντα οκτώ χρόνων, ήταν υγιής και κατείχε δίπλωμα οδήγησης ακριβώς σαράντα χρόνια. Εκτός αυτού, είχε μεγάλη εμπειρία στο τιμόνι και αρκετές γνώσεις αγωνιστικής οδήγησης. Μετά ήταν και το δέλεαρ των βραβείων για τους νικητές. Κάθε μια από τις τρεις πρώτες θέσεις στην τελική κατάταξη του αγώνα, εκτός από το αναμνηστικό κύπελλο, θα βραβευόταν επιπρόσθετα και με μερικές χιλιάδες ευρώ, κι αυτά τα λεφτά τα είχε άμεση ανάγκη.

Το συζήτησε με τη γυναίκα του, όταν εκείνη γύρισε από το κομμωτήριο, και τη βρήκε απόλυτα σύμφωνη μαζί του. Τελικά, θα δήλωνε συμμετοχή. Δεν είχε και τίποτα να χάσει. Με ένα παράβολο πενήντα μόλις ευρώ, με μια φωτοτυπία της άδειας οδήγησης και με μια ιατρική βεβαίωση, θα γινόταν αυτόματα διεκδικητής ενός τροπαίου στο αγαπημένο του σπορ και ίσως κατάφερνε να ανέβει και στο βάθρο των νικητών.



# # # # #



Οι αγώνες θα διεξάγονταν στην πίστα της Μικρόπολης. Λόγω της μεγάλης συμμετοχής οδηγών, αποφασίστηκε να γίνει ένα ξεκαθάρισμα με έναν πολύ απλό και αποτελεσματικό τρόπο. Οι εκατό και πλέον υποψήφιοι, θα χωρίζονταν σε ομάδες των είκοσι ατόμων και θα έκαναν έναν μικρό αγώνα πέντε γύρων. Οι πέντε πρώτοι από κάθε σειρά, θα προκρίνονταν αυτόματα για τον τελικό αγώνα της Κυριακής. Οι είκοσι πέντε συμμετέχοντες στον μεγάλο τελικό, θα έπαιρναν μέρος την προηγούμενη μέρα του αγώνα στα δοκιμαστικά, για να δημιουργηθεί η σειρά με την οποία θα παρατάσσονταν στη γραμμή εκκίνησης. Τα αυτοκίνητα με τα οποία θα έτρεχαν, ήταν όλα του ίδιου τύπου. Τα είχε διαθέσει μια μεγάλη ιαπωνική εταιρία και μετά το τέλος του αγώνα θα τα έπαιρνε πίσω.

Ο Δήμος συμμετείχε στη τρίτη σειρά των προκριματικών. Την ώρα της εκκίνησης διακατεχόταν από λίγο άγχος, αλλά το τέλος των πέντε γύρων τον βρήκε στην πρώτη θέση, με διαφορά μισού γύρου από τον δεύτερο. Όταν τελείωσε αυτή η διαδικασία, τα χρονόμετρα έδειξαν ότι ο Δήμος είχε κάνει τον καλύτερο χρόνο απ’ όλους. Οι κριτές έτριβαν τα μάτια τους και τα στοιχήματα άρχισαν να πέφτουν βροχή. Δεύτερο καλύτερο χρόνο είχε κάνει ο Ντόμπλας, ένας γνωστός βιομήχανος, ο οποίος στα νιάτα του είχε συμμετάσχει αρκετές φορές σε αγώνες αυτοκινήτων και είχε μάλιστα κατακτήσει δυο φορές το εθνικό πρωτάθλημα. Όλα συνηγορούσαν με την άποψη ότι θα γινόταν μεγάλη μάχη για την πρώτη θέση. Οι υπόλοιποι, με τις μέτριες επιδόσεις τους, δεν έπεισαν τους θεατές. Όλοι ήταν βέβαιοι ότι απλώς θα συμπλήρωναν αριθμητικά και μόνον τον αγώνα και το μόνο που είχε προκαλέσει κάπως το ενδιαφέρον του κοινού ήταν η διεκδίκηση της τρίτης θέσης, αφού για τις δυο πρώτες δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το ποιοι θα τις καταλάμβαναν.

Παρέδωσε το αγωνιστικό όχημα στους τεχνικούς των πιτς και επέστρεψε στο σπίτι του με το δικό του αυτοκίνητο. Σε όλη τη διαδρομή, η γυναίκα του δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. «Μπράβο, άντρα μου», του έλεγε και του ξανάλεγε. «Την Κυριακή θα τους διαλύσεις. Απ’ ό, τι είδα σήμερα, εκτός από εκείνον τον βιομήχανο, κανένας άλλος δεν μετράει».

«Μην είσαι τόσο σίγουρη», την προσγείωσε ο Δήμος. «Δε νομίζω ότι θα είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Υπάρχουν και άλλοι καλοί οδηγοί. Άλλωστε, θα πρέπει να ξέρεις ότι οι συνθήκες στον τελικό θα είναι τελείως διαφορετικές. Υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη του αγώνα. Έχω παρακολουθήσει εκατοντάδες αγώνες στο παρελθόν και σε πληροφορώ πως έχω δει τις πιο απίθανες εξελίξεις».

Αυτό το τελευταίο δεν το είπε έτσι ξεκάρφωτα. Ήξερε καλά τι έλεγε. Έφερε στο νου του το ύφος του Ντόμπλα και τον τρόπο με τον οποίον τον είχε κοιτάξει, μετά την ανακοίνωση των χρόνων που είχαν κάνει, και δεν ένιωσε ευχάριστα. Ο βιομήχανος του είχε ρίξει μια φαρμακερή και γεμάτη νόημα ματιά, σαν να του έλεγε ‘’περίμενε να έρθει η Κυριακή και θα τα πούμε εμείς οι δυο’’. Ήταν φανερό ότι δύσκολα θα δεχόταν την απώλεια της νίκης από ένα άσημο ανθρωπάκι, όπως ίσως θεωρούσε ότι ήταν ο Δήμος. Ο πανίσχυρος μεγιστάνας, γεμάτος περγαμηνές στο χώρο των αγώνων αυτοκινήτου, δεν φαινόταν διατεθειμένος να χάσει τα πρωτεία σε ένα χώρο που τον είχε δοξάσει στο παρελθόν, από έναν απλό συνταξιούχο, από έναν πρώην υπάλληλο.

Σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν λάθος του που είχε μπλεχτεί σ’ εκείνη την ιστορία, αλλά συνειδητοποίησε ότι ήταν πια πολύ αργά για να κάνει πίσω. Δεν γνώριζε με ποιο τρόπο θα αντιδρούσε ο Ντόμπλας, δεν είχε όμως την παραμικρή αμφιβολία ότι ο βιομήχανος θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να κερδίσει τον αγώνα. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι ο υπερόπτης μεσήλικας θα έκανε χρήση της δύναμης, της επιρροής και της οικονομικής του επιφάνειας, για να εκμηδενίσει κάθε πιθανότητα απώλειας της πρώτης θέσης. Ο Δήμος δεν έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι ο αγώνας θα ήταν τίμιος. Παρόλα αυτά, θα συμμετείχε και ό, τι ήθελε προκύψει. Ακόμα και να μην κατάφερνε να ανέβει στο βάθρο των νικητών, τουλάχιστον θα είχε κάνει το κέφι του. Και μόνον η συγκλονιστική εμπειρία της συμμετοχής του με αξιώσεις σε ένα σιρκουϊ, αρκούσε για να νιώσει ικανοποιημένος.

Όταν έφτασαν στο σπίτι τους, τους παραξένεψε η παρουσία του Αντρέ μπροστά στην εξώπορτα. Το ρομπότ τους δεν συνήθιζε να συμπεριφέρεται έτσι. Στεκόταν ασάλευτο ένα μέτρο μπροστά από την ξύλινη πόρτα, θαρρείς και παρίστανε τον ακοίμητο φρουρό της μονοκατοικίας. Βρισκόταν στην υπηρεσία τους τρία ολόκληρα χρόνια, και την κίνηση αυτή την έκανε για πρώτη φορά. Δεν δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν ότι κάτι συνέβαινε. Στάθμευσαν το αυτοκίνητο στην άκρη και έτρεξαν να μάθουν τι συμβαίνει.

Ο Αντρέ τους υποδέχτηκε με θέρμη. «Συγχαρητήρια, κύριε», είπε στο Δήμο, σφίγγοντάς του το χέρι. «Τα είδα όλα στην τηλεόραση. Τους διαλύσατε».

Ο Δήμος χαμογέλασε, αλλά δεν πρόλαβε ούτε να τον ευχαριστήσει. Ο Αντρέ παραμέρισε να περάσουν τα αφεντικά του και συνέχισε, διατηρώντας έναν απορημένο τόνο στη φωνή του. «Γιατί κάποιοι είπαν ότι δύσκολα θα καταφέρετε να κερδίσετε στον κανονικό αγώνα;» εξέφρασε την εύλογη απορία του. «Αφού εγώ είδα ότι είσαστε καλύτερος απ’ όλους. Το απέδειξαν και τα χρονόμετρα».

Ο Δήμος κοίταξε τη γυναίκα του και δε μπόρεσε να μη μειδιάσει πικραμένα. «Ποιοι ήταν αυτοί που το είπαν;» ρώτησε.

«Δεν ξέρω ποιοι ήταν. Άκουσα πέντε άντρες που μιλούσαν για τον αγώνα. Όλοι τους σας εκθείαζαν, αλλά δύο από αυτούς επέμεναν ότι δεν υπήρχε περίπτωση το κατεστημένο να σας αφήσει να κερδίσετε».

«Και για να το λένε, κάτι θα ξέρουν», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Δήμος και δρασκέλισε το κατώφλι.



# # # # #



Στις κερκίδες του αυτοκινητοδρομίου γινόταν το αδιαχώρητο. Η προσέλευση των θεατών είχε αρχίσει από πολύ νωρίς και όσοι δεν κατάφεραν να αποκτήσουν το πολυπόθητο εισιτήριο για να μπουν μέσα, επέστρεψαν στα σπίτια τους για να παρακολουθήσουν τον αγώνα από την τηλεόραση. Ο Δήμος παρέλαβε το αυτοκίνητό του από το γκαράζ και κατευθύνθηκε αργά στο σημείο εκκίνησης. Στα δοκιμαστικά του Σαββάτου, είχε πάλι καταταγεί πρώτος. Η ανωτερότητά του ήταν εμφανής, όσοι όμως γνώριζαν τι συνέβαινε στα παρασκήνια, αμφέβαλλαν αν θα τα κατάφερνε και στον αγώνα.

Πήρε τη θέση του στην πρώτη σειρά, έχοντας δίπλα του τον Ντόμπλα. Η παρουσία εκείνου του ανθρώπου τον αναστάτωνε. Όσο τον ένιωθε πλάι του, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί. Καθώς μαρσάριζε, προσπαθούσε να μαντέψει με ποιο τρόπο ο αντιπαθητικός βιομήχανος θα επιχειρούσε να τον εμποδίσει να διεκδικήσει την πρώτη θέση. Καθώς το σκεφτόταν, φοβήθηκε για τα χειρότερα.

Μήπως δεν αρκεστεί μόνο σε αυτό, αλλά προσπαθήσει να με βγάλει εντελώς έξω από τον αγώνα; Αναρωτήθηκε.

Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν, τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και ηρέμησε λίγο μόνον όταν σκέφτηκε ότι, ακόμα και να μην κατάφερνε να κερδίσει, δεν θα χανόταν δα και ο κόσμος, βρε αδελφέ. Ας πήγαιναν στο διάολο και το βραβείο και τα λεφτά. Ας μην κέρδιζε τίποτα. Το ανέβασμα της αδρεναλίνης στα ύψη, ήταν αρκετό για να νιώσει την ικανοποίηση που προσφέρει η ταχύτητα σε ακραίες συνθήκες, κάτι που ήταν παράλογο και αδύνατο να το επιχειρούσε στο δρόμο, όπως έκαναν κάποιοι ανεγκέφαλοι. Στην πίστα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η ασφάλεια αυτοκινήτων και οδηγών ήταν απείρως μεγαλύτερη απ’ ό, τι στους δρόμους, και ο κίνδυνος για θανατηφόρο ατύχημα ήταν σχεδόν μηδαμινός, κι έτσι εκεί θα του δινόταν η ευκαιρία να τα δώσει όλα.

Μόλις άναψε το πράσινο φως, ο Δήμος έφυγε μπροστά, αφήνοντας το Ντόμπλα να εισπνέει τα καυσαέρια από τις εξατμίσεις του. Μπήκε με τις πάντες στην πρώτη στροφή και συνέχισε να οδηγεί με το γνωστό πλέον σε όλους δυναμικό στυλ του. Στο τέλος του πρώτου γύρου, βρισκόταν πολύ μπροστά από το Ντόμπλα. Οδηγούσε γρήγορα, αποφεύγοντας να μειώσει το ρυθμό του. Ήθελε να ‘’χτίσει’’ μια διαφορά ασφαλείας από τον δεύτερο, καθώς δεν παραγνώριζε ότι στη συνέχεια θα άρχιζαν οι τρικλοποδιές.

Κρατήθηκε ψηλά μέχρι τον δέκατο γύρο, όταν και άρχισε να ντουμπλάρει τους τελευταίους. Πέρασε τον ένα σαν να ήταν σταματημένος, πέρασε έναν ακόμα με την ίδια ευκολία, στον τρίτο όμως άρχισαν τα δύσκολα. Τον πέτυχε επάνω στις στροφές και διαπίστωσε ότι η αντίδραση του δεν ήταν καθόλου αθλητική. Από την πρώτη στιγμή που τον πλησίασε, κατάλαβε ότι ο άλλος δεν θα τον άφηνε εύκολα να περάσει. Το τσιράκι του βιομήχανου έκανε ό, τι ήταν δυνατό για να τον εμποδίσει. Βγαίνοντας από την τελευταία στροφή στη μεγάλη ευθεία, είχε χάσει πολύ χρόνο. Ο Ντόμπλας, τον είχε ήδη φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Το βρώμικο παιχνίδι συνεχίστηκε και με άλλους δύο από τους οδηγούς που προσπαθούσε να προσπεράσει και ο Δήμος κατάλαβε τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε ο Ντόμπλας. Λίγους γύρους αργότερα, αναγκάστηκε να μπει στα πιτς για ανεφοδιασμό. Μαζί του μπήκε και ο ανταγωνιστής του, και δεν του προκλήθηκε έκπληξη που τον είδε να φεύγει γρηγορότερα. Με θλίψη του είδε ότι οι τεχνικοί στα πιτς, έκαναν τα πάντα για να τον καθυστερήσουν. Το ανήθικο κύκλωμα του Ντόμπλα λειτουργούσε υποδειγματικά, επιβεβαιώνοντας τις δυσοίωνες προβλέψεις κάποιων αναλυτών.

Όταν βγήκε από τα πιτς, βρισκόταν στην πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης και, το μόνο που κατάφερε μέχρι το τέλος του αγώνα, ήταν να τερματίσει τελικά τέταρτος. Πρώτος κατετάγη ο βιομήχανος, που έκανε το γύρο του θριάμβου, επευφημούμενος από τους θεατές.



# # # # #



Ο Δήμος δεν έμεινε να παρακολουθήσει την απονομή. Παρέδωσε το αυτοκίνητο στους τεχνικούς και εγκατέλειψε το χώρο πλημμυρισμένος από ανάμικτα συναισθήματα. Ένιωθε μεγάλη πίκρα, όχι τόσο για την απώλεια κάποιας θέσης στο βάθρο, αλλά για την αδικία που είχε γίνει σε βάρος του. Για μια ακόμα φορά, βίωσε έντονα την έλλειψη δικαίου και αξιοκρατίας που επικρατούσε στη χώρα του. Στο βάθος της ψυχής του πάντως ένιωθε και μια μικρή ικανοποίηση. Είχε την τύχη να πραγματοποιήσει, έστω και καθυστερημένα, ένα νεανικό του όνειρο, κι αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσε να παραγνωριστεί.

Επιστρέφοντας στο σπίτι του, σταμάτησε για λίγο σε ένα αναψυκτήριο. Εκείνος ήπιε έναν καφέ και η γυναίκα του δοκίμασε ένα γλυκό. Το καλό με τη συμβία του ήταν ότι πάντοτε του συμπαραστεκόταν και είχε μάλιστα ένα διακριτικό τρόπο να το κάνει. Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από ένα ‘’δεν πειράζει, καλέ μου’’, που ξεστόμισε, άλλη κουβέντα δεν βγήκε από το στόμα της, σε όλη τη διαδρομή.

Μετά από ώρα, επιβιβάστηκαν πάλι στο αυτοκίνητό τους και πήραν το δρόμο για τη γειτονιά τους. Ο Δήμος οδηγούσε δεξιά και με χαμηλή ταχύτητα, αφήνοντας όλους τους εξυπνάκηδες να τον προσπερνούν. Κάπου στα μέσα της διαδρομής, αντιλήφθηκε ένα ασημί, σπορ αυτοκίνητο να τον πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από αριστερά. Όταν έφτασε δίπλα του, το είδε να κόβει ταχύτητα και να κινείται παράλληλα με το δικό του. Παραξενεύτηκε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Το τι σήμαινε αυτό, το πληροφορήθηκε από τη γυναίκα του.

«Ξέρεις ποιος είναι αυτός δίπλα μας με την Πόρσε;» την άκουσε να τον ρωτάει.

Ο Δήμος κατάλαβε σε ποιον αναφερόταν. Ο εφιάλτης που άκουγε στο όνομα Ντόμπλας, τον ακολουθούσε και στο δημόσιο δρόμο. Σίγουρα αυτός ήταν. Ο βιομήχανος αποδειχνόταν κατάπτυστος. Η συμπεριφορά του ήταν αχαρακτήριστη. Τόσο βρωμερό υποκείμενο είχε χρόνια να συναντήσει. Έριξε μια γρήγορη ματιά δίπλα και τον είδε να χαμογελάει ειρωνικά και να βάζει με νόημα το δάχτυλό του στον κρόταφό του, υπονοώντας ότι, ‘’τα βλέπεις; Σε είχα προειδοποιήσει ότι θα τα πούμε εμείς οι δυο’’.

Ο Δήμος προσήλωσε την προσοχή του στο δρόμο, «Μην του δίνεις σημασία. Δεν αξίζει τον κόπο», τον συμβούλεψε τη γυναίκα του, που κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.

Ο Ντόμπλας, συνεχίζοντας να διατηρεί εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο στα αντιπαθητικά του μούτρα, ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε μπροστά. Λίγο πριν την περιοχή του ‘’Μαύρου Τόπου’’, εμφανίστηκε ξανά. Είχε κόψει ταχύτητα και περίμενε το Δήμο. Οδηγούσε στη μεσαία λωρίδα και, μόλις ο Δήμος έφτασε δίπλα του, του έκανε μια απρεπή χειρονομία και γκάζωσε ξανά.

Φτάνοντας στη διασταύρωση, ο Δήμος αντιλήφθηκε έγκαιρα το βυτιοφόρο που ερχόταν από δεξιά και φρενάρισε ακαριαία, ο Ντόμπλας όμως, απασχολημένος με την παρενόχληση του ανόητου οδηγού που είχε τολμήσει να τα βάλει μαζί του, αιφνιδιάστηκε από την εμφάνιση του μεγάλου αυτοκινήτου.

Όταν λίγη ώρα αργότερα κατάφεραν να τον απεγκλωβίσουν από τα συντρίμμια της Πόρσε του, που είχε σφηνωθεί κάτω από το βυτιοφόρο, δεν είχαν μείνει και πολλά πράγματα από εκείνον. Το σώμα του είχε κυριολεκτικά διαμελιστεί, παραδόξως όμως, το πρόσωπό του είχε παραμείνει ανέπαφο.

Βγάζοντάς τον έξω, οι τραυματιοφορείς απόρησαν με την έκφραση του προσώπου του. Μάζεψαν τη ματωμένη σωρό ενός ανθρώπου, τους φάνηκε όμως εντελώς παράξενο που είδαν να είναι ακόμα χαραγμένο στο πρόσωπό του το ειρωνικό χαμόγελο, το οποίο προφανώς, και άγνωστο σ’ εκείνους για ποιο λόγο, είχε αποτυπωθεί επάνω του λίγο πριν πεθάνει.







                                                          @ @ @ @ @ @ @ @

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ

 ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ

Ένα διήγημα του Στέλιου Αρώνη.


«Το ξέρεις ότι η Βασιλεία απέκτησε οικιακό βοηθό;» ήταν το πρώτο σχόλιο που βγήκε από το στόμα της γυναίκας του, μόλις πάτησε το πόδι του στο σπίτι.

Άρχισαν πάλι οι συγκρίσεις με τη γειτόνισσα, συλλογίστηκε ο Σπύρος. Κακός μπελάς μας έχει βρει με αυτήν την ψηλομύτα. Έχει γούστο η Μαίρη να θέλει κι αυτή ρομπότ; Μόνο αυτό μας έλειπε τώρα. Δεν μας έφταναν τα τόσα προβλήματα με τα παιδιά και με τις δυσκολίες στο μαγαζί, έχουμε και τις παράλογες απαιτήσεις της αγαπητής μας συμβίας.

Ο Σπύρος γνώριζε καλά την αιτία που προκαλούσε αυτήν την αναστάτωση στο σπίτι του. Από την ημέρα που η οικογένεια του Μάνου είχε έρθει από το χωριό της και είχε εγκατασταθεί δίπλα τους, είχαν χάσει την ησυχία τους από την πολυλογού και ξεμυαλισμένη σύζυγό του. Όποτε είχαν την ατυχία να τη συναντήσουν στο διάδρομο, η την είσοδο της πολυκατοικίας, υπέφεραν τα πάνδεινα. Η ενοχλητική εκείνη γυναίκα, άρχιζε έναν ασυνάρτητο μονόλογο και τους έπαιρνε ώρα μέχρι να καταφέρουν να ξεμπλέξουν. Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν μόνον ότι μιλούσε πολύ, αλλά ότι αναφερόταν κυρίως σε ανούσια και πεζά πράγματα. Φυσικά, τον πρώτο λόγο σε ό, τι έλεγε, είχε το ‘’εγώ’’. Η ανεγκέφαλη γυναίκα, νόμιζε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου. Ό, τι είχε σχέση με τον εαυτό της και το σπίτι της, περιγραφόταν πάντοτε στον υπερθετικό βαθμό, οτιδήποτε όμως αφορούσε τους άλλους, υποβαθμιζόταν εντέχνως από το λαλίστατο στόμα της γλωσσούς Βασιλείας. Εκείνος βέβαια δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στις ανοησίες της, η Μαίρη όμως είχε επηρεαστεί. Ο διαρκής κομπασμός και η επαναλαμβανόμενη περιαυτολογία της γειτόνισσας, είχαν δημιουργήσει στη Μαίρη ένα μικρό σύμπλεγμα κατωτερότητας.

Ο Σπύρος, γνωρίζοντας πόσο ανταγωνιστική ήταν η Βασιλεία, απέφευγε να παίξει το ανόητο παιχνίδι της. Εκείνον δεν τον ενδιέφεραν τα εισοδήματα των άλλων, ούτε τον απασχολούσε πόσο καλό σπίτι ή πόσο καλό αυτοκίνητο διέθετε ο καθένας. Εκείνος αγωνιζόταν νυχθημερόν για την ευημερία της οικογένειάς του, αδιαφορώντας να μπει στη λογική μιας ανώφελης επίδειξης, στο όνομα και μόνο της δήθεν κοινωνικής καταξίωσης. Αλίμονο αν παρασυρόταν να λειτουργήσει σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα που είχαν θεσπίσει κάποιοι ρηχά σκεπτόμενοι άνθρωποι. Αυτόν, άλλα τον ενδιέφεραν. Πρωταρχικά τον απασχολούσε η συνεχής αγωνία του να μη στερήσει τα βασικά αγαθά από τους δικούς του ανθρώπους, καθώς και η έννοια του για τη σωστή ανατροφή και μόρφωση των παιδιών του. Τα μεγάλα λόγια και οι κομπασμοί της Βασιλείας και των ομοίων της, τον άφηναν παγερά αδιάφορο.

«Να τον κάνει, τι;» αρκέστηκε να σχολιάσει, καθώς έβγαζε το μπουφάν του.

«Μα τι λες, τώρα;» η Μαίρη ύψωσε τον τόνο της φωνής της. «Άκου τι να τον κάνει; Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τόσο τέλειο ρομπότ, ώστε να μπορούσα να ξεκουραστώ λιγάκι».

Να, τα, σκέφτηκε ο Σπύρος. Καλά το κατάλαβα ότι, εμμέσως πλην σαφώς, θα μου ζητούσε κι εμένα οικιακό βοηθό. Όχι δηλαδή πως θα μου κακοφαινόταν να είχαμε κι εμείς έναν, αλλά το ζήτημα, εκτός από οικονομικό, είναι και ορθολογικό. Η Μαίρη, όπως και η Βασιλεία, δεν εργάζεται, οπότε η απασχόληση με τις δουλειές του σπιτιού, μάλλον καλό της κάνει. Της δίνει την ευκαιρία να καταπολεμήσει την ανία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η διαρκής ενασχόλησή της με το σπίτι και με τα παιδιά, δίνει και κάποιο νόημα στη ζωή της. Τι θα έκανε αν καθόταν όλη μέρα σταυροπόδι; Πώς θα γέμιζε το χρόνο της; Ή θα αποβλακωνόταν μπροστά στην τηλεόραση, ή θα έλιωνε τις σόλες των παπουτσιών της επιθεωρώντας τις βιτρίνες των καταστημάτων. Εξάλλου, δε μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν βγαίνει. Θα ήταν αγνώμων αν ξεχνούσε ότι, όποτε έχω κι εγώ ελεύθερο χρόνο, τον αφιερώνω για να τη βγάλω έξω. Και στο θέατρο πηγαίνουμε και τον κινηματογράφο δεν τον αφήνουμε παραπονεμένο και εκδρομές πάμε και ο καφές και το ποτό δεν μας έχουν λείψει ποτέ. Γιατί λοιπόν να δαπανήσουμε ένα σωρό χρήματα για την αγορά και τη συντήρηση ενός μηχανήματος, το οποίο στην ουσία μας είναι περιττό;

«Κοίταξε να δεις, μωρό μου», της είπε τρυφερά. «Μην παρασύρεσαι από τις επιδεικτικές κινήσεις της Βασιλείας. Η γυναίκα είναι ξιπασμένη και το ξέρεις. Ξεχνάς μήπως, πριν από λίγο καιρό που αγοράσαμε καινούριο αυτοκίνητο, γιατί το παλιό μας τα είχε φάει τα ψωμιά του, που έσπευσε αμέσως να αποκτήσει κι εκείνη μια λιμουζίνα, μόνο και μόνο για να μας δείξει ότι είναι ανώτερη από μας; Η γυναίκα έχει πρόβλημα κι εσύ το γνωρίζεις καλύτερα από μένα. Είναι ρηχή και φαντασμένη και καλά θα κάνεις να μην την ακολουθείς από πίσω».

Η Μαίρη παραδέχτηκε ενδόμυχα ότι ο άντρας της είχε δίκιο. Τη στενοχωρούσε που η Βασιλεία κόμπαζε συνεχώς και υπήρξαν κάποιες φορές που, εξαιτίας αυτής της βλακώδους συμπεριφοράς της, είχε θιχτεί βάναυσα ο εγωισμός της Μαίρης. Θυμήθηκε μάλιστα τη χρονιά που είχε περάσει ο γιος της στο πανεπιστήμιο, την ίδια εποχή που η κόρη της Βασιλείας είχε μόλις και μετά βίας εισαχθεί σε κάποιο τεχνολογικό ίδρυμα, και η ανόητη γειτόνισσά της υπερηφανευόταν ότι η κόρη της σπούδαζε στο πανεπιστήμιο.

«Μα η κόρη σου δεν φοιτά σε ανώτατη σχολή», είχε τολμήσει να της αντιτάξει κάποια φορά από τις πολλές που το επαναλάμβανε, και είχε δεχτεί μια άνευ λόγου επίθεση.

«Σε γελάσανε», της είχε πει, στραβομουτσουνιάζοντας. «Η κόρη μου είναι φοιτήτρια, αλλά το λες αυτό επειδή ζηλεύεις».

Από τότε, όταν μιλούσε μαζί της, πρόσεχε ιδιαίτερα τα λόγια της. Δεν είχε καμιά όρεξη να έρχεται σε αντιπαράθεση μ’ εκείνη τη σουρλουλού. Την ανεχόταν επειδή είχε την ατυχία να βρίσκεται δίπλα της, ώρες-ώρες όμως επηρεαζόταν αρνητικά από την επιδεικτική διάθεσή της. Έρχονταν στιγμές που ήθελε να της αποδείξει ότι κι εκείνη δεν υστερούσε απέναντί της. Το ίδιο είχε πάθει και τώρα που είχε μάθει για την απόκτηση του ρομπότ. Στην ουσία, η ίδια δεν το είχε και μεγάλη ανάγκη, αφού τα έβγαζε εύκολα πέρα με τις δουλειές του σπιτιού. Απλώς, είχε εκφράσει την επιθυμία να αποκτήσει κι εκείνη ένα, για να μη φανεί μικρότερη στα μάτια της Βασιλείας.



# # # # #



Τον Τόκι, τον είδε για πρώτη φορά ένα πρωινό, την ώρα που έβγαζε έξω τα σκουπίδια. Συναντήθηκαν μπροστά στον κάδο απορριμμάτων του Δήμου και η Μαίρη έμεινε έκθαμβη από την εντυπωσιακή εμφάνιση του ρομπότ της Βασιλείας. Με ύψος ένα και ενενήντα, με σιλουέτα που θύμιζε ήρωα των κόμικς και με εκείνο το γυαλιστερό, θαλασσί χρώμα του, σε κέρδιζε με την πρώτη ματιά.

Είναι πανέμορφος, μονολόγησε η Μαίρη, νιώθοντας ζήλια για τη Βασιλεία. Αν είναι καλός και στις δουλειές, τότε παίρνει άριστα.

«Καλημέρα σας, κυρία», τον άκουσε να της απευθύνει το λόγο και η ζήλια της φούντωσε ακόμα περισσότερο. Ο Τόκι ήταν ένα αριστούργημα αισθητικής, ένα άψογο εργαλείο εξυπηρέτησης και ένα ευγενέστατο υποκατάστατο του ανθρώπου. Τι άλλο περισσότερο θα μπορούσε να θέλει κάποιος από ένα ανθρωπόμορφο κατασκεύασμα που είχε δημιουργηθεί για να υπηρετεί τον άνθρωπο;

«Καλημέρα, Τόκι», του ανταπόδωσε το χαιρετισμό. «Με γνωρίζεις;»

«Ασφαλώς, κυρία. Μένετε στο διπλανό διαμέρισμα και σας λένε Μαίρη».

Χμ, βλέπω είσαι καλά πληροφορημένος, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Μαίρη. «Τι άλλο γνωρίζεις για μένα, Τόκι;» τον ρώτησε φωναχτά, σε μια προσπάθεια να μάθει τι λεγόταν στο σπίτι της Βασιλείας. Ήταν βέβαιη ότι πολλά θα λέγονταν σε βάρος τους από το στόμα της κουτσομπόλας γειτόνισσάς της.

«Είσαστε καλή γυναίκα, αλλά κακομοίρα. Ο άντρας σας είναι ανίκανος να σας προσφέρει αυτά που προσφέρει ο κύριος Μάνος στην κυρία μου».

Ώπα, να που το υποψιαζόμουν, μονολόγησε η Μαίρη. Καλά μου το έλεγε ο Σπύρος να μην της δίνω και μεγάλη σημασία. Η γυναίκα έχει καβαλήσει το καλάμι και νομίζει ότι αυτή είναι και κανένας άλλος. Ο άντρας της, της προσφέρει πολλά, αυτό είναι σίγουρο, απορώ όμως πως το καταφέρνει, τη στιγμή που είναι ένας απλός υπάλληλος.

Την απορία αυτή την είχαν, κι εκείνη και ο άντρας της. Πάντοτε αναρωτιόνταν πού έβρισκαν τα χρήματα οι γείτονές τους, για να προβαίνουν σε τόσες σπατάλες; Τους έβλεπαν κάθε τρεις και λίγο να ανακαινίζουν το σπίτι τους, να αλλάζουν επίπλωση, να αλλάζουν αυτοκίνητα, να στέλνουν τα παιδιά τους σε κολέγια και να ντύνονται με την τελευταία λέξη της μόδας και απορούσαν, πώς ήταν δυνατό να βγαίνουν όλα αυτά πέρα με ένα μόνο μισθό;

«Να σε ρωτήσω κάτι, Τόκι», συνέχισε την ανάκριση η Μαίρη, αφού κατάλαβε ότι η ευκαιρία που της δινόταν να μάθει αυτό που τους βασάνιζε, ήταν μοναδική. «Ο κύριός σου, τι δουλειά κάνει;»

«Είναι επιστάτης σε μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρία», απάντησε χωρίς δισταγμό ο Τόκι.

«Εντάξει, αυτό το γνωρίζω», επέμεινε η Μαίρη. «Εκτός από αυτή τη δουλειά όμως, δεν ασχολείται και με κάτι άλλο;»

Το τέλειο κατασκεύασμα, όπως είχε νομίσει η Μαίρη ότι ήταν ο Τόκι, αποδειχνόταν ότι είχε μεγάλο στόμα ήταν όμως και πολύ αφελές. Ήταν άριστα ενημερωμένο, αλλά αγνοούσε την έννοια της λέξης εχεμύθεια και διέδιδε με μεγάλη ευκολία όλα όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι των ιδιοκτητών του. «Δεν χρειάζεται να ασχοληθεί με άλλα πράγματα», άρχισε να αποκαλύπτει αυτό που ενδιέφερε τη συνομιλήτριά του. «Εκτός από τον μισθό του, βγάζει και άλλα χρήματα από τις συναλλαγές που κάνει με τους προμηθευτές της εταιρίας».

Όλα λοιπόν έχουν την εξήγησή τους, μονολόγησε η Μαίρη. Να που βρίσκονται τα χρήματα για τόσο αλόγιστες σπατάλες. Να γιατί η κυρία Βασιλεία κοκορεύεται και μας το παίζει μεγάλη και τρανή. Ξοδεύει με άνεση και ευκολία τα λεφτά που κερδίζει ο Μάνος, γιατί είναι χρήματα αδήλωτα και αφορολόγητα. Και μετά έρχονται και σου λένε ότι το κράτος έχει πρόβλημα. Ε, πώς να μην έχει πρόβλημα όταν, από τη μια, οι κύριοι της εξουσίας σπαταλούν προκλητικά τα λεφτά των κορόιδων που πληρώνουν φόρους και, από την άλλη, υπάρχουν χιλιάδες ‘’έξυπνοι’’ συμπολίτες μας που κερδίζουν χρήματα από αδήλωτες πηγές και ζουν πλουσιοπάροχα, φοροδιαφεύγοντας.

«Τόκι, έλα γρήγορα επάνω», η αντιπαθητική φωνή της Βασιλείας, τους διέκοψε τη συζήτηση. Είχε βγει στο μπαλκόνι του διαμερίσματός της, προφανώς έχοντας ανησυχήσει από την αργοπορία του ρομπότ της. Απέφυγε να χαιρετήσει τη Μαίρη, αγνοώντας την επιδεικτικά. Η αυτάρεσκη γειτόνισσα, μετά την αρχικά επιδεικνυόμενη προσποιητή της ευγένεια, είχε αρχίσει να δείχνει και τον άλλο της εαυτό. Τελικά, όπως είχαν όλοι διαπιστώσει, η γυναίκα εκείνη δεν είχε πάνω της ούτε ένα χάρισμα. Όλοι όσοι τη γνώριζαν, μπροστά της μιλούσαν ευγενικά και χαμογελαστά και πίσω της κρυφογελούσαν και την ειρωνεύονταν. Δεν υπήρχε άνθρωπος στη γειτονιά που να την έχει σε υπόληψη. Εκείνη όμως, εκτός από ξιπασμένη, ήταν και τόσο ηλίθια, που δεν έπαιρνε χαμπάρι τι γινόταν γύρω της. Τυφλωμένη από εκείνον τον αρρωστημένο εγωισμό της, αδυνατούσε να διακρίνει όλα όσα συνέβαιναν στον περίγυρό της, Είχε πλάσει έναν φανταστικό κόσμο και ζούσε μέσα του, τρέφοντας την απατηλή εντύπωση ότι ο εαυτός της ήταν το κεντρικό πρόσωπο του σύμπαντος.



# # # # #



Η Μαίρη άνοιξε την πόρτα του φούρνου και μια εξαίσια μυρωδιά ξεχύθηκε στον αέρα, σπάζοντας τις μύτες των προσκεκλημένων της, που κάθονταν δίπλα στην τραπεζαρία και περίμεναν πως και πως την ώρα που η οικοδέσποινα θα τους σερβίριζε τα νόστιμα εδέσματά της. Οι συνήθεις ύποπτοι ήταν όλοι εκεί. Η οικογένειά της, η αδελφή της Ρένια με τον άντρα της, η φίλη της Τίνα με τον άντρα της και οι αδελφές Ξαρά, χωρίς συντρόφους, γιατί τους είχαν, εδώ και πολύ καιρό, δώσει απολυτήριο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε το τραπέζι σε όλους εκείνους τους προσφιλείς της ανθρώπους, όποτε όμως το συζητούσε με τη Βασιλεία, εκείνη έσπευδε αμέσως να της δηλώσει ότι είχε καλέσει στο σπίτι της τον τάδε διευθυντή και τον δείνα υψηλά ιστάμενο, για να δοκιμάσουν τα υπέροχα φαγητά της. Μια φορά πάντως που η Μαίρη έτυχε να δοκιμάσει κάτι δικό της, διαπίστωσε ότι δεν τρωγόταν. Η γυναίκα μαγείρευε απαίσια, εκείνη όμως κόμπαζε για το πόσο ωραία ήταν τα φαγητά της και για το με πόσο σημαντικούς ανθρώπους έκανε παρέα.

«Αλήθεια, Μαίρη μου», τη ρώτησε η αδελφή της, θυμίζοντάς της ξανά την ανόητη Βασιλεία, «τι κάνει αυτή η φαντασμένη η διπλανή σου;»

Η Μαίρη χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε. Την απάντηση, η Ρένια την πήρε από το Σπύρο. «Έχει λαλήσει. Γελάει μαζί της όλη η γειτονιά, εκείνη όμως ζει στον κόσμο της. Μιλάει ακατάπαυστα και φυσικά λέει βλακείες. Την έχουν πάρει όλοι στο ψητό, αλλά αυτή δεν καταλαβαίνει τίποτα. Από τότε μάλιστα που ο άντρας της έπιασε δυο δεκάρες-ένας Θεός βέβαια ξέρει πως-η μύτη της έχει αγγίξει τον ουρανό. Ευτυχώς που, λόγω αυτής κυρίως της αιτίας, τώρα τελευταία δεν μας δίνει ιδιαίτερη σημασία. Της έρχεται λίγο δύσκολο βλέπεις να μιλάει με ανθρωπάκια σαν εμάς».

«Την κακομοίρα», σχολίασε η Τίνα. «Αυτή δηλαδή, έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα».

«Έτσι όπως το λες είναι», συμφώνησε ο Σπύρος, «αλλά το δυστύχημα είναι ότι δεν το ξέρει».

«Η γυναίκα έχει τόσο μεγάλο βλάψιμο», επενέβη η Μαίρη, καθώς ακουμπούσε μπροστά τους τις πιατέλες με τα φαγητά που μοσχοβολούσαν, «που, φανταστείτε, βγαίνει για ψώνια με το ρομπότ της. Άσε που, πριν βγει έξω, στήνεται επί δύο ώρες στον καθρέφτη και μακιγιάρεται σα να ήταν να πάει σε δεξίωση. Ακόμα και ένα ψωμί να βγει να πάρει από το φούρνο, ακολουθεί την ίδια διαδικασία και ο Τόκι την ακολουθεί κατά πόδας για το μεταφέρει αυτός. Η κατάστασή της είναι πολύ σοβαρή και ελπίζω να μη γίνει σοβαρότερη».

«Μη σας ξενίζει αυτή η συμπεριφορά», είπε η μία εκ των αδελφών Ξαρά. «Ξέρω πολλές κυρίες σαν αυτήν που κάνουν ακριβώς τα ίδια. Εγώ πιστεύω ότι αυτό βασικά οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφερόντων. Οι γυναίκες αυτές, μην έχοντας με τι να ασχοληθούν και νιώθοντας απίστευτη ανία, προσπαθούν να την καταπολεμήσουν με ανούσιες πρακτικές».

«Εγώ θα πρότεινα», μίλησε η δεύτερη από τις αδελφές, «να αφήσουμε στην άκρη τη συζήτηση για την αντιπαθητική αυτή κυρία, και να πέσουμε με τα μούτρα στο φαί. Ειλικρινά, προτιμώ να δοκιμάζω τις υπέροχες σπεσιαλιτέ της Μαίρης, παρά να μιλάω για ανθρώπους χωρίς περιεχόμενο».

«Δεν έχεις άδικο», συμφώνησε μαζί της η Ρένια, καθώς άρχισε να γεμίζει το πιάτο της με διάφορους μεζέδες. «Ασχολούμαστε με ένα ανάξιο λόγου άτομο, και παραμελούμε αυτό για το οποίο συγκεντρωθήκαμε εδώ πέρα».

Έτσι, επιδόθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια στην απόλαυση της νοστιμότατης κουζίνας της Μαίρης, δοκίμασαν ένα υπέροχο επιδόρπιο και, όταν τελείωσαν, πέρασαν στο σαλόνι. Εκεί συνέχισαν την κουβέντα τους έως αργά τη νύχτα, με τη συνοδεία απαλής μουσικής και πίνοντας διάφορα απεριτίφ.



# # # # #



Το πρωί πετάχτηκε μέχρι το φαρμακείο για να αγοράσει μια κρέμα προσώπου. Φτάνοντας κοντά, αντίκρισε την εντυπωσιακή σιλουέτα του Τόκι να εμφανίζεται μέσα από το κατάστημα. Παραξενεύτηκε που τον είδε μόνο του. Της έκανε εντύπωση που η Βασιλεία τον είχε στείλει για ψώνια, χωρίς τη δική της παρουσία.

«Καλημέρα, κυρία Μαίρη», τη χαιρέτησε με το γνωστό σε όλους ευγενικό του τρόπο.

«Καλημέρα, Τόκι», του ανταπόδωσε το χαιρετισμό η Μαίρη, δράττοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να του κάνει και μια μικρή ανάκριση. «Πώς και βγήκες μόνος σου για ψώνια;»

«Η κυρία μου είναι άρρωστη και με έστειλε να της πάρω το φάρμακό της», της εξήγησε με προθυμία το ρομπότ.

«Μπα, τι έπαθε; Έχει κάτι σοβαρό;»

«Δεν ξέρω ακριβώς», της απάντησε ο Τόκι. «Πονάει το κεφάλι της και άκουσα τον κύριό μου να λέει στο γιατρό ότι το παθαίνει συχνά, λόγω των μεγάλων ευθυνών που έχει αναλάβει».

Η Μαίρη έπεσε από τα σύννεφα. Για ποιες ευθύνες μιλούσε το σαχλοκούδουνο; Εκείνη καθόταν όλη μέρα ξαπλωμένη και διάβαζε περιοδικά και η μόνη της ασχολία εκτός σπιτιού ήταν τα ψώνια από τα μαγαζιά, η λογοδιάρροια με τις πωλήτριες και η επίσκεψή της στην τράπεζα για να ελαφρύνει το λογαριασμό του συζύγου της.

«Τι μου λες; Κρίμα την κακομοίρα», έκανε με συμπονετικό ύφος η Μαίρη.

«Η κυρία μου δεν είναι κακομοίρα», είπε με ύφος συνηγόρου ο Τόκι, δείχνοντας ότι είχε ενοχληθεί από την έκφραση συμπάθειας της Μαίρης. «Εκείνη λέει ότι εσείς είσαστε κακομοίρα και ότι σας λυπάται που ζείτε τόσο στερημένα».

Η Μαίρη έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Η Βασιλεία δεν είχε το Θεό της. Άκου τι ιδέα είχε για εκείνην και ήταν εντελώς βέβαιη ότι θα την διέδιδε και στους άλλους. Δεν την πείραξε η άσχημη γνώμη που έτρεφε για εκείνην, αλλά η κακοήθειά της να τη μεταφέρει και στον κόσμο. Όλοι βέβαια γνώριζαν ποια ήταν η μια και ποια η άλλη, η συνήθεια της όμως να μιλάει υποτιμητικά για την οικογένεια της Μαίρης, της προκάλεσε θυμηδία.

«Η κυρία μου ζει σαν βασίλισσα», συνέχισε ο Τόκι το παραμύθι που είχε διδαχτεί, «κι εσείς, όσο και να θέλετε να τη φτάσετε, ποτέ σας δεν θα μπορέσετε να το καταφέρετε».

Ε, αυτό πάει πολύ, μονολόγησε η Μαίρη. Η γυναίκα έχει τρελαθεί εντελώς. Ποια νομίζει ότι είναι; Ξέχασε από πού έχει έρθει και τι ήταν πριν αρχίσει να βγάζει μαύρα λεφτά ο άντρας της;

Θυμήθηκε τη ρήση του Σόλωνα, τότε που, σύμφωνα με την ιστορία, ο μεγάλος εκείνος Αθηναίος σοφός είχε επισκεφτεί το βασιλιά Κροίσο. «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε, αυτό να πεις στη φαντασμένη κυρία σου, που έχει τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της», είπε φανερά εκνευρισμένη και μπήκε μέσα στο φαρμακείο.



# # # # #



Τα νέα ο Σπύρος τα έμαθε από τον υπάλληλό του. Είχε πεταχτεί μέχρι την εφορία για να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες και, όταν επέστρεψε στο μαγαζί, πληροφορήθηκε τα συμβάντα από το Μίλτο.

«Τα μάθατε, κύριε Σπύρο;» έτρεξε να τον ενημερώσει μόλις τον είδε να εμφανίζεται. «Τα ρομπότ της εταιρίας ΤΕΧΝΟΠΛΑΣΤΙΚ, παρουσίασαν σοβαρή βλάβη και βγήκε ανακοίνωση επείγουσας απόσυρσής τους. Εμφάνισαν σημάδια δυσλειτουργίας και ακούστηκαν και κάποιες ανεπιβεβαίωτες φήμες ότι μερικά από αυτά έκαναν κακό στους ιδιοκτήτες τους».

Ο Σπύρος θυμήθηκε ότι το ρομπότ της Βασιλείας ήταν προϊόν αυτής της εταιρίας και αναρωτήθηκε τι να είχε συμβεί. «Δηλαδή, τι ακριβώς έκαναν και αναγκάστηκαν να τα αποσύρουν;»

«Οι αρχές, πέραν της ανακοίνωσης περί βλάβης, αποφεύγουν να δώσουν περισσότερες εξηγήσεις, αλλά ένας δημοσιογράφος ισχυρίστηκε ότι εμφάνισαν σημάδια βίαιης συμπεριφοράς και πιθανολογεί ότι μερικά έφτασαν ακόμα και μέχρι το φόνο».

Ο Σπύρος ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. Έχει γούστο, σκέφτηκε, ο Τόκι να επιτέθηκε στην κυρία του. «Θα πεταχτώ λίγο μέχρι το σπίτι μου», ενημέρωσε το Μίλτο. «Εσύ έχε το νου σου στο μαγαζί».

Όταν έφτασε έξω από την πολυκατοικία του, είδε μαζεμένο κόσμο και ο νους του πήγε στο χειρότερο. Επιχείρησε να ανέβει επάνω, αλλά τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί.

«Περιμένετε λίγο να τελειώσει ο ιατροδικαστής», του εξήγησε ένας βαθμοφόρος.

«Μα τι έγινε;» ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Σπύρος. «Εδώ είναι το σπίτι μου και θέλω να μάθω αν η οικογένειά μου είναι καλά».

«Μην ανησυχείτε. Όλοι, εκτός από την άτυχη κυρία Βασιλεία, είναι καλά».

«Τι έπαθε η Βασιλεία;» ρώτησε ο Σπύρος. Τρόμαξε στη σκέψη ότι η ξιπασμένη γειτόνισσά τους είχε πέσει θύμα του Τόκι

«Δυστυχώς είναι νεκρή», τον πληροφόρησε το όργανο του νόμου, κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του. «Τη σκότωσε το ρομπότ της».

Την ίδια στιγμή έτρεξε δίπλα του η Μαίρη και τον έπιασε από το μπράτσο. «Τα έμαθες; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι ο Τόκι έκανε κάτι τέτοιο. Φαινόταν τόσο ήρεμος, τόσο άκακος. Όλα επάνω του μαρτυρούσαν ότι τη Βασιλεία τη λάτρευε».

«Δεν έφταιγε αυτός», της εξήγησε ο Σπύρος. «Απ’ ό, τι είπαν, όλη η σειρά παρουσίασε λειτουργικό σφάλμα. Όλα τα ρομπότ σαν τον Τόκι, αποσύρθηκαν άμεσα από την εταιρία που τα κατασκευάζει, λόγω βλάβης. Το ευτύχημα, απ’ ό, τι έχω ακούσει, είναι πως δεν υπάρχουν πολλά. Ελπίζω να έγινε γρήγορα η απόσυρση και να μην ακούσουμε ότι υπάρχουν και άλλα θύματα».

Λίγη ώρα μετά, εμφανίστηκε ο ιατροδικαστής, συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας. Αγνόησαν τους δημοσιογράφους που τους πολιόρκησαν και πλησίασαν κοντά στον βαθμοφόρο που στεκόταν δίπλα στο Σπύρο και τη Μαίρη. Η συννεφιασμένη έκφραση των προσώπων τους, φανέρωνε απορία, ανάμικτη με μια εμφανή δόση δυσφορίας. Το ύφος τους προβλημάτισε τους υπόλοιπους.

«Καταφέραμε να μιλήσουμε με την κόρη του θύματος», εξήγησε χαμηλόφωνα ο αξιωματικός στο συνάδελφό του, «μόλις βέβαια το δυστυχισμένο κοριτσάκι μπόρεσε να συνέλθει από το τρομερό σοκ, και μάθαμε όλες τις λεπτομέρειες του συμβάντος. Η άτυχη κοπέλα έγινε άθελά της αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της μητέρας της. Όπως μας είπε, μπήκε μέσα στο σαλόνι να τη ρωτήσει κάτι, και είδε το ρομπότ τους να έχει πιάσει την οικοδέσποινα από το λαιμό και να ετοιμάζεται να τη στραγγαλίσει. Της λύγισαν τα γόνατα με αυτό που είδε. Δεν τολμούσε να πιστέψει ότι ο πιστός τους οικιακός βοηθός, το αριστούργημα εκείνο της τεχνολογίας, θα προέβαινε σε μια τόσο τρομερή και ακατανόητη πράξη. Θέλησε να φωνάξει, αλλά της είχε κοπεί η μιλιά. Εκείνο που της προξένησε μεγάλη εντύπωση ήταν η στωική αντίδραση της μητέρας της. Η κακότυχη γυναίκα βρισκόταν καθιστή μπροστά στον δήμιό της και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει, πριν το ρομπότ της σφίξει με τα ατσάλινα χέρια του το λαιμό της, ήταν η παράξενη φράση, ‘’όντως, μηδένα προ του τέλους μακάριζε!’’»







Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ

  ΤΙ ΛΑΟΣ ΕΊΜΑΣΤΕ ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ;

  Με αφορμή ένα απλό, καθημερινό γεγονός, αναγκάζομαι να αναρωτηθώ για πολλοστή φορά: Μήπως είμαστε άξιοι της τύχης μας; Μήπως για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας, δεν ευθύνονται μόνον οι άλλοι, αλλά ίσως και εμείς;
  Και εξηγούμαι. Πριν από μια εβδομάδα, κοιτάζοντας την αλληλογραφία στο κουτί της πολυκατοικίας, βρήκα και έναν φάκελο με άγνωστο παραλήπτη. Διαβάζοντας τη διεύθυνση, κατάλαβα ότι ο ταχυδρόμος είχε κάνει λάθος και αντί να τον δώσει απέναντι στον αριθμό 55 της οδού μας, τον έβαλε στην πολυκατοικία μας, που βρίσκεται στον αριθμό 56. Επειδή και άλλες φορές είχε συμβεί κάτι παρόμοιο, άφησα το φάκελο μέσα στο κουτί, για να δω ποια θα ήταν η αντίδραση των συγκατοίκων μου. Ε, λοιπόν, σας πληροφορώ με μεγάλη μου λύπη ότι, έξι μέρες μετά, ο φάκελος βρισκόταν ακόμα μέσα στο κουτί μας. Κανείς μα κανείς από τους αξιότιμους συγκατοίκους μου, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται επιχειρηματίες, δικηγόροι, συνταξιούχοι, νοικοκυρές, κ.λ.π., δεν έκανε τον κόπο να πεταχτεί απέναντι, μόλις δεκαπέντε μέτρα απόσταση, και να ρίξει το φάκελο εκεί. Όπως φαίνεται, κανένας δεν αναρωτήθηκε αν ο φάκελος αυτός περιείχε κάτι επείγον, το οποίο έπρεπε να παραλάβει γρήγορα ο ενδιαφερόμενος. Όλοι, μα όλοι, φαντάζομαι ότι έκαναν την ίδια σκέψη. Αφού δεν μας αφορά, γιατί να σχοληθούμε;
  Τον πήρα και τον έριξα μέσα στο κουτί της γειτονικής πολυκατοικίας, νιώθοντας μεγάλη απογοήτευση για την κοινωνία μας και τον πολιτισμό μας. Αγαπητέ γείτονα, παραλήπτη του εν λόγω φακέλου, σου ζητώ συγνώμη και ελπίζω να μη ζημιώθηκες από την καθυστερημένη παράδοσή του.

                                                                                             Στέλιος Αρώνης

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΖΥΘΟΥΠΟΛΗ Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

ΖΥΘΟΥΠΟΛΗ: Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ






Αλληγορικό διήγημα του ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΡΩΝΗ





Το ταξίδι μέχρι τη Ζυθούπολη δεν ήταν μακρινό, ωστόσο διήρκησε αρκετά. Αν και ο δρόμος ήταν καλός και η κίνηση αραιή, ο Νέστορας ήταν αναγκασμένος να οδηγεί με τον αργό ρυθμό του φορτηγού που μετέφερε την οικοσκευή τους. Τα παιδιά αδημονούσαν να γνωρίσουν την καινούρια τους πατρίδα και παρακαλούσαν φορτικά τον πατέρα τους να οδηγήσει λίγο πιο γρήγορα. Εκείνος τους εξήγησε βέβαια ότι δεν γινόταν να απομακρυνθούν από το φορτηγό, αυτά όμως συνέχιζαν να τον ενοχλούν. Τη λύση την έδωσε η μητέρα τους.

«Αν συνεχίσετε να πιέζετε τον πατέρα σας», τους διεμήνυσε, «όταν με το καλό φτάσουμε εκεί, θα σας τιμωρήσω παραδειγματικά, και γνωρίζετε τι ακριβώς εννοώ».

Η παρέμβασή της αποδείχτηκε καταλυτική. Τα παιδιά τους δεν ξανάνοιξαν το στόμα τους μέχρι τη στιγμή που έφτασαν στον προορισμό τους. Την πόλη την αντίκρισαν μετά από μια μεγάλη στροφή και έμειναν με το στόμα ανοιχτό! Η Ζυθούπολη ήταν







πανέμορφη!

Τα σπίτια ήταν όλα χαμηλά με κεραμοσκεπές και με μεγάλους κήπους γεμάτους με λουλούδια. Οι δρόμοι ήταν φαρδείς και πεντακάθαροι και το πράσινο κυριαρχούσε παντού. Ένα ήσυχο ποτάμι κυλούσε παράλληλα με το δρόμο που διέσχιζε την πόλη και τόνιζε ακόμα περισσότερο την ομορφιά της. Η ζωή τους σ’ εκείνην την κουκλίστικη πόλη, προμηνυόταν παραμυθένια. Έφτασαν έξω από το σπίτι που θα τους φιλοξενούσε για τα επόμενα δέκα χρόνια, κι ενθουσιάστηκαν πολύ με αυτό που είδαν. Ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία, με πολλούς βοηθητικούς χώρους εξωτερικά, (γκαράζ, αποθήκη, πετρόκτιστη ψησταριά), είχε ωραία αρχιτεκτονική και διέθετε έναν καταπράσινο κήπο. Το εσωτερικό δεν υστερούσε σε τίποτα από το παλιό τους σπίτι στη μεγαλούπολη. Ήταν άνετο, είχε τζάκι στο σαλόνι, τρία υπνοδωμάτια βαμμένα με χαρούμενα χρώματα, γραφείο, ξενώνα και φωτεινή και λειτουργική κουζίνα.

Το συνεργείο της εταιρίας μεταφορών, τους βοήθησε να τοποθετήσουν τα πράγματα στη θέση τους και έφυγε, αφήνοντάς τους μόνους. Είχε ήδη φτάσει απόγευμα. Ο Νέστορας κλείδωσε τις πόρτες και η γυναίκα του αποσύρθηκε με τα παιδιά στο δωμάτιό τους, για να τα τακτοποιήσει. Αποκαμωμένος από την κούραση, ετοιμάστηκε κι εκείνος να αποσυρθεί. Καθώς οδηγούσε τα κουρασμένα του βήματα στην κρεβατοκάμαρα, άκουσε να χτυπούν το κουδούνι της εισόδου. Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε παραξενεμένος προς την πόρτα. Κοίταξε από το ματάκι της και είδε μια παχουλή, μεσόκοπη κυρία να στέκεται στο πλατύσκαλο. Στα χέρια της κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια.

Ξεκλείδωσε την πόρτα και τη μισάνοιξε. «Τι επιθυμείτε;» τη ρώτησε, διατηρώντας ένα επιφυλακτικό ύφος.

«Γεια σας», είπε πρόσχαρα η άγνωστη γυναίκα και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο στρογγυλό της πρόσωπο. «Είμαι γειτόνισσα και ήρθα να σας καλωσορίσω και να σας ευχηθώ καλή διαμονή».

«Καλοσύνη σας και σας ευχαριστούμε πολύ», της είπε ο Νέστορας, παίρνοντας από τα χέρια της την ανθοδέσμη.

«Δεν θέλω να σας απασχολήσω άλλο», τον καθησύχασε η γειτόνισσα. «Καταλαβαίνω την κούρασή σας και θα σας αφήσω να αναπαυθείτε. Θα ήθελα όμως να σας κάνω μια σύσταση. Μην κλειδώνετε την πόρτα σας. Εδώ στη Ζυθούπολη, δεν υπάρχει λόγος να το κάνετε».

Άλλο πάλι και τούτο, συλλογίστηκε, καθώς κλείδωνε πάλι την πόρτα. Τι εννοούσε με αυτό που μου είπε; Ότι δεν υπάρχει εγκληματικότητα στη Ζυθούπολη; Ότι μεταξύ των έξι χιλιάδων κατοίκων της, δεν υπάρχει ούτε ένας κλέφτης; Μα είναι δυνατόν;



Το επόμενο πρωινό πήγε στο εργοστάσιο. Είχε διοριστεί σε κάποια διευθυντική θέση στη βιομηχανία μπύρας, κι αυτός ήταν και ο λόγος της μετακόμισής τους οικογενειακώς εκεί. Γνωρίστηκε με το προσωπικό της διεύθυνσής του, ενημερώθηκε από τη γραμματέα του για διάφορα υπηρεσιακά θέματα και μετά περιηγήθηκε στους χώρους παραγωγής για να γνωρίσει τη διαδικασία της. Οι χώροι ήταν τεράστιοι κι εκεί μέσα εργάζονταν, όπως τον είχε πληροφορήσει ο προσωπάρχης, χίλια πεντακόσια άτομα.

Το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης εργάζεται εδώ, συλλογίστηκε καθώς τριγύριζε ανάμεσα στους εργάτες,. Γι’ αυτό η περιοχή ευημερεί. Με τους υπόλοιπους να απασχολούνται στη γεωργία και το εμπόριο, δικαιολογημένα το ποσοστό ανεργίας των πολιτών είναι μηδενικό. Γι’ αυτό ίσως δεν κλειδώνουν τα σπίτια τους. Δεν φοβούνται τους συμπολίτες τους. Τι γίνεται όμως με τους επισκέπτες; Από εδώ περνούν καθημερινά εκατοντάδες ξένοι. Αυτοκινητιστές, πλανόδιοι έμποροι, τουρίστες, κι ένα σωρό ακόμα άνθρωποι διασχίζουν τους δρόμους της πόλης. Θεωρούν ότι είναι όλοι τους άγγελοι; Αποκλείεται να υπάρχουν ανάμεσά τους και κακοποιά στοιχεία;

Επιστρέφοντας στο γραφείο του, πληροφορήθηκε από τη γραμματέα του ότι την επόμενη μέρα άρχιζε η γιορτή της μπύρας. Του εξήγησε ότι η εκδήλωση εκείνη είχε καθιερωθεί και λάβαινε χώρα κάθε χρόνο τέτοια εποχή, για να εορτάσουν τη συμβολή της μπύρας στην ανάπτυξη της περιοχής.









Τα παιδιά τρελάθηκαν από τη χαρά τους όταν το άκουσαν. Έμαθαν ότι στην κεντρική πλατεία είχε στηθεί ένα μεγάλο λούνα παρκ και ανυπομονούσαν να έρθει η ώρα να το επισκεφτούν. Ασφαλώς εκεί υπήρχαν δρώμενα και για τους μεγάλους. Άλλωστε, περισσότερο γι’ αυτούς γινόταν η εκδήλωση. Για να παρακολουθήσουν τη συναυλία που έκαναν κάποια μοντέρνα συγκροτήματα, για να δουν τα χορευτικά και για δοκιμάσουν τους μεζέδες που ψήνονταν επί τόπου. Όλα αυτά βέβαια γίνονταν προς τιμήν της μπύρας. Όλη η πόλη λοιπόν μαζευόταν στην πλατεία, κυρίως για να πιει άφθονη μπύρα, που την προσέφερε απλόχερα η ζυθοποιία.

Το απόγευμα της ημέρας που γινόταν η γιορτή, η τετραμελής οικογένεια ξεκίνησε για την πλατεία. Ο Νέστορας κλείδωσε πίσω του την πόρτα και ακολούθησε τους άλλους. Περνώντας από τις γειτονιές, αντίκριζαν τα χαρούμενα πρόσωπα των συμπολιτών τους, που κατευθύνονταν όλοι προς το χώρο της γιορτής. Λίγο πριν φτάσουν στην πλατεία, ο Νέστορας πρόσεξε κάτι, στο οποίο αρχικά δεν είχε δώσει και μεγάλη σημασία. Φεύγοντας όλοι από τα σπίτια τους, όχι μόνο δεν τα κλείδωναν, αλλά άφηναν και τις πόρτες ανοιχτές.

Σάστισε. Προβληματίστηκε. Απόρησε με αυτήν την ανεξήγητη συμπεριφορά. Καλά να μην κλειδώνει κάποιος την πόρτα του, αλλά και να την αφήνει ανοιχτή; Αυτό ξεπερνούσε τα όρια της λογικής. Έπαψε να το σκέφτεται και έπιασε τη γυναίκα του από το χέρι. Δεκάρα δεν έδινε για τον παραλογισμό που διακατείχε τους άλλους. Αυτός είχε πάρει τα μέτρα του και δεν φοβόταν τίποτα.

Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Ένα μεγάλο μέρος της πλατείας το είχε καταλάβει το φωταγωγημένο λούνα παρκ. Οι χαρούμενες φωνές των παιδιών σηματοδοτούσαν την ανεμελιά και την ευχάριστη διάθεση των παρευρισκομένων. Στην άλλη άκρη βρισκόταν η σκηνή της συναυλίας και οι μουσικοί είχαν ήδη αρχίσει και κούρδιζαν τις κιθάρες τους. Σε μια άλλη άκρη, μια ομάδα χορευτών με εντυπωσιακές ενδυμασίες, έκανε επίδειξη των ικανοτήτων της. Στο κέντρο βρίσκονταν τοποθετημένες οι ψησταριές και τα βαρέλια με τη μπύρα. Παντού, σε όλη την πλατεία υπήρχαν καθίσματα και τραπεζάκια και ο Νέστορας κάθισε σε ένα από αυτά. Η γυναίκα του συνόδευσε τα παιδιά στο λούνα παρκ. Μετά από λίγο επέστρεψε, κρατώντας στα χέρια της ένα χάρτινο πιάτο με μεζέδες και δυο ποτήρια μπύρα.

Έμειναν εκεί πάνω από πέντε ώρες. Όταν πια ένιωσαν να κουράζονται, μάζεψαν τα παιδιά τους και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Περπατούσαν αργά και χάζευαν τριγύρω. Οι συμπολίτες τους δεν είχαν επιστρέψει ακόμα από τη γιορτή. Κατά πως φαινόταν, θα κάθονταν εκεί όλη τη νύχτα, ενώ οι πόρτες τους παρέμεναν ανοιχτές.



Ο Νέστορας σκέφτηκε ότι, αν κάποιος είχε πρόθεση να κλέψει, η ευκαιρία που του δινόταν ήταν μοναδική. Μέσα σε λίγη ώρα, θα μπορούσε να γίνει πλούσιος. Του έκανε πάντως μεγάλη εντύπωση που, η παρουσία ανοιχτών σπιτιών, άφηνε αδιάφορους τους περαστικούς, ακόμα και τους ξένους.

Όταν σε λίγο έφτασαν έξω από το σπίτι τους, του φάνηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πλησίασε κοντά στην κεντρική είσοδο και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Η πόρτα ήταν παραβιασμένη. Ένιωσε να τρελαίνεται. Κράτησε τους άλλους πιο πίσω και κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Σε δυο λεπτά ένα περιπολικό σταματούσε μπροστά τους. Από μέσα βγήκε ένας αστυνομικός, πλησίασε κοντά και ρώτησε να μάθει τι είχε συμβεί.

«Μας διέρρηξαν, κύριε αστυνόμε», τσίριξε ο Νέστορας. «Μόλις τώρα επιστρέψαμε από τη γιορτή και βρήκαμε την πόρτα ανοιγμένη».

«Εννοείτε ότι την είχατε κλειστή;» τον ρώτησε το όργανο της τάξης, κοιτάζοντάς τον περίεργα.

«Φυσικά», έκανε με αφέλεια ο Νέστορας. «Σας φαίνεται παράξενο; Το παράξενο, για να μην πω εξωφρενικό, είναι πως οι διαρρήκτες προτίμησαν το δικό μας σπίτι που ήταν κλειδωμένο, από τα υπόλοιπα που ήταν όλα ανοιχτά. Μπορείτε να μου το εξηγήσετε;»

Ο αστυνομικός δεν του απάντησε. Περιορίστηκε, καθώς κατέγραφε το περιστατικό, σε ένα απροσδιόριστο κούνημα του κεφαλιού, χωρίς μάλιστα να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει το αινιγματικό χαμόγελο που χαράχτηκε στο πρόσωπό του.













Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ή ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ;


του Στέλιου Αρώνη

Ένας γνωστός μου, μου έκανε με σκωπτικό ύφος την παρατήρηση ότι αφιερώνω πολύ χρόνο μπροστά στον Η/Υ. Τον κοίταξα και γέλασα, επειδή γνώριζα ότι αυτός καθόταν όλη μέρα στημένος μπροστά στην τηλεόραση. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι τα δύο αυτά ηλεκτρονικά μέσα, δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Του είπα λοιπόν ότι βλέποντας τηλεόραση, δεν είσαι τίποτα παραπάνω από ένας απλός, παθητικός θεατής. Απέφυγα να του πω ότι, παρακολουθώντας συνέχεια τηλεόραση, οδηγείσαι στην αποβλάκωση, επειδή δεν ήθελα να παρεξηγηθώ. Άρχισα λοιπόν να του απαριθμώ μερικά από τα μειονεκτήματά της: ‘’Τα δελτία ειδήσεων είναι κατευθυνόμενα και προπαγανδιστικά, τα σήριαλ ανιαρά και επαναλαμβανόμενα οι περισσότερες εκπομπές είναι ανούσιες και χαζοχαρούμενες. Άσε που όλη μέρα δέχεσαι έναν ανελέητο βομβαρδισμό διαφημίσεων, μια πραγματική πλύση εγκεφάλου. Από το μόνο που μπορείς να ωφεληθείς είναι αν τύχει και δεις κάποιο αξιόλογο ντοκιμαντέρ. Άντε, το πολύ-πολύ να πετύχεις και καμιά καλή ταινία’’.

Του εξήγησα ότι με τον Η/Υ τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. ‘’Μέσω αυτού, μπορείς να κάνεις χίλιες-δυο δουλειές, όπως π.χ. γράψιμο και εκτύπωση κειμένων, επεξεργασία και εκτύπωση φωτογραφιών, εγγραφή και αναπαραγωγή μουσικής και βίντεο, επεξεργασία σχεδίων, όπως επίσης και να πάρεις ή να δώσεις πληροφορίες μέσω του θαύματος που λέγεται διαδίκτυο, να ενημερωθείς έγκαιρα και αξιόπιστα, αλλά και να κάνεις ένα σωρό ακόμα εργασίες. Επίσης’’, του υπενθύμισα, ‘’έχεις τη δυνατότητα να ανταλλάξεις μηνύματα με τους γνωστούς και τους φίλους σου’’, αλλά το καλύτερο του το άφησα για το τέλος. ‘’Μπροστά στην οθόνη του Η/Υ’’, του είπα, ‘’δεν είσαι ένα άβουλο ον, που σου σερβίρουν ό, τι θέλουν. Είσαι ένας ενεργητικός άνθρωπος που έχεις τη δυνατότητα να συμμετέχεις στα δρώμενα. Μπορείς να εκφέρεις ελεύθερα τη γνώμη σου, μπορείς να εκφράσεις τη διαφωνία σου ή το παράπονό σου και μπορείς να σχολιάσεις την επικαιρότητα, τους θεσμούς, ή τη γνώμη των άλλων’’.

Όση ώρα του μιλούσα, με κοίταζε σαν χαζός. ‘’Αλήθεια;’’ Αρκέστηκε να ρωτήσει στο τέλος. ‘’Ειλικρινά σου μιλάω, δεν το γνώριζα. Εγώ νόμιζα ότι το κομπιούτερ είναι μόνο για να παίζεις παιχνιδάκια’’.

Και τότε κατάλαβα τη ζημιά που κάνουν στην τεχνολογία, την εξέλιξη και τον πολιτισμό, η άγνοια, η προκατάληψη και η παραπληροφόρηση!

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΣΦΑΙΡΑ

Ένα βιωματικό γεγονός που συνέβη στις 17 Νοεμβρίου του 1973




Οι ταραχές είχαν αρχίσει λίγες μέρες πριν. Την προηγούμενη νύχτα, δεν ήταν λίγοι οι νέοι άνθρωποι που είχαν χάσει τη ζωή τους, καταπλακωμένοι από τις ερπύστριες του τανκ που είχε εισβάλει μέσα στο πολυτεχνείο. Η κατάσταση ήταν τραγική. Η χούντα είχε δείξει το πραγματικό της πρόσωπο. Εγώ, την αποφράδα εκείνη μέρα, είχα την ‘’έμπνευση’’ να πάω στην εργασία μου. Φτάνοντας εκεί, διαπίστωσα ότι δεν ήμουν ο μόνος. Οι περισσότεροι συνάδελφοι βρίσκονταν ήδη εκεί. Έξω γινόταν χαλασμός. Το κέντρο της Αθήνας θύμιζε εμπόλεμη ζώνη. Λίγο πριν το μεσημέρι, μας άφησαν να φύγουμε. Πώς θα πήγαινα όμως στο τέρμα Πατησίων; Για μετακίνηση με συγκοινωνία, ούτε λόγος γινόταν. Εγκατέλειψα τα γραφεία της εταιρίας στο Κολωνάκι και, μέσω του Λυκαβηττού, έφτασα βαδίζοντας στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Προσπέρασα το Πεδίο του Άρεως και έπιασα την οδό Ι. Δροσοπούλου. Λίγο πιο κάτω, κοντοστάθηκα σε μια πάροδο για να δω ένα τανκ που περνούσε εκείνη την ώρα από την Πατησίων. Το σφύριγμα που άκουσα, μου ήταν γνωστό. Το θυμόμουν από το στρατό. Πάγωσα. Δεν το πίστευα ότι οι στρατιώτες έριχναν στο ψαχνό. Η σφαίρα χτύπησε μπροστά μου, εξοστρακίστηκε στην άσφαλτο και κατέληξε, ποιος ξέρει πού. Η συνειδητοποίηση ότι ο στρατός πυροβολούσε αδιακρίτως όποιον κυκλοφορούσε στους δρόμους, με ενεργοποίησε. Τραβήχτηκα στην άκρη και καλύφτηκα πίσω από ένα κτήριο. Ήταν μια σφαίρα τουφεκιού, η οποία ευτυχώς δεν με πέτυχε στο σώμα, με πέτυχε όμως στην ψυχή. Μια σφαίρα που δεν σκότωσε εμένα, σκότωσε όμως τις σκουριασμένες ιδέες μου και τις δογματικές μου αντιλήψεις. Μια σφαίρα που μου ταρακούνησε την καρδιά, το μυαλό και τη συνείδηση. Μια σφαίρα που δεν βρήκε το στόχο της, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν οι άλλοι, εγώ όμως ήξερα ότι είχε πετύχει διάνα. Μεγαλωμένος μέσα σε ένα θρησκοληπτοχουντοβασιλικό περιβάλλον, είχα νουθετηθεί με ανόητες, ανούσιες, ανώφελες και βλαβερές δοξασίες. Είχα ποτιστεί μέχρι το μεδούλι με το δηλητήριο του φανατισμού. Βέβαια πάντοτε διατηρούσα τις αμφιβολίες μου για τα τεκταινόμενα, αυτές όμως βρίσκονταν σε κατάσταση χειμερίας νάρκης και περίμεναν κάποια άνοιξη για να αφυπνιστούν. Και η άνοιξη ήρθε καβάλα επάνω σε μια σφαίρα και με ξανάφερε στη ζωή.



ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΡΩΝΗΣ

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΦΙΛΟΞΕΝΗ ΠΟΛΗ

Μυθιστόρημά μου που αναφέρεται στην Αθήνα και είναι γεμάτο περιβαλλοντικές αναφορές και στοιχεία θρίλερ και με ένα απρόβλεπτα συγκλονιστικό τέλος. Γράφτηκε το 1989 και εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΛΩΤΟΣ.