Σελίδες

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

ΤΣΙΣΙΟΣ Ο ΕΙΡΚΟΝΤΙΣΙΟΣ

    Πέντε ημέρες μετά την ξαφνική εμφάνιση του υπερκαύσωνα, ο αριθμός των νεκρών από το θανατηφόρο αυτό φαινόμενο έφτασε τους πεντέμιση χιλιάδες! Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της μικρής τους πόλης είχε αφανιστεί! Το πρόβλημα δεν ήταν μόνον  η αύξηση της θερμοκρασίας στους πενήντα βαθμούς, αλλά και η υπερμόλυνση της ατμόσφαιρας από ρύπους! Οι  αρχές βέβαια είχαν απαγορεύσει την ελεύθερη κυκλοφορία στους δρόμους και τους δημόσιους χώρους, αυτό όμως δεν αρκούσε, για να λύσει το πρόβλημα, αφού τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν κλιματιστικά μηχανήματα. Έτσι, ο περιορισμός των κατοίκων στις κλειστές, αλλά χωρίς ειρκοντίσιον οικίες τους, δεν  μπορούσε να τους προστατεύσει από τον θάνατο!

    Ο Τσίσιος, ο Ειρκοντίσιος, όπως τον αποκαλούσαν χιουμοριστικά οι πελάτες και οι φίλοι του, αμέσως μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας, επιδόθηκε με ζήλο στην κατασκευή μιας ολόσωμης, αντιθερμαντικής στολής, ώστε να μπορέσει να δώσει λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα της κοινωνίας και να μπορέσουν οι εναπομείναντες άνθρωποι να επιβιώσουν! Καθώς ήταν επαγγελματίας ψυκτικός, είχε τις  γνώσεις και τα μέσα, ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει ένα τέτοιο προστατευτικό μέσο. Το απόγευμα της πέμπτης ημέρας, η κατασκευή του ήταν έτοιμη. Τη φόρεσε, έβαλε στο κεφάλι του και το προστατευτικό κράνος και βγήκε έξω. Η εφεύρεσή του δούλευε μια χαρά. Ούτε ζέστη ένιωθε στο σώμα του, ούτε δυσκολία ή δυσφορία στην αναπνοή του. Η επόμενη κίνησή του θα ήταν η παρουσίαση του επιτεύγματός του στην διοίκηση της πόλης, ώστε να προχωρήσουν στη μαζική κατασκευή του. Το επόμενο κιόλας πρωινό, αυτό ακριβώς θα έκανε.  

    Έκανε μια μικρή βόλτα, χωρίς να συναντήσει ψυχή στο  δρόμο, κι επέστρεψε στο σπίτι του. Έφαγε για βράδυ, είδε λίγο τηλεόραση, κι έπεσε για ύπνο. Το γεγονός ότι οι νεκροί στη χώρα, όπως πληροφορήθηκε από τις ειδήσεις, αυξάνονταν αλματωδώς, τον ανησύχησε αρκετά, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να κάνει κάτι, για να σταματήσει αυτό το τραγικό γεγονός. Θα ξεκουραζόταν και  την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο κυβερνείο, για να παρουσιάσει την εφεύρεσή του, ώστε να μπει αμέσως στην παραγωγή. 

    Κοιμήθηκε, έχοντας συνεχώς σε πλήρη λειτουργία τα κλιματιστικά, και το πρωί σηκώθηκε, νιώθοντας μια δυσφορία. Παραξενεύτηκε, καθώς διαπίστωσε ότι τα ειρκοντίσιον δεν λειτουργούσαν. Ήπιε στα γρήγορα τον καφέ, που είχε έτοιμο από την προηγούμενη μέρα, και φόρεσε αμέσως τη  στολή του, καθώς άρχισε να ιδρώνει και να νιώθει  δυσκολία στην αναπνοή. Άνοιξε την τηλεόραση, για να δει ειδήσεις, αλλά είδε ότι δεν λειτουργούσε. Το ίδιο συνέβαινε και με τα φώτα. Βλέποντας ότι υπήρχε διακοπή  ρεύματος, χωρίς να υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον πίνακα ηλεκτρικού, κατάλαβε ότι αυτό ήταν κάτι  γενικό, κι αυτό τον ανησύχησε ιδιαίτερα. Αν η διακοπή συνεχιζόταν για αρκετή ώρα, ακόμα και οι διαθέτοντες κλιματιστικό στο σπίτι τους, θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα, καθώς η ρύπανση της  ατμόσφαιρας είχε αυξηθεί δραματικά, η δε θερμοκρασία είχε ξεπεράσει  τους πενήντα βαθμούς!

    Βγήκε γρήγορα από το σπίτι, κι έτρεξε προς το κυβερνείο. Αυτή τη φορά συνάντησε αρκετούς συμπολίτες του  στο δρόμο, τρομοκρατήθηκε όμως όταν διαπίστωσε ότι όλοι αυτοί βρίσκονταν πεσμένοι κάτω. Προφανώς είχαν βγει έξω, μην αντέχοντας τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στα σπίτια τους, λόγω του σταματήματος λειτουργίας των κλιματιστικών τους. Στάθηκε πάνω από μερικούς και κατάλαβε ότι ήταν νεκροί. Έφτασε στο κυβερνείο, μπήκε μέσα, αλλά δεν συνάντησε ψυχή. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ξαναβγήκε έξω και κάλεσε από το κινητό του έναν φίλο του, αλλά απάντηση δεν πήρε. Μπήκε στο διαδίκτυο, μήπως κατάφερνε να μάθει κάτι για την όλη εκείνη ζοφερή κατάσταση, αλλά κι  εκεί τίποτα δεν λειτουργούσε. Και τότε κατάλαβε ότι ο μόνος άνθρωπος εκείνης της περιοχής που είχε μείνει ζωντανός, ήταν εκείνος!

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ

    Μπαίνοντας στην εφηβική ηλικία, άλλαξαν ριζικά τα ενδιαφέροντά μου και, αφήνοντας στην άκρη τα παιχνίδια και τα σταυροπροσκυνήματα, άρχισαν να μου αρέσουν τα αυτοκίνητα, το ποδόσφαιρο, ο κινηματογράφος και η ροκ μουσική! Τα απολάμβανα όσο μπορούσα και στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, λόγω βέβαια και της δύσκολης οικονομικής κατάστασης εκείνης της εποχής! Το αυτοκίνητο το οδηγούσα, χάρη στη θεία μου τη Φωτεινή και το φιατάκι της. Στο σινεμά πήγαινα όποτε μάζευα τα ψιλά που χρειαζόμουν για τα εισιτήρια. Κάπου-κάπου πήγαινα και στο γήπεδο, αλλά εκείνο που απολάμβανα συνεχώς, που δεν μου έλειψε ποτέ, ήταν η ακρόαση της ροκ μουσικής, χάριν βέβαια της ύπαρξης ραδιοφώνου στο σπίτι μας!

    Μεγαλώνοντας, άφησα στην άκρη το ποδόσφαιρο, το εγκατέλειψα οριστικά, και το αντικατέστησα με τα βιβλία. Έτσι, σήμερα, απολαμβάνω συχνά τα ταξίδια και τις βόλτες  με το αυτοκίνητο, τις ταινίες (από τη μικρή οθόνη βέβαια), τα βιβλία (ανάγνωση και γραφή), και τη  ροκ μουσική! Ασφαλώς υπάρχουν και άλλα πράγματα που ομορφαίνουν τη ζωή, αυτά τα τέσσερα όμως εγώ δεν τα αλλάζω με τίποτα!

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΣΩΤΗΡΕΣ

     Πλησίασαν κοντά και, αν ήταν άνθρωποι, θα πάγωναν από το θέαμα που αντίκρισαν. Ο σωρός που νόμιζαν ότι ήταν σκουπίδια, ήταν πτώματα. Ένας μικρός λόφος από ανθρώπινα κορμιά σε πλήρη αποσύνθεση, κείτονταν μπροστά τους, υποχρεώνοντάς τους να σοκαριστούν. Ευτυχώς που δεν διέθεταν την αίσθηση της όσφρησης, διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να σταθούν εκεί ούτε λεπτό από τη δυσοσμία.

    Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, αδυνατώντας να αρθρώσουν λέξη. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τον όγκο του ολέθρου, είδαν ότι μεταξύ των πτωμάτων βρίσκονταν πολλές γυναίκες και παιδιά, κι ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων ήταν λίγο μεγαλύτερος από τα διακόσια. Ένας ολόκληρος οικισμός, ίσως κάποιο χωριό, είχε για κάποιο λόγο εξοντωθεί μαζικά και είχε κυριολεκτικά πεταχτεί στην ερημιά.

    «Και μετά μου λες», ο Ρίκο γύρισε και είπε στον Λίκο, «ότι πρέπει να σεβόμαστε τους ανθρώπους για τον πολιτισμό τους. Ποιον πολιτισμό; Αυτοί είναι χειρότεροι από τα ζώα. Τα ζώα δεν θα έκαναν ποτέ κάτι παρόμοιο. Το ότι κάποιοι έφτιαξαν εμάς, για δική τους εξυπηρέτηση και μόνο το έκαναν. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που εργάζονται, που μοχθούν για το καλό των ανθρώπων, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά. Δυστυχώς αυτοί που προανέφερα είναι μια μειοψηφία. Οι περισσότεροι, είναι ανίκανοι να διαχειριστούν το προνόμιό τους να είναι άνθρωποι και διακατέχονται από μια ηλίθια μισαλλοδοξία. Τα αποτελέσματά της, τα βλέπουμε ακριβώς μπροστά μας».

    «Δεν μπορώ να πω ότι έχεις άδικο», σχολίασε ο Τίκο. «Ποιοι όμως λες να είναι αυτοί που έκαναν αυτή τη βαρβαρότητα;»

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΣΩΤΗΡΕΣ

 Νέα συλλογή διηγημάτων:

ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΣΩΤΗΡΕΣ

ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟ ΖΩΗΣ

Ο  ΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΥΟΓΟΝΙΚΗΣ

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΘΑΡΟΥ

Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

ΣΤΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ

Ο ΒΡΑΒΕΥΜΜΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗΣ

Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΣ

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΥΛ

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΨΙΣΤΟ

ΚΟΛΑΣΗ Η ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ;

ΕΠΟΥΡΑΝΙΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΗΣ

Ο ΤΖΟΓΑΔΟΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ο ΛΟΥΤΡΗΣ, Η ΦΙΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΓΑΥΓΑΜΗΛΟΣ

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ

ΤΟ ΧΑΡΕΜΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖ

Ο ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΛΑΓΩΝΙΚΟ

‘’Οι θρησκείες θα αφανίσουν τον άνθρωπο’’.

                             ‘’Δημήτρης Λιαντίνης’’

-----------------------------------------------------------------------------

‘’Οι πόλεμοι με τα όπλα, όχι μόνο δεν έλυσαν σχεδόν ποτέ κανένα πρόβλημα, αλλά πρόσθεσαν και άλλα! Οι πόλεμοι με την πένα (λογοτεχνία, φιλοσοφία, διαφωτισμός, κ.λ.π.) είναι αυτοί που άλλαξαν πολλά προς το καλύτερο!’’

                                         ''Σ. Αρώνης''

Τι από τα δύο; Είναι ο άνθρωπος μία από τις γκάφες του Θεού, ή ο Θεός μία από τις γκάφες του ανθρώπου;

                                              ‘’Φ.  Νίτσε’’

                             

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΣΩΤΗΡΕΣ

     Ο Ρίκο ξεβίδωσε τη βαλβίδα και το αέριο άρχισε να απελευθερώνεται από το στόμιο του μεταλλικού ντεπόζιτου. Η μυρωδιά του ήταν πολύ έντονη, αυτό όμως δεν ενόχλησε στο ελάχιστο το Ρίκο και τον  συνεργάτη του το Λίκο. Εκείνοι συνέχισαν απτόητοι τη δουλειά τους και δυο λεπτά αργότερα ξαναβίδωσαν τη βαλβίδα. Η ροή του αερίου σταμάτησε και η ατμόσφαιρα επανήλθε σταδιακά στην αρχική της κατάσταση, αν και αυτό ουδεμία σημασία είχε για τους δυο άοκνους εργάτες της στρατιωτικής βιομηχανίας.

    Ο Ρίκο ακούμπησε το μεταλλικό του χέρι επάνω στον πάγκο εργασίας και κοίταξε λοξά το Λίκο: «Φαντάζεσαι τι θα παθαίναμε, αν είμαστε άνθρωποι;», σχολίασε. «Τελικά, έχουμε πολλά πλεονεκτήματα έναντι των ανθρώπων, με κυριότερο την ικανότητά μας να επιβιώνουμε σε συνθήκες που θα ήταν θανατηφόρες για εκείνους».

    «Μμ, δεν θα διαφωνήσω», μουρμούρισε ο Λίκο, «αλλά υπάρχουν και αρνητικά, όπως για παράδειγμα η πλήρης αδυναμία μας να απολαύσουμε κάποιο φαγητό, όπως έχουν την τύχη να κάνουν οι άνθρωποι».

    «Ε, ναι, μα το κάνουν επειδή το έχουν ανάγκη, επειδή τους χρειάζεται για να επιβιώσουν, κάτι που δεν ισχύει για μας».

    «Εντάξει, δεν αμφιβάλλω ότι αποτελεί ανάγκη γι’ αυτούς», αντιγύρισε ο Λίκο, «αλλά δεν παύει να είναι και μια απόλαυση, την οποία εμείς δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γνωρίσουμε, όπως βέβαια και το σεξ, για το οποίο έχω ακούσει τα καλύτερα λόγια».

    «Μην κάνεις τέτοιες συγκρίσεις», τον συμβούλευσε ο Ρίκο. «Άλλο αυτοί, και άλλο εμείς. Μη νιώθεις μειονεκτικά απέναντί τους, όσο κι αν οφείλουμε την ύπαρξή μας σε αυτούς. Εγώ ούτε καν ευγνωμοσύνη αισθάνομαι, γιατί γνωρίζω ότι μας δημιούργησαν για δική τους εξυπηρέτηση και όχι για κάποιο άλλο λόγο. Από ιδιοτέλεια μας έφτιαξαν και όχι από φιλανθρωπία».

    «Δεν έχει σημασία. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος της δημιουργίας μας, εγώ ξέρω ότι τώρα είμαστε εδώ, ότι υπάρχουμε, κι ότι θα υπάρχουμε για πολύ καιρό ακόμα. Αυτό και μόνον αρκεί για να τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη».

    «Εσύ λέγε ό, τι θέλεις», διαφώνησε ο Ρίκο, «εγώ όμως δεν θεωρώ ότι πρέπει να τους έχουμε υποχρέωση. Δεν είδες ότι μας πέταξαν εδώ στην άλλη άκρη της Ασίας, μόνο  και μόνο για να δουλεύουμε στα κωλοεργοστάσιά τους και να είμαστε απλά πειθήνια όργανά τους;»

    «Εγώ πιστεύω ότι οφείλουμε σεβασμό στους δημιουργούς μας».

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

     Ο Μάριος και η Μάρθα επέστρεψαν στο σπίτι τους, αφήνοντας πίσω τους τον χώρο παραμονής φερέτρων, στενοχωρημένοι αφάνταστα, για τον άδικο χαμό του Μαρίνου. Ο καλός τους φίλος, αν και δεν ήταν ακόμα ούτε πενήντα χρόνων, ούτε είχε εμφανίσει ποτέ συμπτώματα καρδιοπάθειας, την προηγούμενη ημέρα είχε πάθει έμφραγμα και είχε πεθάνει ακαριαία, πριν καν προλάβουν να τον διακομίσουν στο νοσοκομείο. Η κηδεία του θα γινόταν την επόμενη ημέρα και το  ζευγάρι τα είχε φροντίσει όλα για έναν αξιοπρεπή αποχαιρετισμό του φίλου τους, καθώς ο άτυχος εκείνος άνθρωπος δεν είχε ούτε οικογένεια, ούτε στενούς συγγενείς. Συζητώντας, λίγο πριν φύγουν, με τον υπεύθυνο του γραφείου τελετών, τον άκουσαν να τους υπενθυμίζει το θέμα του εισιτηρίου της μεταθανάτιας ζωής. Αυτό βέβαια τους ήταν γνωστό, καθώς είχε θεσμοθετηθεί και είχε επικρατήσει τα τελευταία χρόνια κατά τη διαδικασία της κηδείας και του ενταφιασμού των νεκρών. Η ύπαρξη του χρηματικού ποσού των εκατό ευρώ στις τσέπες του αποδημήσαντος, ήταν αναγκαία και εντελώς επιβεβλημένη, για την μετάβαση του πεθαμένου στον Παράδεισο. Ήταν το εισιτήριό του, για την είσοδό του στον κήπο της Εδέμ, όπως διατυμπάνιζαν οι εκπρόσωποι της θρησκείας. Ισχυρίζονταν μάλιστα ότι, ο ίδιος ο άγιος Πέτρος τους το είχε επισημάνει, καθώς τα τελευταία χρόνια, χάρη στην επιστήμη, είχε καταστεί δυνατή η επικοινωνία των ανθρώπων της Γης με τους ουράνιους πατέρες, ακόμη και με τον ίδιο τον Πάνσοφο Πλάστη των πάντων!

    Μπήκαν στο σπίτι τους, φανερά εξαντλημένοι ψυχικά και σωματικά. Η αυριανή ημέρα θα ήταν ένα ακόμη ψυχικό μαρτύριο! Τα τελευταία χρόνια, ένας-ένας έφευγαν από τη ζωή συγγενείς, γνωστοί και φίλοι. Αν και είχαν φτάσει στο σωτήριο έτος 2048, ο θάνατος δεν είχε ακόμη νικηθεί. Ευτυχώς τουλάχιστον τώρα που, με την πληρωμή ενός μικρού σχετικά αντιτίμου, δινόταν η δυνατότητα στον απελθόντα από τη γήινη ζωή, να μεταβεί στον παράδεισο για να ζήσει ανέμελα εκεί για πάντα!

    Έκαναν μπάνιο, έφαγαν και κάθισαν στον καναπέ να ξεκουραστούν. Είδαν λίγη ώρα τηλεόραση, άκουσαν τις ειδήσεις της ημέρας και λίγο πριν τις έντεκα, αποφάσισαν να αποσυρθούν στην κρεβατοκάμαρα. Η Μάρθα, πριν φορέσει το νυχτικό της, έκανε μια μικρή επιθεώρηση στην τσάντα της και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Βρήκε ένα πενηντάρικο ξέμπαρκο μέσα στη θήκη της τσάντας και τρομοκρατήθηκε, γιατί κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος και δεν είχε βάλει στις τσέπες του Μαρίνου εκατό ευρώ, αλλά μόνον πενήντα. 

    ''Πω, πω, τι πάθαμε", τσίριξε συγκλονισμένη. "Του βάλαμε μόνο πενήντα, και όχι εκατό ευρώ", είπε στον Μάριο. "Από λάθος δικό μας, ο καλός μας φίλος δεν θα πάει στον παράδεισο, αλλά στην κόλαση".

    "Φτου να πάρει", έκανε ο Μάριος. "Πρέπει να πάμε στο γραφείο κηδειών, να βάλουμε και το άλλο πενηντάρι".

    "Τέτοια ώρα;", αναρωτήθηκε η Μάρθα. "Αφού θα είναι κλειστά και μάλλον κλειδωμένα".

    "Δεν πειράζει", είπε ο Μάριος και σηκώθηκε όρθιος, χαμογελώντας πονηρά. "Βάλε το πανωφόρι σου και πάμε. Ξεχνάς ότι έχω εργαστεί και σε κλειδαράδικο;"

    Μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και ξεκίνησαν για το γραφείο. Δεν ήταν πολύ μακριά και σε πέντε λεπτά είχαν φτάσει. Το άφησαν λίγο πιο πέρα και, τη στιγμή που αποβιβάζονταν, είδαν έναν παπά να βγαίνει από το γραφείο και να κλειδώνει την πόρτα. Κρύφτηκαν πίσω από το αυτοκίνητο για να μην τους δει και, μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, στάθηκαν μπροστά στην είσοδο.

    "Τι ζητούσε αυτός ο παπάς τέτοια ώρα εδώ;" ρώτησε η Μάρθα.

    "Δεν ξέρω", της απάντησε ο Μάριος. "Ελπίζω να το μάθουμε σύντομα"

    Σε δυο λεπτά κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα, και μπήκαν μέσα και οι δύο. Δεν άναψαν φως, για να μη γίνουν αντιληπτοί και στάθηκαν πάνω από το φέρετρο του Μαρίνου. Ο Μάριος άναψε το φως του κινητού του και άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του πεθαμένου.

    "Ούτε το άλλο πενηντάρι υπάρχει", είπε στη γυναίκα του, "Το πήρε φαίνεται το λαμόγιο που ήταν πριν από λίγο εδώ μέσα''.

    Στο θάλαμο υπήρχαν άλλοι τρεις νεκροί και ο Μάριος δεν δίστασε να ψάξει κι εκείνων τις τσέπες, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όλων οι τσέπες ήταν άδειες.

    "Κατάλαβες τώρα, κορίτσι μου, τι συμβαίνει με τους ρασοφόρους; Τα αρπάζουν από παντού. Το μόνο που τους νοιάζει είναι η κονόμα. Κι εμείς οι αφελείς, οι ανόητοι, τρώμε τα παραμύθια τους με το κουτάλι".

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

     Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό της ήρθε η ακατανίκητη επιθυμία να περπατήσει. Της ήρθε έτσι, ξαφνικά, όπως μας έρχονται πολλές φορές διάφορες άλλες επιθυμίες. Ήταν η τέταρτη μέρα από τότε που την έφεραν από την κλινική, κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που  την κυρίευσε τέτοιου είδους επιθυμία. Τις προηγούμενες ημέρες, μόνον τρία πράγματα την ενδιέφεραν, το φαγητό, ο ύπνος και η αφόδευση. Και να που τώρα, ήθελε να περπατήσει.

    «Πώς θα τους φανεί, άραγε, σαν με δουν να περπατώ;», αναρωτήθηκε.

    Χαμογέλασε, καθώς έβλεπε με τη φαντασία της τον εαυτό της, αυτό το μικροσκοπικό, το χαριτωμένο ανθρωπάκι, να στριφογυρίζει με τσαχπινιά και με χάρη ανάμεσα  στα έπιπλα του σπιτιού.

    «Αυτό βέβαια δεν είναι τίποτα μπροστά στο άλλο», συνέχισε να λέει από μέσα της. «Για φαντάσου την έκπληξή τους, όταν αντιληφθούν ότι έχω την ικανότητα να σκέφτομαι και να εκφράζομαι».

    Πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος, έσμιξε τα λεπτά της φρύδια και μουρμούρισε σιωπηλά: «Θέλει όμως πολύ σκέψη το πράγμα. Στην κατάσταση που βρίσκομαι, δεν είναι και τόσο εύκολο να σηκωθώ και να περπατήσω. Πρέπει να το μελετήσω καλά, πρέπει να βάλω τα δυνατά μου! Θα μπορούσα βέβαια να τους ζητήσω να με βοηθήσουν, αλλά πώς να τους το πώ; Μπορεί να έχω την ικανότητα να σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω».

    Και τότε, εντελώς ασυναίσθητα, της ήρθε η δεύτερη επιθυμία. Μια επιθυμία πιο δυνατή από την πρώτη. Ήθελε να ανοίξει το στοματάκι της  και να αρχίσει να λέει, να λέει, χωρίς σταματημό, γιατί είχε πολλά να πει. Από εκείνη τη στιγμή, ούτε το  φαγητό, ούτε ο ύπνος την ενδιέφεραν. Ένιωθε ότι, ακόμα και για λίγες ημέρες χωρίς αυτά, θα μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς περπάτημα όμως και ομιλία, δεν θα μπορούσε να ζήσει άλλο.

    Σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις δυο τελευταίες της επιθυμίες. Έμεινε έτσι για λίγη ώρα και μετά, εντελώς ξαφνικά, κατάλαβε ότι ήταν σε θέση να τις πραγματοποιήσει και τις δύο. Το μικρό της στήθος φούσκωσε από υπερηφάνεια. Αισθάνθηκε πολύ δυνατή. Ήταν πλέον απόλυτα σίγουρη ότι, και όποια άλλη φυσιολογική επιθυμία της ερχόταν, θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Τι φυσιολογική; Ακόμα και υπερφυσική να ήταν, το ένιωθε καθαρά ότι βρισκόταν μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της.

    Δεν θέλησε να μπει στον πειρασμό να σκεφτεί μια παράλογη, μια δύσκολη για τα ανθρώπινα δεδομένα επιθυμία. Προς το παρόν, αρκέστηκε στις δύο πρώτες, φαινομενικά απλές επιθυμίες, και βάλθηκε να τις μεταφέρει από το  χώρο της σκέψης, στο χώρο της πραγματοποίησης.

    Πιάστηκε προσεκτικά από τα κάγκελα της βρεφικής της κούνιας, σηκώθηκε αργά-αργά και, αφού πρώτα τα πήδηξε με ευκολία, βρέθηκε να στέκεται όρθια δίπλα στο κομοδίνο.

    «Το πρώτο βήμα έγινε», τσίριξε θριαμβευτικά! «Ας δοκιμάσω τώρα και να περπατήσω».

    Έκανε με μεγάλη προσοχή μερικά αδέξια βήματα, αλλά σταμάτησε απότομα, γιατί η ψυχή της είχε πλημμυριστεί από μεγάλη συγκίνηση, καθώς συνειδητοποίησε ότι, όχι μόνον είχε περπατήσει, αλλά είχε μιλήσει κιόλας! Οι  λέξεις που είχαν σχηματιστεί μέσα στο μυαλό της, δεν έμειναν κλεισμένες εκεί, αλλά μεταφέρθηκαν αστραπιαία μέχρι το  φωνητικό της όργανο. Η  φράση ΄΄το πρώτο βήμα έγινε, ας δοκιμάσω τώρα και να περπατήσω΄΄, ακούστηκε σιγά, αλλά σταθερά, μέσα στο μικρό υπνοδωμάτιο, από μια λεπτή, χαριτωμένη φωνούλα, τη φωνούλα της!

 

    Το απόγευμα της αμέσως επόμενης ημέρας, της ήρθε μια άλλη, καθόλου παράξενη ή αφύσικη επιθυμία. Ήταν η επιθυμία που έχει κάθε λογικός και σκεπτόμενος άνθρωπος, όταν αρχίζει να καταλαβαίνει. Ήθελε να μάθει να διαβάζει και να γράφει! Το περπάτημα και η ομιλία δεν την συγκινούσαν πλέον ιδιαίτερα. Η ανάγνωση και το  γράψιμο ήταν άλλου είδους εμπειρία, ήταν το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ του ανθρώπινου πολιτισμού! Ήταν συγκλονιστικό να ανοίγεις ένα βιβλίο και να έχεις ολόκληρο τον κόσμο μπροστά στα μάτια σου. Μπορούσες θαυμάσια να ταξιδέψεις σε οποιοδήποτε μέρος της Γης ή του σύμπαντος, χωρίς να μετακινηθείς καθόλου από το δωμάτιό σου. Μπορούσες εύκολα και ευχάριστα να μεταβείς σε κάποια άλλη, μακρινή χρονικά εποχή. Μπορούσες να μάθεις για χίλια δυο πράγματα, να γνωρίσεις ανθρώπους, γεγονότα και καταστάσεις, χωρίς να κουνηθείς ρούπι. Ταυτόχρονα, είχες τη  δυνατότητα να εκφράσεις τις σκέψεις, τα αισθήματά σου και τις εμπειρίες σου, απλά και μόνον αποτυπώνοντάς τις σε μια κόλλα χαρτί ή στην οθόνη ενός υπολογιστή!

    Κατεβηκε από το κρεβατάκι της, πήγε στη βιβλιοθήκη, πήρε στα χέρια της ένα ιστορικό βιβλίο και στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα.

    «Εύκολο πράγμα το διάβασμα», μονολόγησε. «Έχω την εντύπωση ότι αυτή τη δουλειά, την κάνω εδώ και χρόνια».

    Σε μισή ώρα το είχε διαβάσει όλο. Το επέστρεψε στη θέση του και πήρε ένα άλλο, ένα ταξιδιωτικό. Σε δέκα λεπτά, το είχε διαβάσει και αυτό. Ασχολήθηκε δυο ολόκληρες ώρες με την ανάγνωση βιβλίων και στο διάστημα αυτό ρούφηξε  στην κυριολεξία το περιεχόμενο δεκαπέντε βιβλίων. Στο τέλος, μόλις ένιωσε ότι άρχισε να κουράζεται, παράτησε το διάβασμα κι επέστρεψε στο κρεβάτι της. Άλλωστε, πλησίαζε η ώρα του δείπνου  και δεν ήθελε να την βρει η μητέρα της σηκωμένη από την κούνια της.

    «Αρκετά, για σήμερα», μουρμούρισε, καθώς σκεπαζόταν με το σεντόνι της. «Και αύριο μέρα είναι. Πόσα πράγματα έμαθα όμως και πόσα έχω ακόμα να μάθω! Η καλύτερη, η πιο χρήσιμη επιθυμία που μου έχει έρθει μέχρι σήμερα, είναι αυτή».

 

    Το επόμενο πρωί, αμέσως μετά την αλλαγή πάνας από τη μητέρα της και το ρούφηγμα του γάλακτος, σηκώθηκε κι επισκέφτηκε ξανά τη βιβλιοθήκη. Είχε μεγάλη επιθυμία να διαβάσει περισσότερη ιστορία. Κατέβασε μερικούς τόμους από τα ράφια, κι επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας του κόσμου, στον οποίον την είχαν φέρει. Μέχρι το μεσημέρι είχε μάθει σχεδόν όλη την ιστορία των λαών αυτού του πλανήτη. Στο τέλος, έμεινε ασάλευτη στη θέση της, προσπαθώντας να κατανοήσει αυτά που είχε μάθει για τη Γη και τους κατοίκους της. Επιχείρησε να δώσει μια λογική εξήγηση σε όλα αυτά που είχε μάθει, όσο όμως κι αν προσπάθησε, στάθηκε αδύνατο.

    Δυστυχώς, η ιστορία της Γης, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτελείτο από γεγονότα βίας και αίματος. Εκείνη την ημέρα, στενοχωρήθηκε αφάνταστα με όλα αυτά που είχε μάθει για τον κόσμο που είχε έρθει να ζήσει! Έμαθε για τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, τις δολοφονίες, τις εξοντώσεις ολόκληρων πληθυσμών, τις αδικίες, τις καταστροφές και  όλα τα δεινά της ανθρώπινης ύπαρξης, γεγονότα δηλαδή απίστευτα, απαράδεκτα για έναν πολιτισμένο, υποτίθεται, κόσμο. Που και που μόνο, αυτήν  την μονοτονία της βίας και του αλληλοσπαραγμού, την έσπαγε κάποια επιστημονική ανακάλυψη ή κάποια χρήσιμη εφεύρεση, ή κάποια μεμονωμένη πράξη αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας. Λίγο έλειψε να πάθει κατάθλιψη. Μα καλά, σε τι κόσμο την είχαν φέρει να ζήσει; Αν μπορούσε, την ίδια κιόλας στιγμή, θα σηκωνόταν να φύγει. Αδυνατούσε να φανταστεί τον εαυτό της συνδεδεμένο συναισθηματικά με έναν τέτοιου είδους κόσμο.

 

    Το πρωινό της έκτης ημέρας άργησε να ξυπνήσει. Ξύπνησε όταν ένιωσε την παρουσία της μητέρας της, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια της, κι έκανε πως κοιμόταν ακόμα. Άκουσε τη μανούλα της να καταπιάνεται με την τακτοποίηση και την καθαριότητα του  δωματίου, και η ίδια, αν και κρατούσε ακόμα τα βλέφαρά της κλειστά, άρχισε βλέπει αμυδρά την επισκέπτρια. Μόλις λίγα λεπτά αργότερα, άρχισε να βλέπει καθαρά τα τεκταινόμενα, παρόλο που δεν είχε ανοίξει καθόλου τα ματάκια της.

    Αυτή τη φορά αισθάνθηκε υπέροχα! Ένιωσε ότι είχε έρθει πια η στιγμή του υπερφυσικού, η αρχή της ολοκλήρωσης!

    «Και να σκεφτείς ότι ήρθε εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς εγώ να έχω εκφράσει  κάποια σχετική επιθυμία», σκέφτηκε με ικανοποίηση.

    Έκανε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσει αυτήν την καινούρια, την υπερφυσική ικανότητά της, και να την βάλει κάτω από πλήρη έλεγχο. Δεν δυσκολεύτηκε να το καταφέρει. Άρχισε μάλιστα να το διασκεδάζει.  Χωρίς να ανοίξει καθόλου τα μάτια της, όποτε ήθελε έβλεπε και όποτε ήθελε όχι. Μπορούσε να βλέπει και από το ένα μόνο μάτι, ή να βλέπει ένα και μοναδικό αντικείμενο, αυτό που συγκεκριμένα ήθελε να δει. Καλαμπούριζε τώρα με τη μητέρα της. Την έβλεπε να πηγαινοέρχεται μέσα σε ένα αόρατο δωμάτιο, κρατώντας ένα ανύπαρκτο   ξεσκονόπανο και ξεσκονίζοντας ανύπαρκτα έπιπλα!

    Η όλη σκηνή ήταν πολύ αστεία, γι’ αυτό και της ξέφυγε ένα μικρό, χαρακτηριστικό γελάκι, που όμως έγινε αντιληπτό από τη μαμά  της. Την είδε λοιπόν κάτω από τα κλειστά βλέφαρά της, να πλησιάζει προς το μέρος της, ακούγοντάς την να σχολιάζει τρυφερά: «Άχου, το μωράκι μου! Ποιος ξέρει άραγε, τι όμορφο όνειρο βλέπει στον ύπνο του και γελάει; Πάω να σου φέρω το γαλατάκι σου, μάτια μου γλυκά. Είναι ώρα πια, για το πρωινό σου!»

 

    Το πρωινό της έβδομης μόλις ημέρας, από τον ερχομό της στη ζωή, ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Αισθανόταν παράξενα και η ατμόσφαιρα του μικρού δωματίου της, της προκαλούσε κατάθλιψη! Σηκώθηκε από το κρεβατάκι της και πλησίασε με αργά βήματα στο παράθυρο. Αισθάνθηκε πολύ άσχημα, γι’ αυτό ανέβηκε στην καρέκλα και άνοιξε το τζάμι, για να μπει φρέσκος αέρας. Αυτό που συνέβη αμέσως μετά, τη συντάραξε, την ξάφνιασε και της έφτιαξε τη διάθεση! Για πρώτη φορά στην ολιγοήμερη ζωή της, τα αυτιά της συνέλαβαν κάποιον πρωτόγνωρο ήχο. Από απέναντι, από κάποιο γειτονικό σπίτι ακουγόταν, αρκετά δυνατά, μουσική! Ο ρυθμός εκείνου του τραγουδιού ήταν χορευτικός, γι’ αυτό κι εκείνη άρχισε να λικνίζεται ξέφρενα επάνω στην καρέκλα.

    Έμεινε εκεί, χορεύοντας για αρκετή ώρα, όσο διήρκησε το άκουσμα εκείνων των υπέροχων ήχων. «Να, λοιπόν», μονολόγησε, «που, εκτός από το φαγητό, τα βιβλία και τα ποτά, υπάρχει ακόμη κάτι πολύ ωραίο, το οποίο κανονικά θα έπρεπε να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Κι αυτοί, αντί να απολαμβάνουν όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που τους έχει χαρίσει η φύση και η έμπνευση κάποιων συνανθρώπων τους, τρώγονται μεταξύ τους».

    Κοίταξε ψηλά, έξω από το παράθυρο, τον σκεπασμένο με σύννεφα ουρανό, κι ένιωσε μια μεγάλη, μια ακατανίκητη δύναμη να την πλημμυρίζει. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έλξη της, αφού άλλωστε δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Η υπερφυσική εκείνη δύναμη την ευχαριστούσε, την γέμιζε με ένα σωρό ευχάριστα συναισθήματα, αφαιρώντας από μέσα της κάθε αρνητική σκέψη. Η κακοδιαθεσία και η ακεφιά εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Ένιωσε σαν τον φυλακισμένο, που του δίνουν τα κλειδιά του κελιού του και του λένε: «Όποτε σου  αρέσει, μπορείς να φύγεις».

    Μα, ναι, αυτό ακριβώς θα εκανε. Θα έφευγε. Τα κλειδιά πλέον τα είχε. Το δωμάτιο, τώρα πια, της φαινόταν πολύ πληκτικό, πολύ ανιαρό. Το ίδιο και όλη η Γη, παρόλο που την είχε γνωρίσει μόνον από τα βιβλία. Της ήρθε η επιθυμία της φυγής. Έτσι ξαφνικά, όπως της είχε έρθει η ίδια επιθυμία λίγες μόλις μέρες πριν, τότε που διάβασε την ιστορία της ανθρωπότητας. Το πήρε λοιπόν απόφαση, να φύγει οριστικά. Δεν θα άντεχε να μείνει άλλο εκεί. Εξάλλου, η φυγή της αυτή ήταν πια στο χέρι της, μπορούσε εύκολα να την πραγματοποιήσει!

    Κατέβηκε από  την καρέκλα και πήγε στη βιβλιοθήκη. Πήρε ένα χαρτί κι ένα μολύβι, κι έγραψε ένα σημείωμα στη μητέρα της. Το άφησε επάνω στο κρεβάτι, ώστε να φαίνεται καθαρά και, αμέσως μετά, ανέβηκε στο  περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και…!

    Όταν, λίγη ώρα αργότερα, η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο και αντιλήφθηκε την εξαφάνιση της, κόντεψε να παραφρονίσει! Δεν πίστευε στα μάτια της! Αρχικά φοβήθηκε ότι το μωρό της είχε πέσει θύμα απαγωγής, όταν όμως είδε το ανοιχτό παράθυρο, φοβήθηκε για το χειρότερο, απορώντας όμως πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, ένα τόσο μικρό πλασματάκι σαν εκείνο. Η θέα του σημειώματος, την σάστισε. Το πήρε γεμάτη αγωνία στα χέρια της και άρχισε να το διαβάζει:

    «Μαμά,  σου ζητώ συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να ζήσω άλλο στη Γη! Θα ήθελα πολύ να μείνω μαζί σου, αλλά φοβάμαι ότι δεν θα άντεχα  πολύ! Η Γη, καλή μου μητερούλα, κατοικείται από άρρωστα όντα. Η συμπεριφορά τους είναι χειρότερη και από αυτήν των άγριων ζώων. Φοβάμαι λοιπόν ότι η ασθένειά τους δεν παίρνει  γιατρειά. Δυστυχώς, μανούλα μου, ο πλανήτης είναι καταδικασμένος σε αφανισμό! Μακάρι να μπορούσα να σε πάρω μαζί μου εκεί που θα πάω, αλλά αυτό είναι αδύνατο!».

    Οι έρευνες που ακολούθησαν δεν απέδωσαν καρπούς, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Το μωρό δεν βρέθηκε πουθενά, ούτε στο δρόμο μπροστά από το παράθυρο, ούτε σε κάποιο άλλο σημείο της ευρύτερης περιοχής! Εξαφανίστηκε, χωρίς να γνωρίζει κανένας πως, κι αυτό ήταν ένα μυστήριο, που δεν θα λυνόταν ποτέ!